ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Παράλληλα οι ίδιες δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν ότι πέφτει στο απόλυτο κενό η συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης να κολλήσει στη ΝΔ την ταμπέλα του δήθεν νεοφιλελεύθερου -και ταυτοχρόνως ακροδεξιού(!)- κόμματος, με στόχο ο ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ως ένα τάχα κανονικό κεντροαριστερό κόμμα» λένε από την Πειραιώς.
Στην αξιωματική αντιπολίτευση εκτιμούν ότι οι δημοσκοπήσεις αυτές αποτυπώνουν και το γεγονός ότι επιτυγχάνονται οι δύο στόχοι που είχε θέσει η ΝΔ, για την πλήρη συσπείρωση της εκλογικής βάσης του Σεπτεμβρίου του 2015 αλλά και του «επαναπατρισμού» κεντροδεξιών ψηφοφόρων που είχαν προτιμήσει το ΣΥΡΙΖΑ στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Όπως υπογραμμίζουν η MRB και η Μetron Analysis που επιχείρησαν μια ευθεία αντιπαράθεση για το πώς είδαν οι πολίτες τους δύο αρχηγούς αναδεικνύουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται μακράν του Αλέξη Τσίπρα σε όλες τις συγκριτικές ερωτήσεις. Στο ερώτημα της Μetron «ποιος σας έκανε την καλύτερη εντύπωση στη ΔΕΘ» ο Κυρ. Μητσοτάκης συγκέντρωσε 34% έναντι 16% του Αλ. Τσίπρα, ενώ και στην έρευνα της MRB προηγείται με 35% έναντι 22% στις θετικές κρίσεις. Το πιο καθοριστικό εύρημα όμως είναι ότι ο Μητσοτάκης προηγείται μακράν του Τσίπρα, όχι μόνο στο σύνολο των ερωτηθέντων, αλλά κατεξοχήν σε εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι ψηφοφόροι, συντρίβοντας στις θετικές τους εντυπώσεις με 32% τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ που λαμβάνει μόλις το 13%.
Η υπεροχή, τονίζουν οι ίδιοι κύκλοι της Πειραιώς, αποτυπώνεται και στην καταλληλότητα για πρωθυπουργία σημειώνοντας ότι «δεν πρέπει μάλιστα να υποτιμάται το γεγονός ότι είναι δημοσκοπικά πρωτοφανές ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υπερέχει κατά κράτος του εν ενεργεία πρωθυπουργού στον συγκεκριμένο δείκτη. Αυτό διαπιστώνεται εδώ και τρία χρόνια, γεγονός που δεν έχει καταγραφεί ποτέ ξανά στην ιστορία των δημοσκοπήσεων στην χώρα μας καθώς ο εν ενεργεία πρωθυπουργός πάντοτε προηγείτο του αρχηγού της αντιπολίτευσης ως καταλληλότερος ακόμη και όταν η κυβέρνησή του υπολειπόταν στην πρόθεση ψήφου. Ποτέ επίσης δεν έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν οι πολίτες να έχουν προεξοφλήσει σε ανύποπτο χρόνο ποιος θα είναι ο νικητής των επόμενων εκλογών».
Η Νέα Δημοκρατία, όπως επιβεβαιώθηκε και στις τελευταίες έρευνες παραμένει με τεράστια διαφορά μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ στην παράσταση νίκης, με 57% έναντι 24% (Pulse) ή ακόμη με 65,2% έναντι 16,4% (MRB). Κι όπως λένε συχνά οι ειδικοί, υπενθυμίζουν από την Πειραιώς, πρόκειται για τον μόνο δημοσκοπικό δείκτη ο οποίος δεν έχει διαψευστεί ποτέ μέχρι σήμερα σε εκλογές.
