ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενο διαβιβασθέντων πληροφοριών / Λογαριασμοί φυσικών ή νομικών προσώπων
Σύμφωνα με τα οριζόμενα μεταξύ των συμβαλλομένων χωρών, οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν και αφορούν λογαριασμούς φυσικών και νομικών προσώπων θα αποστέλλονται εφεξής αυτομάτως σε ετήσια βάση (Common Reporting Standard – CRS), – χωρίς δηλαδή να χρειάζεται αίτημα διοικητικής συνδρομής – περιλαμβάνουν τα κάτωθι στοιχεία:
- Ονοματεπώνυμο πραγματικού δικαιούχου/ δικαιούχων/συνδικαιούχων (beneficial owner), ημερομηνία γεννήσεως, Διεύθυνση κατοικίας, αριθμό Φορολογικού Μητρώου
- αριθμό λογαριασμού και επωνυμία του ελβετικού τραπεζικού Ιδρύματος όπου τηρείται ο λογαριασμός
- αξία αποτίμησης χαρτοφυλακίου την 31.12. εκάστου έτους
- αποδόσεις χαρτοφυλακίου, συμπεριλαμβανομένων πάσης φύσεως τόκων, μερισμάτων κλπ. καθώς και των κερδών από την εκποίηση αξιογράφων και έτερων τραπεζικών προϊόντων.
Επισημαίνεται ότι στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας για την ανταλλαγή πληροφοριών υπάγονται και όλοι οι λογαριασμοί νομικών προσώπων και λοιπών οντοτήτων (π.χ. Ιδρυμάτων/Foundations, Trust), εφόσον ο πραγματικός δικαιούχος των (beneficial owner) είναι φυσικό πρόσωπο με φορολογική κατοικία στην Ελλάδα.
Η κατάργηση του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου στις διασυνοριακές καταθέσεις
Στην Ελβετία το τραπεζικό απόρρητο καταξιώθηκε ιστορικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε στη συνείδηση του ελβετικού λαού να θεωρείται διαχρονικά ότι η προστασία της απορρήτου των καταθέσεων ταυτίζεται με την προστασία της προσωπικότητας του καταθέτη. Υπό το πρίσμα αυτό θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1935 η προστασία του τραπεζικού απορρήτου στο άρθρο 47 του ελβετικού Νόμου περί Τραπεζών (Bankengesetz), διάταξη η οποία ισχύει μέχρι και σήμερα.
Η αντίληψη αυτή, σε συνδυασμό με τη φήμη παροχής υπηρεσιών υψηλού επιπέδου που απολαμβάνουν οι ελβετικές τράπεζες καθώς και του προνομίου της ιστορικής ουδετερότητας που χαρακτηρίζει την Ελβετία, επέτρεψαν στη χώρα αυτή να εξελιχθεί σε σημαντικό πόλο έλξης διασυνοριακών κεφαλαίων που σωρεύτηκαν στην Ελβετία.
Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι με την νεοεισαχθείσα θέσπιση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών «ενταφιάστηκε» ανεπιστρεπτί το παραδοσιακό ελβετικό τραπεζικό απόρρητο για τους καταθέτες – μη κάτοικους Ελβετίας.
3. Εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα / Χρησιμότητα των πληροφοριών στις δικαστικές αρχές σε ποινικές υποθέσεις διεθνούς δικαστικής συνδρομής
Πέραν της αδιαμφισβήτητης σπουδαιότητας της ανταλλαγής πληροφοριών σε φορολογικές υποθέσεις, οι πληροφορίες που θα συλλέγονται και αποστέλλονται αυτομάτως, μπορούν να αποτελέσουν μια πολύτιμη βάση δεδομένων και για τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές.
Όπως είναι γνωστό, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου πίσω από το θεσμό του ελβετικού τραπεζικού απορρήτου βρήκαν προστασία και συγκαλύφθηκαν περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από έκνομες δραστηριότητες. Η Ελβετία αντιμετώπισε τα προαναφερόμενα «γκρίζα» φαινόμενα προσχωρώντας σε όλες τις σχετικές συνθήκες που αφορούν στην διεθνή δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της διαφθοράς.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η ικανοποίηση ελληνικών αιτημάτων δικαστικής συνδρομής που σχετίζονται με την άρση του τραπεζικού απορρήτου (άνοιγμα λογαριασμών) και τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών στην Ελβετία αποτελεί – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – κανόνα. Πολύκροτες ποινικές υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος που απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη εξιχνιάστηκαν χάριν της παρασχεθείσας δικαστικής συνδρομής από την Ελβετία, καθόσον με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που εστάλησαν στις ελληνικές δικαστικές αρχές ανιχνεύτηκε η διαδρομή του μαύρου χρήματος και ταυτοποιήθηκαν τα εμπλεκόμενοι πρόσωπα που οδηγήθηκαν τελικά σε δίκη.
Ο εντοπισμός τραπεζικών λογαριασμών και ιδιαιτέρως εκείνων που ανήκουν σε νομικές οντότητες (εξωχώριες εταιρείες, Ιδρύματα, Εμπιστεύματα) με περιουσιακά στοιχεία προερχόμενα από παράνομες δραστηριότητες, αποτελεί στην πράξη της διεθνούς δικαστικής συνδρομής μια δυσχερή και χρονοβόρα διαδικασία.
Δοθέντος ότι η αλίευση πληροφοριών (fishing expedition) αναφορικά με την ύπαρξη τραπεζικών λογαριασμών απαγορεύεται από το ελβετικό δίκαιο, η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών – υπό την μορφή που θεσπίστηκε προσφάτως στις φορολογικές υποθέσεις – δίνει μία νέα προοπτική στην έρευνα του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς.
Ο εντοπισμός ενός υπόπτου τραπεζικού λογαριασμού, του δικαιούχου αυτού καθώς και οι επίμαχες συναλλαγές που ερευνώνται μπορούν εφεξής να εξελιχθούν κατά τη διαδικασία της υποβολής αιτημάτων δικαστικής συνδρομής σε μία απλουστευμένη διαδικασία ταυτοποίησης, καθόσον ένα μέρος των στοιχείων αυτών θα βρίσκονται πλέον στη διάθεση των ελληνικών αρχών και θα επικαιροποιούνται σε ετήσια βάση.
Η σωστή διαχείριση και αξιοποίηση των δεδομένων από την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και η νομοθετικώς συντεταγμένη πρόσβαση σε αυτά από τις ελληνικές δικαστικές αρχές μπορεί αναμφίβολα να συμβάλει στη διακρίβωση αξιοποίνων πράξεων στο χώρο της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και ιδιαίτερα στην αποκάλυψη προσώπων που καλύπτονται υπό τον «μανδύα» λογαριασμών εξωχώριων εταιρειών και συναφών μορφωμάτων.
Το κείμενο ειναι του κ. ΗΛΙΑ Σ. ΜΠΙΣΙΑ, Δρ. Νομ. Παν/μιου Ζυρίχης, Δικηγόρου Αθηνών κ΄ Ελβετίας