Περιεχόμενα
Το 2016 δημοσίευσα τον “Δείκτη Ισχύος Γλωσσών”, ένα ερευνητικό σημείωμα σχετικά με την αποτελεσματικότητα των γλωσσών. Πρόκειται για μια συστηματική ανάλυση δεδομένων που χρησιμοποιεί 20 δείκτες για να συγκρίνει την επιρροή των γλωσσών του κόσμου. Προσπάθησε να απαντήσει στην ερώτηση: ποια γλώσσα εξυπηρετεί καλύτερα ένα άτομο για να συμμετάσχει στη ζωή από μια παγκόσμια προοπτική;
Ο δείκτης σχεδιάστηκε ως ένα βασικό μέτρο, που σημαίνει ότι το αποτέλεσμα, ένας αριθμός που κυμαίνεται από το μηδέν (λιγότερο ισχυρή) έως ένα (πιο ισχυρή), όχι μόνο κατατάσσει τις γλώσσες, αλλά δείχνει και το βαθμό στον οποίο είναι περισσότερο ή λιγότερο ισχυρές η μία από την άλλη.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο δείκτης έδειξε πως τα αγγλικά, με βαθμολογία 0.889, είναι τα πιο ισχυρά. Είναι η lingua franca του κόσμου. Στη δεύτερη θέση είναι τα μανδαρινικά κινέζικα στο 0,411. Άρα, τα αγγλικά δεν είναι μόνο η πιο ισχυρή γλώσσα, αλλά είναι περισσότερο από δύο φορές πιο ισχυρή απ’ όσο ο πλησιέστερος ανταγωνιστής της.
Ωστόσο, ακόμη και με ένα τέτοιο κυρίαρχο σκορ, ο δείκτης πιθανώς υποτίμησε τη δύναμη της γλώσσας του Σαίξπηρ. Για παράδειγμα, τα επίσημα στοιχεία συχνά δε συνυπολογίζουν το γεγονός ότι τα αγγλικά είναι σχεδόν παγκοσμίως η δεύτερη γλώσσα στις περισσότερες χώρες. Στη σημερινή κοινωνία, ο όρος “δίγλωσσος” θεωρείται συνήθως ότι σημαίνει ευχέρεια στην εγχώρια γλώσσα και στα αγγλικά.
Έτσι, όταν συναντιούνται για πρώτη φορά ξένοι από διαφορετικές χώρες, ενστικτωδώς ζητάς από την άλλη πλευρά αν μιλά αγγλικά. Ομοίως, τα αγγλικά είναι συχνά το μέσο που χρησιμοποιείται για τη διδασκαλία μιας δεύτερης γλώσσας σε μια ομάδα διαφορετικών ξένων. Επιπλέον, τα αγγλικά είναι μια γλώσσα λατινικής γραφής, που καθιστά ευκολότερη την εκμάθησή της για την πλειοψηφία του κόσμου.
Σε ορισμένες περαιτέρω έρευνες για την αποτελεσματικότητα των γλωσσών, η κυριαρχία των αγγλικών επιβεβαιώνεται ότι είναι πιο εμφανής από ό, τι αποδείχθηκε αρχικά. Πράγματι, όταν έφτασα να δημιουργήσω τον δείκτη, υπήρχαν πολλές σημαντικές προκλήσεις κατά την κατασκευή του, καθώς συχνά υπάρχει μια ατελής χαρτογράφηση μεταξύ των γλωσσών και των ενδείξεων του δείκτη.
Για παράδειγμα, τα πανεπιστήμια (τα οποία αποτελούν μέρος του δείκτη) μπορούν να λειτουργούν σε μια άλλη γλώσσα εκτός από την (τις) αρχική (-ες) γλώσσα (-ες).Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους παγκόσμιους και τους αφιερωμένους στην έρευνα οργανισμούς. Τα πανεπιστήμια μπορούν επίσης να προσφέρουν προγράμματα ή πτυχία στα αγγλικά για να προσελκύσουν ένα διεθνές φοιτητικό σώμα. Πανεπιστήμια αποκλειστικά σε αγγλική γλώσσα μπορούν να βρεθούν ακόμη και σε χώρες που δεν είναι αγγλόφωνες.
Στην πραγματικότητα, δεδομένης της κυριαρχίας της αγγλικής ως γλώσσας της επιστήμης, των επιχειρήσεων και της έρευνας, είναι σύνηθες σε πολλές περιπτώσεις η εθνική γλώσσα να χρησιμοποιείται για συνομιλίες “κουζίνας”, ενώ οι επαγγελματικές αλληλεπιδράσεις να είναι στα αγγλικά.
Η περίπτωση της Αρούμπα
Υπάρχουν δύο επίσημες γλώσσες στην Αρούμπα, ένα μικρό ανεξάρτητο νησιωτικό κράτος στην Καραϊβική που ανήκει στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Η papiamento, μια αφρο-πορτογαλική κρεολική γλώσσα, είναι η κατά πλειοψηφία ευρύτερα ομιλούμενη γλώσσα και έχει αναγνωριστεί από το 2003.
