Σε θέση μάχης βρίσκονται κυβέρνηση, τράπεζες και θεσμοί για το θέμα της προστασίας της πρώτης κατοικίας, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να νομοθετήσει μονομερώς το θέμα, διευρύνοντας τον κύκλο των δικαιούχων της προστασίας και αγνοώντας τις προτάσεις των τραπεζών.
Το συγκρουσιακό κλίμα που δημιουργήθηκε τις δύο τελευταίες μέρες μετά την σαφή διάθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μονομερή θεσμοθέτηση του θέματος, ενδέχεται να εκτονωθεί την προσεχή εβδομάδα στη συνάντηση που θα έχουν σε ανώτατο επίπεδο οι εκπρόσωποι των τραπεζών με κυβερνητικά στελέχη και εφόσον οι θέσεις των δύο μερών λειανθούν καταλλήλως και διατυπωθούν σε συγκεκριμένο κείμενο που θα αποτελέσει και τη βάση του διαλόγου. Μέχρι στιγμής πάντως κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται.
Ο μονομερής χαρακτήρας της ρύθμισης που επιδιώκει να περάσει η κυβέρνηση προφανώς με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές, είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει την αντίθεση των θεσμών και δη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η ΕΚΤ θα πρέπει άλλωστε να γνωμοδοτήσει για τη σχετική ρύθμιση, καθώς επηρεάζει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Με δεδομένο πάντως ότι η χώρα βρίσκεται εκτός προγράμματος, μοναδικά όπλα πίεσης από την πλευρά των θεσμών είναι η μη επιστροφή των κερδών που έχουν οι Κεντρικές Τράπεζες της ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα. Πρόκειται για 1 δισ. ευρώ περίπου που προορίζονται για τη μείωση του χρέους και η μη επιστροφή τους αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο που δεν αποκλείεται να επιστρατευθεί, δίνοντας ένα αρνητικό μήνυμα στις αγορές.
Στο επίκεντρο της σύγκρουσης μεταξύ των δύο μερών δεν είναι μόνο η αξία της πρώτης κατοικίας που θα προστατεύεται, η οποία σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση θα ξεκινά από 150.000 ευρώ και θα αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων. Εξίσου σημαντικά είναι θέματα όπως:
• Τα χρέη που θα ρυθμίζονται και το κατά πόσον η προστασία αυτή θα παρέχεται μόνο για οφειλές από στεγαστικά δάνεια ή θα αφορά και περιπτώσεις πρώτης κατοικίας λόγω οφειλών από επιχειρηματικά δάνεια, καθώς και χρεών στο δημόσιο
• Το ύψος του κουρέματος που θα υποχρεωθούν να κάνουν οι τράπεζες, το οποίο είναι συνάρτηση και του εύρους των χρεών που θα ενταχθούν στη ρύθμιση
• Η επέκταση της προστασίας και για τα φυσικά πρόσωπα που έχουν ένα είδος εμπορικής ή επαγγελματικής ιδιότητας (π.χ. ταξιτζήδες ή μικρομαγαζάτορες κ.ά.)
• Το εισόδημα του οφειλέτη με βάση το οποίο θα αποφασίζεται το «κούρεμα» από τις τράπεζες. Τα δικαστήρια σήμερα αποφασίζουν την προστασία με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή ένα δείκτη που έχει υπολογιστεί από την ΕΛΣΤΑΤ για τις ανάγκες που έχει ένα νοικοκυριό προκειμένου να διαβιώνει αξιοπρεπώς με βάση τέσσερις κατηγορίες δαπανών. Η κυβέρνηση προτείνει την εφαρμογή του δείκτη με βάση την υψηλότερη κατηγορία δαπανών, που οδηγεί σε αυξημένη προστασία.