ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Παρ’ όλα αυτά, κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν σήμερα ότι η Ελλάδα όλο το προηγούμενο διάστημα επέμεινε σταθερά στο δρόμο της διπλωματίας και στη διατήρηση ανοιχτών και πολυεπίπεδων διαύλων με την Τουρκία, ενώ υπογραμμίζουν ως κομβικής σημασίας τη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο. Μία συνάντηση που, όπως αναφέρεται, «ορισμένα ΜΜΕ στη χώρα μας, μέσα στον αντιπολιτευτικό τους οίστρο, έσπευσαν τότε να χαρακτηρίσουν ως αποτυχία».
Οι ίδιες κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν ακόμη ότι, παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας, η κυβέρνηση δεν μπήκε ποτέ στη λογική του «παζαριού», μεταξύ των δύο Ελλήνων και των οκτώ Τούρκων αξιωματικών.
Σύμφωνα με το Μαξίμου, το πλαίσιο και οι ενέργειες που οδήγησαν στην απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από τις τουρκικές φυλακές υψίστης ασφαλείας στην Αδριανούπολη έχει ως εξής:
Ανοιχτοί οι πολυεπίπεδοι δίαυλοι Ελλάδας-Τουρκίας
1. Έχοντας πάντα ως απαρέγκλιτη προτεραιότητα την προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο ακέραιο, η Ελλάδα επέμεινε σταθερά στο δρόμο της διπλωματίας, διατηρώντας ανοιχτούς πολυεπίπεδους διαύλους με την Τουρκία τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ότι έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αυτήν την περίοδο.
Κρίσιμες στο πλαίσιο αυτό ήταν:
– Οι τρεις επισκέψεις του πρωθυπουργού στην Τουρκία το 2015-2016 και οι συναντήσεις ΥΠΕΞ που συνεισέφεραν καθοριστικά στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, την οικοδόμηση της ευρωτουρκικής στρατηγικής σχέσης και την προώθηση των συνομιλιών για το Κυπριακό.
– Η στήριξη στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Τουρκίας κατά την απόπειρα πραξικοπήματος, τον Ιούλιο του 2016.
– Η σταθερή στήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και στη διατήρηση των ευρωτουρκικών διαύλων.
– Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου για πρώτη φορά μετά από 65 χρόνια στην Αθήνα.
– Η μη προσχώρηση της Ελλάδας στη λογική επιβολής οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία κατά την τελευταία περίοδο.
2. Στο πλαίσιο αυτών των διμερών σχέσεων, εντάθηκαν οι επαφές μέσω όλων των υφιστάμενων διαύλων (πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, γενικός γραμματέας υπουργείου Εξωτερικών, ελληνικές διπλωματικές και προξενικές Αρχές στην Τουρκία, Α/ΓΕΕΘΑ) προς την Τουρκία για την απελευθέρωση των δυο στρατιωτικών και αναδείχτηκαν οι επιπτώσεις που είχε η παράνομη κράτηση τους.
Η σημασία της συνάντησης Τσίπρα-Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ
Κυρίως, το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο, στο περιθώριο της Συνόδου ΝΑΤΟ, η οποία κράτησε πάνω από 1,5 ώρα. Μία συνάντηση την οποία ορισμένα ΜΜΕ στη χώρα μας, μέσα στον αντιπολιτευτικό τους οίστρο, έσπευσαν τότε να χαρακτηρίσουν ως αποτυχία.
Τη στιγμή μάλιστα που έπειτα από εκείνη τη συνάντηση ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει στη συνέντευξη Τύπου: «Κατ’ αρχάς τα λόγια μου είναι μετρημένα, ωστόσο πρέπει να σας πω ότι βγαίνοντας από τη συνάντηση έχω περισσότερες ελπίδες από ότι πριν μπω στη συνάντηση αυτή. Δεν ήταν μια εύκολη συνάντηση, γι’ αυτό διήρκησε σχεδόν δύο ώρες».
