Μερικά από αυτά -συνήθως- περιορισμένης παραγωγής πέρασαν στην ελίτ των δημιουργιών της αυτοκινητοβιομηχανίας, αποκτώντας δικαίως τον χαρακτηρισμό “supercar”.
Απόλυτες επιδόσεις, ξεχωριστή σχεδίαση συχνά με εκκεντρικές επιλογές και περιορισμένη παραγωγή που επιβάλει και το εξαιρετικά υψηλό κόστος αγοράς. Τα supercars αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία αυτοκινήτων και αποτελούν μια ελίτ που ελάχιστοι κατασκευαστές έχουν προσεγγίσει.
Η Alfa Romeo αποτελεί έναν από αυτούς, έχοντας το προνόμιο να είναι μία από τις μάρκες που παρά το ότι βασίζει την ύπαρξη της στη μαζική παραγωγή, ο χαρακτήρας της, η τεχνολογική καινοτομία της και βεβαίως οι επιτυχίες της στους αγώνες, της επέτρεψαν στην πορεία της να δημιουργήσει μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα supercars.
Από την 8C που ανέτρεψε τα δεδομένα στους αγώνες τη δεκαετία του 1930, την εκθαμβωτική 33 Stradale, στη συνέχεια τις εκκεντρικές Montreal και SZ/RZ και μέχρι τη νοσταλγική 8C Competizione αυτά είναι τα supercars της Alfa Romeo, τον οποίων τη λάμψη διατηρεί αναλλοίωτη το τμήμα Heritage της Stellantis.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η Alfa Romeo ήδη απολάμβανε εξαιρετική επιτυχία στους αγώνες, αλλά και στις πωλήσεις χάρη στη σειρά 6C.
Με βάση αυτή, η διοίκηση της μάρκας ζήτησε από τον ιδιοφυή μηχανικό Vittorio Jano να εξελίξει ένα ακόμα πιο δυνατό -και αυτή τη φορά 8κυλινδρο σε σειρά- σύνολο που θα εφοδίαζε μια σειρά πολυτελών αυτοκινήτων υψηλών επιδόσεων.
Η δημιουργία του νέου συνόλου δεν άργησε, αφού ένα χρόνο αργότερα ο Jano έχοντας ουσιαστικά προσθέσει δύο ακόμα κυλίνδρους στον κινητήρα της 6C, ανέβαζε τον κυβισμό στα 2.336 κ.εκ. δημιουργώντας ένα νέο θρύλο.
Η 8C 2300 ήταν γεγονός και παρά το ότι η χωρητικότητα του κινητήρα ήταν μόλις 30% μεγαλύτερη σε σχέση με εκείνον την 6C 1750, η απόδοση ήταν σχεδόν διπλάσια με 155 ίππους, αντί 85.
Η επιτυχία της 8C στους αγώνες ήρθε άμεσα, με τη νίκη του Tazio Nuvolari στο Targa Florio του 1931. Δεκάδες νίκες θα ακολουθούσαν στο Mille Miglia, τη Monza, αλλά και το θρυλικό Le Mans, όπου η ειδική για την περίσταση έκδοση 8C 2300 Le Mans ζύγιζε μόλις 1.000 κιλά και είχε τελική ταχύτητα άνω των 200χλμ./ώρα. Στον αγώνα του 1931 η Alfa Romeo κατέκτησε τη νίκη.
Την επόμενη χρονιά τις δύο πρώτες θέσεις, ενώ το 1933 ο θρίαμβος απέκτησε επικές διαστάσεις, με τις 8C 2300 Le Mans να καταλαμβάνουν και τις τρεις θέσεις του βάθρου, με το μοντέλο το 1934 να κατακτά ακόμα μια τελευταία νίκη. Ανάμεσα στις μόλις 188 8C 2300 που κατασκευάστηκαν, οι 9 ήταν της έκδοσης Le Mans, με μία να διασώζεται έως σήμερα από το τμήμα Heritage της Stellantis.
Αρχικά η Alfa Romeo προόριζε τη σειρά 8C αποκλειστικά για τους αγώνες, σύντομα όμως ξεκίνησε να πουλά το πλαίσιο και τα μηχανικά μέρη σε ιδιώτες που στη συνέχεια τα έντυναν με τη βοήθεια κατασκευαστών όπως οι Zagato, Carrozzeria Touring, Carrozzeria Castagna και Carrozzeria Pinin Farina. Ανάμεσα στους τυχερούς ιδιοκτήτες αυτού του supercar που γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες ήταν και η Βαρονέσα Maud Thyssen της οικογένειας Thyssen, o ιδρυτής της Piaggio, Andrea Piaggio και ο θρύλος των αγώνων, Tazio Nuvolari.
Η ιστορία της 33 Stradale ξεκινά επίσης μέσα από τους αγώνες. Η οικογένεια «33» γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 με στόχο να κυριαρχήσει στους αγώνες. Με το πέρασμα του χρόνου απέκτησε πολλά μέλη, τα περισσότερα καθαρόαιμα αγωνιστικά, ενώ μια σειρά πρωτοτύπων τόνισαν την προσαρμοστικότητα του μοντέλου, αλλά και τη δημιουργικότητα των σχεδιαστών.
Η 33 Stradale αναμφίβολα ήταν το πλέον κομψό και αριστοκρατικό δείγμα της οικογένειας, με την αποκάλυψή της τον Αύγουστο του 1967 να γοητεύει όσο τίποτα άλλο που είχε παρουσιαστεί στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας μέχρι τότε. Η αριστοτεχνική σχεδίασή της είναι δημιούργημα του Franco Scaglione από τη Φλωρεντία, ο οποίος χρησιμοποίησε όλες τις τεχνικές του γνώσεις και την αισθητική του τόλμη. Το αποτέλεσμα είναι ένα πραγματικό αριστούργημα στιλ, αεροδυναμικής απόδοσης και λειτουργικότητας.
Επίσης η 33 Stradale είναι και τεχνολογικά καινοτόμα, αφού για πρώτη φορά σε ένα αυτοκίνητο δρόμου οι πόρτες άνοιγαν προς τα πάνω, επιτρέποντας την ευκολότερη πρόσβαση σε ένα όχημα που το ύψος του δεν ξεπερνά το ένα μέτρο.
Το αμάξωμα αγκαλιάζει σχεδόν ασφυκτικά το ατσάλινο σωληνωτό πλαίσιο και τον δίλιτρο V8 ατμοσφαιρικό κινητήρα από αλουμίνιο και μαγνήσιο, με την αεροδυναμική σιλουέτα σε συνδυασμό με τους 230 ίππους του κινητήρα και το εξαιρετικά χαμηλό βάρος (περίπου 700 κιλά) να εξασφαλίζουν τελική ταχύτητα 260χλμ./ώρα και επιτάχυνση 0-100χλμ./ώρα σε 5,5 δευτερόλεπτα.
Μόλις 18 μοναδικές 33 Stradale γεννήθηκαν, κάθε μία λίγο διαφορετική αφού η κατασκευή τους ήταν χειροποίητη. Με έμφαση στις αναλογίες και τους όγκους, λιτές γραμμές και επιβλητική παρουσία που καθορίζει η κομψότητα και η ισορροπία και όχι ο εύκολος εντυπωσιασμός, η 33 Stradale είναι ένα πραγματικό supercar που αποτελεί διαχρονικό σύμβολο και τυπικό παράδειγμα της φιλοσοφίας της Alfa Romeo.
Η Montreal αποτελεί ένα μοναδικό δείγμα στην ιστορία των supercars της Alfa Romeo, από την άποψη ότι δεν γεννήθηκε μέσα από την αναζήτηση των απόλυτων επιδόσεων, αλλά μέσα από ένα άλλο πεδίο που διαπρέπει η μάρκα: το στιλ.
Το 1967, στη Διεθνή Έκθεση του Μόντρεαλ, οι διοργανωτές επέλεξαν την Alfa Romeo ανάμεσα σε όλους τους κατασκευαστές για να δημιουργήσει ένα αυτοκίνητο που θα εξέφραζε «την υψηλότερη προσδοκία του σύγχρονου ανθρώπου όσον αφορά στην αυτοκίνηση».
Στο στούντιο του Bertone, ακόμα μια ιδιοφυία του Design, ο 29χρονος τότε Marcello Gandini σχεδίασε ένα χαμηλό, κομψό και με αεροδυναμικές γραμμές coupé.
Η πρωτοτυπία του σχεδίου σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στη χαμηλή εμπρός μάσκα και το καπό που κάλυπτε εν μέρει τα φωτιστικά σώματα κάτω από μια σειρά «βλεφαρίδες», οι οποίες εκτός των άλλων βελτίωναν την αεροδυναμική απόδοση. Το έντονα κεκλιμένο παρμπρίζ, οι σχήματος “L” πόρτες και οι έξι εισαγωγές αέρα στις πίσω κολόνες αποτελούσαν μερικά από τα σχεδιαστικά στοιχεία που εξελίχθηκαν σε πραγματικό θρύλο για το χώρο του σχεδιασμού αυτοκινήτων.
Στο αυτοκίνητο παραγωγής για την τοποθέτηση του V8 κινητήρα από την 33 Stradale, ο Marcello Gandini αναγκάστηκε να ψηλώσει το καπό, χωρίς όμως να «βλάψει» την αισθητική αρτιότητα της αρχικής του δημιουργίας.
Την περίοδο 1970 – 1977 συνολικά κατασκευάστηκαν 3.925 Montreal, με το πλέον πολυπληθές supercar της Alfa Romeo να συνεχίζει μέχρι σήμερα να γοητεύει με την φουτουριστική του προσέγγιση πάνω στο θέμα της απόδοσης.
