Η άνοδος του τουρισμού την τελευταία δεκαετία, η τεράστια συνεισφορά του στο ΑΕΠ, στις επενδύσεις, στη μείωση της ανεργίας, τον έχουν αναδείξει ως ένα κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο, ιδιαίτερα δυναμικό για τη διεθνή και φυσικά την ελληνική οικονομία.
Ενισχυτικοί παράγοντες στην εξέλιξη αυτή είναι η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περαιτέρω διευκόλυνση των μετακινήσεων με την ανάπτυξη δικτύων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, η εξειδίκευση του τουριστικού προϊόντος, η δημιουργία αγορών-στόχων κ.α.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε το 2008 είχε τεράστιες επιπτώσεις στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχνή καταναλωτική δυνατότητα είχε επιπτώσεις και στην τουριστική αγορά. Στην Ελλάδα, τα πρώτα δύο χρόνια της κρίσης, 2010 – 2012, υπήρξαν τεράστιες συνέπειες και στον τομέα του τουρισμού. Η χώρα δεν πρόλαβε να αντιδράσει στη δυσμενή εικόνα της στο εξωτερικό, αλλά και στο ανταγωνιστικό περιβάλλον που επωφελήθηκε από τις συνέπειες της ελληνικής κρίσης χρέους.
Από το 2012 και μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, εφαρμόστηκαν πολιτικές για τον τουρισμό, που στοχευμένα επεδίωξαν να μεταβάλουν την κρίση σε ευκαιρία. Υιοθετήθηκε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών που έβαζαν τέρμα σε αγκυλώσεις δεκαετιών, αλλά και μία επιθετική πολιτική τουριστικής διπλωματίας που στόχευε στην ανατροπή του αρνητικού κλίματος που επικρατούσε στο εξωτερικό για την Ελλάδα.
Η εξωστρέφεια και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες με άξονα τη διευκόλυνση της τουριστικής αγοράς αποδείχθηκε το μείγμα μίας επιτυχημένης πορείας στην κατεύθυνση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου για τον τουρισμό. Η Ελλάδα είχε μπει στην επόμενη φάση και είχε επιτύχει να κάνει, σταδιακά, και πάλι ανταγωνιστικό το τουριστικό της προϊόν. Ο τομέας του τουρισμού εκείνη την εποχή διαδραμάτισε ρόλο καθοριστικό στην πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής κρίσης χρέους και έδωσε τη δική του, μεγάλη ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Η συνέχεια, μετά το 2015, απαιτούσε όμως την ίδια επαγρύπνηση ως προς τη χάραξη εθνικής στρατηγικής για τον τουρισμό. Το επόμενο στάδιο, δηλαδή, αναλογιζόμενοι την παγκόσμια τάση για αλλαγή, αλλά και τις νέες προκλήσεις σε οικονομικό, κοινωνικό, και περιβαλλοντικό επίπεδο, όφειλε να είναι ένα πλαίσιο που θα απαντούσε σε δύο απλά, αλλά κρίσιμα ερωτήματα. Σε τι είδους τουρισμό στοχεύουμε, και πώς πρέπει να «κινηθούμε» για να τον προσελκύσουμε. Ποιες είναι οι νέες τάσεις της αγοράς, ποια τα προβλήματα, και πώς μέσα από μελέτη και υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών, μπορούμε να επιτύχουμε τους στόχους μας.
Για παράδειγμα, τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει το σύγχρονο πρόβλημα του μαζικού τουρισμού που τείνει να αποτελέσει απειλή για την αστική και εν γένει περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η Ελλάδα αρκείται στη στείρα καταμέτρηση αφίξεων και βέβαια όχι εισπράξεων.
Έτσι πολλές χώρες, σε αντίθεση με εμάς, δείχνουν αυξημένα αντανακλαστικά, με σειρά δράσεων που αφορούν και στην αυστηροποίηση της νομοθεσίας σε σχέση με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των τουριστικών δομών, αλλά και στη διεύρυνση του φάσματος ανάδειξης τουριστικών προορισμών.