Και στη συνέχεια ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη συζήτηση που είχε με τον Ταγίπ Ερντογάν για το ζήτημα των δύο στρατιωτικών λέγοντας: «Στον Πρόεδρο Ερντογάν, έδωσα να καταλάβει ή ελπίζω τουλάχιστον, ότι το ζήτημα των οκτώ δεν μπορεί να συσχετίζεται με το ζήτημα των δύο. Είναι άλλο θέμα όταν κάποιος ζητά άσυλο και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες και βεβαίως υπεύθυνη για τις αποφάσεις είναι η ανεξάρτητη σε ένα κράτος δικαίου, όπως η Ελλάδα, δικαιοσύνη και άλλο ζήτημα είναι αυτό που αφορά τη σύλληψη και την κράτηση δύο στρατιωτικών που κατά τη διάρκεια επιχείρησης ρουτίνας, που αφορά την επίβλεψη των συνόρων, πέρασαν κατά λάθος, κατά κάποια μέτρα στην άλλη πλευρά. Και εν τοιαύτη περιπτώσει αυτό που η ελληνική πλευρά ζητάει δεν είναι κάποια χάρη, αλλά να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Και βεβαίως εφόσον οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα, που δεν έχουν διαπράξει, να οριστεί η προβλεπόμενη διαδικασία, να δικαστούν και εν πάση περιπτώσει να μπορέσουν να επιστρέψουν στις οικογένειες τους».
Ουδέποτε μπήκε σε παζάρια το ζήτημα των δύο στρατιωτικών
Είναι προφανές τόσο διά της δήλωσης του πρωθυπουργού όσο και εκ του αποτελέσματος τελικά, ότι για το ζήτημα αυτό η Ελλάδα ουδέποτε μπήκε σε παζάρια, σημειώνουν οι κυβερνητικές πηγές. Και προσθέτουν: Τονίστηκε ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ότι για τους 8 Τούρκους στρατιωτικούς οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στο πραξικόπημα, ακολουθήθηκαν και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τη δικαιοσύνη διαδικασίες. Την ίδια στιγμή που φυσικά, υποστηρίχτηκε σταθερά η θέση αρχών της χώρας μας ότι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα.
Η συσχέτιση αυτών με τους δύο στρατιωτικούς, δεν υπήρξε ποτέ ως επιλογή για την ελληνική κυβέρνηση, αντιθέτως η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε μόνο από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ανάδειξη του ζητήματος από την Ελλάδα στους συμμάχους και στα διεθνή φόρα
3. Η Ελλάδα ανέδειξε σταθερά και δυναμικά το ζήτημα στις συνομιλίες με τους συμμάχους και εταίρους της και σε διεθνή και ευρωπαϊκά φόρα, ώστε να ασκήσει επιπλέον πίεση για επίλυση του ζητήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το αίτημα για την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών μας, εντάχθηκε στα Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, τέθηκε επιτακτικά από τους Προέδρους Τουσκ και Γιούνκερ στη Σύνοδο της Βάρνας, ενώ αναδείχτηκε επίμονα στο ΝΑΤΟ, τόσο από τον πρωθυπουργό όσο και από τον υπουργό Εξωτερικών και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας. Ενώ τέλος, το ζήτημα τέθηκε επανειλημμένως στις γερμανοτουρκικές και αμερικανοτουρκικές συνομιλίες, ενώ τέθηκε και στη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν τον Απρίλιο, αφού λίγες μέρες πριν είχε αναφερθεί σχετικά ο πρωθυπουργός σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Ρώσο Πρόεδρο.
Η προσπάθεια της Αγκυρας να επανεκκινήσει τις σχέσεις με την Ε.Ε και τα κράτη-μέλη της
4. Σημαντικός παράγοντας στην επίλυση του ζητήματος κατά την παρούσα περίοδο είναι και η προσπάθεια της Τουρκίας να επανεκκινήσει τις σχέσεις της με την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της (αποκατάσταση σχέσεων με Ολλανδία, συνάντηση με Μέρκελ, προσέγγιση Αυστρίας), σε μια περίοδο που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίση. Η Τουρκία προέβη σε αυτή την κίνηση αναγνωρίζοντας ότι το ανωτέρω ζήτημα είχε – μετά από τις ανωτέρω ελληνικές ενέργειες – καταστεί καίριας σημασίας για την επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων.