Ύστερα από μια τραυματική χρονιά, όπου ακόμα και οι κορυφαίοι των αγορών διαψεύστηκαν, οι αναλυτές παραμένουν επιφυλακτικοί για το 2023.

Οι μετοχές παγκοσμίως επιβίωσαν από σερί sell-off, αποδείχθηκαν ανθεκτικές όμως στο να μην καταγράψουν χειρότερες επιδόσεις από το 2008. Στο παιχνίδι των προβλέψεων, οι περισσότεροι αναλυτές εμφανίζονται απαισιόδοξοι, προβλέποντας μία καλύτερη πορεία προς το τέλος του έτους, ενώ οι επενδυτές ποντάρουν σε μεταστροφή της Fed.

Οι απαισιόδοξοι

Η Μorgan Stanley και ο κορυφαίος αναλυτής (ο μοναδικός που προέβλεψε τη κατάρρευση για το 2022) Μάικ Ουίλσον, παραμένει «αρκούδα» και για το 2023 προειδοποιώντας ότι η βουτιά δεν έχει ολοκληρωθεί στους παγκόσμιους δείκτες.

Ιδίως οι πρώτοι μήνες του 2023 αναμένεται να είναι οι χειρότεροι, με τον Ουίλσον να αναμένει βουτιά κατά 24%, δηλαδή πτώση στις 3.000 με 3.300 μονάδες στον S&P 500.

Αυτό οφείλεται κυρίως σε ύφεση στα εταιρικά κέρδη, για τα οποία οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι δεν θα διατηρήσουν την ανθεκτικότητά τους και το νέο έτος, πλήττοντας τις μετοχές.

Η ύφεση εντός του 2023 παραμένει ένα ισχυρό σενάριο για τη Morgan Stanley, όπως και για τους περισσότερους οικονομολόγους, παρά την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει η οικονομία.

«Η bear market δεν έχει τελειώσει», είπε ο Ουίλσον. «Έχουμε κι άλλα χαμηλότερα…  χαμηλά, εάν η πρόβλεψή μας για τα κέρδη είναι σωστή».

Αδύναμα κέρδη

Ο Ουίλσον βλέπει τον S&P 500 να κλείνει στο τέλος του 2023 κοντά στις 3.900 μονάδες, αλλά μέχρι τότε θα είναι μία «άγρια διαδρομή», όπως περιέγραψε, κάνοντας λόγο για «μεγαλύτερο πόνο» στους επενδυτές και όχι μόνο στις μετοχές τεχνολογίας.

Παρόμοια εκτίμηση έχει και η Bank of America, που αναφέρει ότι η βουτιά 24% είναι πιθανή, αποδίδοντάς την στα κέρδη. Για την ΒοfA υπάρχουν και μία ακόμα παράμετρος: η ποσοτική σύσφιξη από τη Fed θα «στεγνώσει» την αγορά από μετρητά και ρευστότητα.

Ο κίνδυνος για την αμερικάνικη τράπεζα αφορά περισσότερο τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες και όχι τόσο τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Αναμένει πάντως στο τέλος του 2023 μια «αναπήδηση» των δεικτών με τον S&P να φτάνει ακόμα και τις 4.000 μονάδες.

Ενδείξεις για μία καλύτερη χρονιά

Τα μέχρι πρότινος ανθεκτικά κέρδη έχουν κινητοποιήσει τις εταιρείες, ώστε να διατηρήσουν τον ρυθμό ανάπτυξης με κάθε δυνατό τρόπο. Μέσα στο 2022 πραγματοποίησαν αγορές ιδίων μετοχών αξίας 1 τρις δολαρίων.

Σύμφωνα με τη Goldman Sachs, οι εταιρείες δεν θα ακολουθήσουν τον ίδιο ρυθμό, όμως θα επιχειρήσουν να διατηρήσουν ένα μέρος αυτής της δυναμικής.

Πολλοί επενδυτές βλέπουν πολλούς λόγους για αισιοδοξία μέσα στο 2023, πιστεύοντας στους νόμους της στατιστικής και της ιστορίας των αγορών. Ο S&P 500 σχεδόν πάντα πέφτει πριν από την οικονομία και οι αποδόσεις πριν από το τέλος της ύφεσης μπορεί να είναι εκρηκτικές, εφόσον επιβεβαιωθούν τα σενάρια για μία παγκόσμια ύφεση.

Με τον S&P 500 να κλείνει το 2022 στις 3.839 μονάδες, οι περισσότεροι αναλυτές βλέπουν μέσα σ’ ένα χρόνο η μέση τιμή να είναι οι 4.000 μονάδες.

Βέβαια, μεμονωμένα οι απόψεις διίστανται με κάποιους να κάνουν λόγο για χαμηλό 3.400 μονάδων στο τέλος του 2023 και άλλους να τοποθετούν τον πήχη ιδιαίτερα ψηλά στις 4.500 μονάδες.

Σενάρια για ήπια ύφεση

Το ενδεχόμενο μιας ήπιας ύφεσης θα φέρει αστάθεια στις αγορές, η οποία όμως δεν θα κρατήσει μέχρι το τέλος της χρονιάς. Σύμφωνα με τον Bankim Chadha της Deutsche Bank, o S&P 500 θα κλείσει το 2023 17% υψηλότερα από το κλείσιμο του 2022. Προβλέπει άνοδο στο πρώτο τρίμηνο που θα συμπαρασύρει και τις μετοχές τεχνολογίας και επιστροφή στα υψηλά τους μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, θα υπάρξει ήπια ύφεση που θα διαρκέσει μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2023.

Για τους αναλυτές της Nomura, η Fed είναι πιθανό να ανατρέψει την σκληρή πολιτική της στα επιτόκια μέσα στο 2023.

Σε αυτό πόνταραν πολλοί επενδυτές μέσα στο 2022, με τη Fed να τους διαψεύδει συστηματικά. Συνεχίζει πάντως ένα μεγάλο μέρος αυτών να υποστηρίζει ότι στο δεύτερο εξάμηνο του 2023, η Fed θα πατήσει φρένο καθώς θα βλέπει τον πληθωρισμό να υποχωρεί.

Ο επικεφαλής της Τζερόμ Πάουελ μέχρι στιγμής δεν έχει κάνει καμία δήλωση που να υποδεικνύει αυτή τη μεταστροφή, όμως για τους αναλυτές της Νοmura, Rob Dent και Aichi Amemiya, υπάρχει ο παράγοντας της πολιτικής.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν παρενέβη καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022, την ώρα που η κεντρική τράπεζα αύξησε το βασικό επιτόκιο δανεισμού σε ένα εύρος στόχου από 4,25 έως 4,5 τοις εκατό από σχεδόν μηδενικό  πριν από ένα χρόνο.

«Αυτή η σιωπή θα μπορούσε να τερματιστεί απότομα, ιδιαίτερα εάν η επιθετική νομισματική πολιτική αναγκάσει τους εργοδότες να περικόψουν θέσεις εργασίας», αναφέρουν.

Διαβάστε επίσης:

Barclays: Τα τρία στοιχεία που θα καθορίσουν τις προοπτικές του 2023