Συντριπτική υπέρ της ΝΔ είναι και η πεποίθηση που έχουν διαμορφώσει οι πολίτες μετά και τη ΔΕΘ για το ποιος από τους δύο πολιτικούς αρχηγούς τους πείθει ότι έχει ένα συγκροτημένο σχέδιο για την επόμενη ημέρα της Ελλάδας. Οι προτάσεις του Μητσοτάκη (MRB) χαρακτηρίστηκαν πειστικές από το 39% των πολιτών, εν αντιθέσει με το 23% που έχει απομείνει να πιστεύει τον κ. Τσίπρα.
Ως καθοριστικής σημασίας αναδεικνύεται από τους επιτελείς της Νέας Δημοκρατίας το γεγονός ότι οι προτάσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στοχεύουν να στηρίξουν όλους τους Έλληνες και πρωτίστως τη μεσαία τάξη, αναφέρει το dikaiologitika.gr.
Υπενθυμίζουν ότι το 42% των πολιτών απάντησε ότι οι προτάσεις αυτές κατεξοχήν αφορούν τη μεσαία τάξη, έναντι μόνον του 18% που πιστεύει το ίδιο για τις εξαγγελίες του κ. Τσίπρα.
«Η επισήμανση αυτή έχει τεράστια σημασία, διότι η μεσαία τάξη διαχρονικά αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας -σε αυτήν αυτοπροσδιορίζεται το 65-70% των Ελλήνων- και είναι πάντα ο κρισιμότερος δείκτης για την τελική εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις πριν από λίγους μήνες (στην έρευνα Τάσεις του φετινού Ιουνίου) σε αντίστοιχο ερώτημα της ίδιας εταιρείας ο ίδιος συσχετισμός αποτυπωνόταν με 33% υπέρ της ΝΔ έναντι 23% που συγκέντρωνε ο ΣΥΡΙΖΑ» λένε από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ως ενδιαφέρον αξιολογείται, δε, από κύκλους της Νέας Δημοκρατίας ότι τα ποσοστά που συγκεντρώνει ο κ. Μητσοτάκης μετά τη ΔΕΘ βρίσκονται πάνω -ή και πολύ πάνω- από την πρόθεση ψήφου της ΝΔ, στοιχείο που δείχνει και τη δυναμική που υπάρχει ενόψει των εκλογών. Αντιθέτως, λένε, όλες οι αντίστοιχες επιδόσεις του κ. Τσίπρα κινούνται ακριβώς στην προβολή της πρόθεση ψήφου του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή στην περιοχή του 20-22%.
Επισημαίνουν, δε, ότι ακόμη και σε έρευνες που διεξήγαγε η εταιρεία Prorata (με την οποία συνεργάζεται η Εφημερίδα των Συντακτών) πριν και μετά τις ομιλίες των δύο πολιτικών αρχηγών, προκύπτει ιδιαίτερά εντυπωσιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης μετά την εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο νέος συσχετισμός αποτυπώνεται στην απάντηση του 33% που θεωρεί ότι η εμφάνιση Μητσοτάκη δημιουργεί αισιοδοξία, έναντι του 13% που απάντησε το ίδιο για την εμφάνιση του Αλ. Τσίπρα. Στην ίδια έρευνα μάλιστα το 50% απάντησε ότι η εμφάνιση Τσίπρα προκαλεί απογοήτευση και θυμό, με μόνο το 25% να απαντά το ίδιο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Από τα επιμέρους στοιχεία, όμως, προκύπτει και ένα ακόμη πολύ σημαντικό εύρημα. Διότι μπορεί μεν κάποιες δημοσκοπήσεις να έδειξαν ότι η διαφορά των δύο κομμάτων ελαφρώς μειώνεται, πλην όμως όλοι οι ερευνητές συμφωνούν με την ίδια εκτίμηση: Ότι αυτή η μείωση οφείλεται σε μια μικρή και απολύτως αναμενόμενη αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ και ότι αυτή είναι αδύνατον να συνεχιστεί καθώς το κυβερνών κόμμα φτάνει πια στα όρια που μπορεί να προσεγγίσει στις εκλογές.