H S.Z. σχεδιάστηκε για να τραβήξει την προσοχή και αυτό δεν το έκρυβε. Χαμηλή, με σφηνοειδή μορφή και εξαιρετικά ψηλά την γραμμή στο προφίλ που χωρίζει τις γυάλινες επιφάνειες από τις μεταλλικές (beltline), η S.Z. ήταν το αποτέλεσμα ενός φιλόδοξου προγράμματος με τίτλο ES30 (“Experimental Sportcar 3.0 litre”).
Η παραγωγή του μοντέλου -το πρώτο που κατασκευάστηκε με τη χρήση συστημάτων CAD/CAM (computer aided design/manufacturing) ανατέθηκε στην καροσερία Zagato, απ’ όπου προήλθε και το τελικό όνομα S.Z. (Sprint Zagato). Το αμάξωμα από συνθετικά υλικά έντυνε τον θρυλικό V6 “Busso” που εφοδίαζε και την 75 3.0i Quadrifoglio Verde του 1987.
Για την περίσταση η απόδοση έφτανε του 207 ίππους, οι οποίοι έφταναν στους πίσω τροχούς μέσω ενός 5ταχυτου κιβωτίου τοποθετημένου πριν τον πίσω άξονα.
Η συνολική παραγωγή σχεδόν 1.000 μονάδων συμπεριλάμβανε και την εξίσου ξεχωριστή και πιο σπάνια R.Z. (Roadster Zagato).
Οι S.Z./R.Z. θεωρούνται πραγματικά supercars, όχι μόνο λόγω των επιδόσεων ή και των καινοτόμων τεχνολογιών που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη σχεδίαση και παραγωγή τους, αλλά γιατί κατάφεραν να προκαλούν σε κάθε εμφάνισή τους.
Επίσης σε επίπεδο σχεδίασης μπορεί κανείς να δει μέχρι και σήμερα την επιρροή τους μέσα από τη νέα φωτεινή υπογραφή των 3+3 φωτιστικών σωμάτων που χαρακτηρίζουν την Tonale, αλλά και τις νέες Giulia και Stelvio.
8C Competizione: Το πνεύμα της μυθικής 33 Stradale σε επίπεδο αισθητικής είναι περισσότερο από εμφανές στην 8C Competizione, παρά τα χρόνια που τις χωρίζουν και τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές τους.
Η 8C Competizione είναι ένα supercar που ακολουθεί τη διάταξη, κινητήρας εμπρός – κίνηση πίσω, με τη δύναμη να μεταφέρεται μέσω ενός τοποθετημένου πριν το πίσω διαφορικό κιβωτίου ταχυτήτων (transaxle).
Η παρουσίαση της πρωτότυπης 8C Competizione στην έκθεση αυτοκινήτου της Γενεύης το 2003 δεν άφησε κανέναν ασυγκίνητο, επιβάλλοντας στην ουσία στη μάρκα να προχωρήσει με την περιορισμένη παραγωγή του μοντέλου που σχεδίασε ο τότε επικεφαλής του Centro Stile Alfa Romeo, Wolfgang Egger.
Οι μόλις 500 μονάδες κατασκευάστηκαν στο εργοστάσιο της Maserati στη Modena -όπως θα συνέβαινε λίγα χρόνια αργότερα και με την 4C- με το αυτοκίνητο να αποτελεί ένα μίγμα εξωτικών συστατικών.
Το πλαίσιο προερχόταν από την Dallara, το σύστημα πέδησης με επιρροές από την Formula 1 είχε την υπογραφή της Brembo, ενώ η Sparco κατασκεύαζε τα πανέμορφα καθίσματα από ανθρακονήματα με τη δερμάτινη επένδυση. Ακόμα ένα σημείο που δικαιολογούσε απόλυτα τον χαρακτηρισμό “supercar” ήταν ατμοσφαιρικός V8 κινητήρας με την υπογραφή της Ferrari.
Οι 450 ίπποι έδιναν τελική ταχύτητα σχεδόν 300χλμ./ώρα στην 8C Competizione και επιτάχυνση 0-100χλμ./ώρα σε λιγότερο από 4 δευτερόλεπτα.
Η επιτυχία της 8C Competizione οδήγησε στη δημιουργία και της ανοικτής έκδοσης, 8C Spide που επίσης κατασκευάστηκε σε 500 μονάδες.
Με αντίστοιχα μηχανικά μέρη οι επιδόσεις ήταν εξίσου καταιγιστικές και παρά την ελαφρώς μικρότερη τελική ταχύτητα, η 8C Spider δεν είχε καθόλου λιγότερη γοητεία από την «αδερφή» της με την κλειστή οροφή.
Διαβάστε επίσης:
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Fitch: Επιβεβαίωσε το BBB- της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% το 2025
- Γιατί ο Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας – Στήριξε τον Σαμαρά
- Πραγματική φοβέρα ή προετοιμασία για ανακωχή;
- Χρηματιστήριο: Repricing των τραπεζών, αγορές σε μετοχές με μερισματική απόδοση φέρνει η πτώση των επιτοκίων κατά 0,50% από την ΕΚΤ