Έντονο παρασκήνιο και εκατέρωθεν πιέσεις μεταξύ τραπεζών, ελεγκτικών εταιρειών και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για τον τραπεζικό κλάδο, τον SSM, υπήρξε με αφορμή τα κέρδη που αποκόμισαν οι ελληνικές τράπεζες από την ανταλλαγή των ομολόγων του PSI. Η διαμάχη αφορούσε το κατά πόσο τα κέρδη αυτά, που υπολογίζονται σε 250 εκατ. ευρώ περίπου, θα εγγραφούν εφάπαξ στα αποτελέσματα του 2017 ή αντίθετα θα παραμείνουν στον ισολογισμό των τραπεζών.
Σύμφωνα με πληροφορίες του mononews.gr και μετά από αγωνιώδεις διαπραγματεύσεις μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, των τεσσάρων μεγάλων ελεγκτικών εταιρειών – Deloitte, ΕΥ, Grant Thornton και PricewaterhouseCoopers – αποφασίστηκε τελικώς να μην εγγραφούν στην χρήση του 2017 και να μην ενισχύσουν ως εφάπαξ έσοδο τα αποτελέσματα της προηγούμενης οικονομικής χρήσης των τραπεζών.
Τον γόρδιο δεσμό έλυσε σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες ο SSM, που απαγόρευσε ουσιαστικά στις τράπεζες να περάσουν τα κέρδη από την ανταλλαγή εφάπαξ στα αποτελέσματα της προηγούμενης οικονομικής χρήσης. Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός απεφάνθη ότι η ανταλλαγή συνιστά τροποποίηση όρων (modification) και όχι πώληση, που σου επιτρέπει να αφαιρέσεις αυτό το asset από τον ισολογισμό σου (derecognition). Η απόφαση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ενόψει της διαμόρφωσης των τελικών αποτελεσμάτων και, κυρίως, της πιθανότητας κάποιες τράπεζες να εγγράψουν ζημίες για το 2017.
Μια τέτοια προοπτική ενεργοποιεί την κρατική βοήθεια και την έκδοση μετοχών υπέρ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Ακόμη και αν πρόκειται για μικρή αύξηση της κρατικής συμμετοχής, είναι σαφές ότι καμία τράπεζα δεν θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο, τόσο για λόγους εντυπώσεων όσο και ουσίας.
Τα κέρδη από την ανταλλαγή ομολόγων – σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις – εκτιμώνται στα 40-70 εκατ. ευρώ, ανάλογα με την τράπεζα, και η πιθανότητα να εγγραφούν ως κέρδη θα αποτελούσε σανίδα σωτηρίας για ορισμένες τράπεζες, εξωραΐζοντας τα αποτελέσματα της χρήσης του 2017. Σημειώνεται ότι πρεμιέρα στην ανακοίνωση αποτελεσμάτων κάνει στις 12 Μαρτίου η Eurobank και ακολουθεί στις 20 Μαρτίου η Alpha Bank.
Με βάση τα στοιχεία του εννεαμήνου του 2017, οι ζημιές μετά από φόρους των τραπεζών περιορίστηκαν στα 80 εκατ. ευρώ από 2,3 δις ευρώ το εννεάμηνο του 2016, ενώ πριν τον υπολογισμό των φόρων και των ζημιών από τις διακοπτόμενες δραστηριότητες το αποτέλεσμα ήταν κερδοφόρο κατά 287 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, η αξία του χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένων και των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου- ανήρχετο στο τέλος του εννεαμήνου του 2017 στα 11,5 δισ. ευρώ. Από το σύνολο του χαρτοφυλακίου, ομόλογα αξίας 9,3 δισ. ευρώ αποτιμώνται σε τρέχουσες αξίες και αφορούν τα χαρτοφυλάκια των ομολόγων που κατηγοριοποιούνται ως διαθέσιμα προς πώληση, στην εύλογη αξία και ως διακρατούμενα για εμπορικούς σκοπούς.