Ο λόγος είναι απλός. Όπως έχει ήδη παρατηρηθεί σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες των τελευταίων ετών ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απολέσει τουλάχιστον το ⅓ των ψηφοφόρων του Σεπτεμβρίου του 2015. Οι τελευταίοι που σε ορισμένες ερωτήσεις φτάνουν ακόμη και το 40% δηλώνουν με κάθε τρόπο ότι δεν προτίθενται να εμπιστευτούν για τρίτη φορά τον κ. Τσίπρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία έρευνα της Metron -μετά τη ΔΕΘ-, το 49% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να δηλώνει ότι έχει αρνητική εντύπωση για το έργο της κυβέρνησης Τσίπρα, ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό (49%) που δηλώνει και σήμερα ότι “η χώρα μας κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση” παρά το κυβερνητικό αφήγημα περί καθαρής εξόδου από τα μνημόνια.
Με αυτά τα δεδομένα η παρατηρούμενη στις τελευταίες μετρήσεις μικρή μεσοσταθμική αύξηση της συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ από το 50% σε περίπου 55% εκτιμάται από πολλούς δημοσκόπους ότι δείχνει το όριο της εκλογικής επιρροής που μπορεί να φτάσει στις εκλογές. Με απλά λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να διαθέτει άλλες δεξαμενές εισροών δεδομένου ότι οι υπόλοιποι ψηφοφόροι του τον έχουν εγκαταλείψει οριστικά, ενώ ελάχιστες είναι και οι μετακινήσεις ψηφοφόρων που φαίνεται να μπορεί να προσελκύσει από άλλα κόμματα.
Η δεξαμενή όσων απείχαν ευνοεί τη ΝΔ
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει με τη ΝΔ παρότι κάποιοι θεωρούν ότι έχει φτάσει στο ταβάνι της συσπείρωσης της, ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Η ΝΔ διαφαίνεται ότι θα αυξήσει ακόμη περισσότερο την εκλογική της ισχύ, όχι μόνον λόγω της δυναμικής του Κυριάκου Μητσοτάκη που συγκεντρώνει ποσοστά μεγαλύτερα του κόμματός του, αλλά και γιατί η ΝΔ μπορεί να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις εισροές που έχει από όλα ανεξαιρέτως τα άλλα κόμματα.
Επιπλέον, όμως, η ΝΔ διαθέτει και την τεράστια δεξαμενή των ψηφοφόρων που απείχαν στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις και την είχαν αποδειγμένα εμπιστευθεί στο παρελθόν. Συχνά υποτιμάται, για παράδειγμα, ότι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ψήφισαν 800.000 λιγότεροι ψηφοφόροι σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του ίδιου έτους λόγω και του γεγονότος ότι οι τελευταίες εκλογές διεξήχθησαν με λίστα και όχι με σταυρό που κινητοποιεί τους ψηφοφόρους. Παράλληλα δε ο αριθμός όσων μετέχουν στην εκλογική διαδικασία τα τελευταία χρόνια είναι διαρκώς μειούμενος, γεγονός που επίσης μεταφράζεται σε μια τεράστια δεξαμενή ψηφοφόρων στους οποίους επίσης απευθύνεται η ΝΔ ζητώντας τη θετική τους ψήφο. Πόσο μάλλον όταν οι εν λόγω ψηφοφόροι έχουν εμπιστευθεί τη ΝΔ και ποτέ το ΣΥΡΙΖΑ στο παρελθόν.
Για το λόγο αυτό άλλωστε όσοι ασχολούνται με τις δημοσκοπήσεις, κρατούν μικρό καλάθι για τα ποσοστά που τελικά θα δείξουν οι κάλπες όποτε κι αν στηθούν. Συμφωνούν όμως σε κάτι: Ότι οι πολίτες που επανακάμπτουν στις κάλπες ύστερα από μια περίοδο αποχής, σπάνια το πράττουν για να ανανεώσουν τη θητεία μιας κυβέρνησης. Επανακάμπτουν γιατί επιθυμούν και προσβλέπουν σε μια πολιτική αλλαγή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Γεωργιάδης: Είμαι κατά της μείωσης των συντάξεων