Αυτό είναι κάτι που θα επιφέρει διπλό όφελος. Μειώνει την περιβαλλοντική επιβάρυνση και την ασφυξία των παραδοσιακά κορυφαίων αστικών τουριστικών προορισμών, καθώς οι τουριστικές ροές θα διαχέονται σε νέους προορισμούς, ενώ παράλληλα, προάγει την οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών, που αναδεικνύονται ως νέοι προορισμοί, και επομένως την κοινωνική ευημερία.
Σήμερα, εδώ που βρισκόμαστε, στην πολιτική της «κεκτημένης ταχύτητας» και του «αυτόματου πιλότου», το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την τακτική του εφησυχασμού λόγω των παραδοσιακών συγκριτικών πλεονεκτημάτων μας.
Είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα χρειάζεται μία νέα ατζέντα, που να απαντά στις νέες τάσεις, στην αλλαγή ισορροπιών και στα νέα προβλήματα.
Η εξειδίκευση του παρεχόμενου τουριστικού προϊόντος, θα πρέπει να συμπλέει με μία νέα λογική διεύρυνσης της τουριστικής εμπειρίας. Η ανάδειξη νέων τουριστικών προορισμών μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από συνέργειες του κράτους με την τοπική αυτοδιοίκηση, του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα. Στόχος είναι να συνθέσουν ένα διαφορετικό μοντέλο ολοκληρωμένης τουριστικής εμπειρίας.
Σε αυτή τη νέα πολιτική αντίληψη για τον ελληνικό τουρισμό, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο θα παίξει η σύζευξη του με τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός και ο τουρισμός μπορούν να δημιουργήσουν μαζί μια νέα δυναμική. Να παραγάγουν πλούτο, νέες θέσεις εργασίας, άμεσα και έμμεσα οφέλη στην ελληνική οικονομία, δημιουργία δυναμικών πυρήνων ανάπτυξης στις τοπικές κοινωνίες, ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Με τη σύζευξη είναι βέβαιο ότι μπορούμε να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε περαιτέρω τα μοναδικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, βελτιώνοντας παράλληλα την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό. Η διαχρονική Ελλάδα του πολιτισμού, της τέχνης και των γραμμάτων, μπορεί, με όραμα και κατάλληλες πολιτικές, να συνθέσει και να προσφέρει πολλά, πέραν από το στερεότυπο «ήλιος και θάλασσα». Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουμε, τόσο να αναδείξουμε νέους τουριστικούς προορισμούς όσο και να επιμηκύνουμε την τουριστική περίοδο.
Τα επόμενα χρόνια, θα είναι καθοριστικά και στον ελληνικό τουρισμό. Σύντομα, θα φανούν τα λάθη και οι παραλείψεις μιας πολιτικής που στηριζόταν στα νούμερα και αγνοούσε επιδεικτικά τη μεγάλη εικόνα και τις διεθνείς αλλαγές. Η Ελλάδα με τις τεράστιες δυνατότητες της, μπορεί και πρέπει να ξαναμπεί στο δρόμο της τουριστικής ωρίμανσης. Τον τρόπο τον ξέρουμε. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται ένα νέα εθνικό στρατηγικό σχέδιο. Μια νέα ατζέντα, με συγκεκριμένες προτεραιότητες και στοχοθεσία. Τα χρόνια της αδράνειας, της επικοινωνιακής διαχείρισης και της θεσμικής υποβάθμισης σύντομα τελειώνουν.
- Τομεάρχης Πολιτισμού και Αθλητισμού της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Α’ Αθηνών
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Κυβέρνηση σε Κομισιόν για ηλεκτρικό ρεύμα: Δώστε λύση τώρα ή θα το λύσουμε μόνοι μας -Επιτρέψτε Μηχανισμό Υπερεσόδων
- Καραβίας (Eurobank): Ζητάμε πολιτική σταθερότητα, κίνητρα για επενδύσεις, περισσότερες μεταρρυθμίσεις
- Ελλάκτωρ: Με ακίνητα αξίας 80 εκατ. του Χόλτερμαν εξασφαλίζει ρευστότητα η Reds
- Μάχη για το έργο κυβερνοασφάλειας των συστημάτων του δημοσίου αξίας €100 εκατ. – Ποιοι το διεκδικούν