Η κλιματική αλλαγή θα πλήξει τις οικονομίες των χωρών, είτε είναι πλούσιες είτε φτωχές, θερμές ή ψυχρές μέχρι το έτος 2100, ανέφεραν οικονομολόγοι σε μια νέα έκθεση, καταρρίπτοντας την αντίληψη ότι οι φτωχές, θερμές χώρες θα υποφέρουν περισσότερο σε έναν θερμαινόμενο πλανήτη.

Οι ερευνητές που εξέτασαν δεδομένα από 174 χώρες σε βάθος 50 ετών διαπίστωσαν ότι οι συνεχείς αλλαγές θερμοκρασίας πάνω ή κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο μιας χώρας επηρέασαν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη, ανεξάρτητα από το πόσο θερμή είναι μια χώρα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εμφανίσουν απώλεια 10% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) χωρίς σημαντική αλλαγή πολιτικής.

«Στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφηκε η πιο ζεστή μέρα όλων των εποχών πριν από λίγες ημέρες και οι υποδομές σταμάτησαν», δήλωσε ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Cambridge, Kamiar Mohaddes, στο Thomson Reuters Foundation την Τρίτη.

«Τα τρένα δε λειτουργούν, οι άνθρωποι δεν αντέχουν, και ως εκ τούτου η παραγωγικότητα και η οικονομική ανάπτυξη πέφτει».

Οι μελέτες έχουν επικεντρωθεί συχνά σε βραχυχρόνιες καταστροφές σε φτωχές και θερμές χώρες, αλλά η έκθεση έδειξε ότι ο πλούτος και οι ψυχρότερες θερμοκρασίες δεν προστατεύουν από τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εάν δεν υιοθετηθούν σημαντικές αλλαγές πολιτικής.

Σε ένα σενάριο όπου οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν την κλιματική αλλαγή δε μειωθούν δραστικά, οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες θα αυξηθούν κατά 4 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100.

Αυτό θα προκαλούσε απώλεια πάνω από 7% του παγκόσμιου κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ανέφερε η μελέτη που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα από το αμερικανικό Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό οικονομικών ερευνών.

Η συμφωνία του Παρισιού του 2015, ένα παγκόσμιο σύμφωνο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής που υποστηρίχθηκε από σχεδόν 200 χώρες, στοχεύει να διατηρήσει την αύξηση της θερμοκρασίας της Γης αρκετά κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, επιδιώκοντας αύξηση 1,5 βαθμών.

Αλλά ακόμη και αυτό θα απαιτούσε μια ριζική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που προκαλούν την κλιματική αλλαγή, όπως διαπίστωσε μια έκθεση-ορόσημο των Ηνωμένων Εθνών πέρυσι.

Η έρευνα των οικονομολόγων επικεντρώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω των ποικίλων κλιματικών συνθηκών της και διαπίστωσε ότι η παραβίαση των στόχων του Παρισιού θα επηρέαζε βιομηχανίες από τη μεταποίηση έως τη γεωργία, κοστίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες πάνω από το 10% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

«Το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό θα είναι φτωχότερο», δήλωσε ο Mohaddes και σημείωσε ότι άλλες βιομηχανοποιημένες χώρες θα μπορούσαν να επηρεαστούν παρομοίως.

Ο Καναδάς, ο οποίος θερμαίνεται δύο φορές πιο γρήγορα από τον υπόλοιπο κόσμο, θα μπορούσε να αναμένει απώλεια εισοδημάτων κατά 13%, ενώ η Ελβετία θα μπορούσε να δει μείωση κατά 12% και η Ινδία θα έβλεπε μία μείωση κατά 10% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

Αλλά η τήρηση των στόχων της Συμφωνίας των Παρισίων θα μπορούσε να κρατήσει τις απώλειες στις Ηνωμένες Πολιτείες κάτω από το 2%, ανέφερε η έκθεση.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τράμμ δεσμεύθηκε τον Ιούνιο του 2017 να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη διεθνή συμφωνία, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στην προσπάθεια να επηρεαστεί η κλιματική αλλαγή. Το νωρίτερο που θα μπορούσε να συμβεί αυτό είναι τον Νοέμβριο του 2020.

Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι, ενώ ορισμένες χώρες ενδέχεται να προσαρμοστούν στην αλλαγή του κλίματος, είναι απίθανο να ενεργήσουν εγκαίρως για να αποτρέψουν όλες τις αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομίες τους.

«Πρέπει να έχουμε πολύ ισχυρότερο μετριασμό», δήλωσε ο Mohaddes. «Εάν παραμείνουμε δεσμευμένοι στο Παρίσι, οι απώλειες θα είναι σημαντικά χαμηλότερες. Δεν είναι πολύ αργά».

Ερευνητές από τα πανεπιστήμια του Cambridge, της Νότιας Καλιφόρνιας, το Johns Hopkins και το Εθνικό Πανεπιστήμιο Tsing hua στην Ταϊβάν, καθώς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συνέβαλαν στην έκθεση.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο world economic forum.org, σε συνεργασία με το Thomson Reuters Foundation trust.org, και συγγραφέας είναι η Kate Ryan