Η ολλανδική, η γλώσσα των αποικιοκρατών, είναι η άλλη επίσημη γλώσσα. Μολονότι ομιλείται μόνο από το 6% του πληθυσμού ως μητρική γλώσσα, είναι η μοναδική γλώσσα της κυβέρνησης και αποτελεί τη βασική γλώσσα διδασκαλίας στο σχολείο. Δεδομένης της γεωγραφικής της θέσης, η ισπανική λειτουργεί ως βασικό μέσο αλληλεπίδρασης στο νησί. Στην πραγματικότητα, αριθμεί πάνω από δύο φορές περισσότερους φυσικούς ομιλητές σε σχέση με τα ολλανδικά.
Αν και τα αγγλικά είναι η μητρική γλώσσα του μόλις 7% του νησιού, η πλειοψηφία των τουριστών προέρχονται από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, τα αγγλικά χρησιμοποιούνται ως μέσο επικοινωνίας από τους περισσότερους τουρίστες, με την πιθανή εξαίρεση εκείνων που προέρχονται από ισπανικά ή ολλανδόφωνα περιβάλλοντα.
Εφαρμόζοντας μια τροποποιημένη μορφή του Δείκτη Ισχύος για να εξακριβωθεί η τοπική δυναμική εξουσίας των κοινών γλωσσών στην Αρούμπα, αποδεικνύεται ότι τα αγγλικά είναι τα πιο ισχυρά.
Η περίπτωση του Μόντρεαλ
Η πόλη του Μόντρεαλ είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη, κυρίως γαλλόφωνη πόλη στον κόσμο μετά το Παρίσι. Τα γαλλικά είναι η μητρική γλώσσα των δύο τρίτων της πόλης. Πάνω από το 90% των κατοίκων είναι σε θέση να μιλούν στη γλώσσα του Μολιέρου. Η αγγλική γλώσσα είναι η μητρική γλώσσα του 13% του Μόντρεαλ.
Παρόλο που η αγγλική είναι επίσημη γλώσσα του Καναδά, δεν έχει καθεστώς στην επαρχία του Κεμπέκ ή στην πόλη του Μόντρεαλ, όπου αναγνωρίζονται μόνο τα γαλλικά. Ωστόσο, ο περιορισμός στα αγγλικά δεν την εμπόδισε να είναι μια ενεργή γλώσσα για το 60% της πόλης. Επιπλέον, η πλειοψηφία των επισκεπτών και των προσωρινών κατοίκων της πόλης λειτουργεί στα αγγλικά. Για παράδειγμα, το Πανεπιστήμιο McGill είναι αγγλικό πανεπιστήμιο και προσελκύει σχεδόν τα δύο τρίτα του φοιτητικού του σώματος εκτός της επαρχίας.
Ο υπολογισμός ενός τροποποιημένου Δείκτη Ισχύος για την ευρύτερη περιοχή του Μόντρεαλ δείχνει ότι, παρά την προστασία της γαλλικής γλώσσας και την έλλειψη καθεστώτος για την αγγλική γλώσσα, η γλώσσα του Σαίξπηρ είναι ανταγωνιστική.
Κυριαρχία χωρίς καθεστώς
Η αγγλική δεν κυριαρχεί μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά μπορεί να κυριαρχεί σε τοπικό επίπεδο σε σχέση με την εγχώρια γλώσσα. Αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και όταν η αγγλική δεν έχει νομική ή επίσημη ιδιότητα ή μετράει λίγα βασικά στοιχεία που υποδηλώνουν ισχυρή αγγλόφωνη κοινότητα ή υποδομή.
Καταστάσεις όπως αυτή του Ντουμπάι, όπου τα αγγλικά λειτουργούν ως lingua franca, ακόμη και όταν η πλειονότητα του πληθυσμού δεν τα μιλάει ως μητρική γλώσσα, δεν είναι καθόλου σπάνιες. Σε ποικίλα διεθνή περιβάλλοντα, η προεπιλογή σήμερα είναι να μιλάει κανείς αγγλικά.
Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής που επιθυμούν να προστατεύσουν την (τις) γλώσσα (-ες) τους πρέπει συνεπώς να λάβουν υπόψη τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η αγγλική γλώσσα στο να γίνει η de facto γλώσσα επικοινωνίας, ακόμη και με την παρουσία νόμων για την προστασία της εθνικής γλώσσας και παρά την απουσία αξιόλογης αγγλόφωνης κοινότητας. Ακόμη και όταν η εθνική γλώσσα είναι ισχυρή, το βάρος της αγγλικής γλώσσας μπορεί να είναι μεγάλο – οπότε η απειλή κατά των μικρότερων γλωσσών είναι ακόμη μεγαλύτερη.