Η τουρκική προκλητικότητα της κλιμακούμενης έντασης των σχέσεων με την Ελλάδα ξαναφέρνει στον αφρό της μνήμης το πολυσυζητημένο… πολεμικό θεώρημα του «πρώτου πλήγματος», ως αποφασιστικής κίνησης για την προάσπιση της εθνικής μας κυριαρχίας. Ένα θεώρημα που διατυπώθηκε πριν από 22 χρόνια από τον ευρυμαθή Έλληνα στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος, λίγους μήνες μετά, έφυγε αιφνιδίως από τη ζωή.

Ο ίδιος πάντως και μπροστά στις αντιδράσεις που εξ αρχής προκάλεσαν οι «αιρετικές» απόψεις του, για τις οποίες μάλιστα ορισμένοι τον χαρακτήρισαν πολεμοκάπηλο, είχε σπεύσει να δώσει τη δική του εξήγηση. Τονίζοντας ότι «το πρώτο πλήγμα δεν είναι παρά η προσπάθεια να χτυπήσεις ένα χέρι στον αέρα, που πάει να σε μαχαιρώσει…».

Αν μη τι άλλο, το ζήτημα είναι από μόνο του «καυτό» και εξ αντικειμένου δεν χωρούν βερμπαλισμοί και επιδερμικές αναγνώσεις. Μπορεί όμως να λειτουργήσει σαν «εργαλείο κριτικής σκέψης», μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της πολυσυλλεκτικής πληροφόρησης.

Το πόνημα Κονδύλη γράφτηκε το 1998 στα Γερμανικά, αλλά το βιβλίο κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1997 από τις εκδόσεις «Θεμέλιο» και με τίτλο «Θεωρία του Πολέμου».

Στην ελληνική έκδοση προστέθηκε ένα επίμετρο 31 σελίδων, στο οποίο πραγματεύθηκαν οι «γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου».

Βασικός κορμός των απόψεων Κονδύλη είναι το γεγονός ότι η Τουρκία αναπτύσσεται ταχύτερα, δημογραφικά και στρατιωτικά, έναντι της Ελλάδος.

Επίσης, μέσα στο γενικότερη αξιολόγηση του γεωπολιτικό δυναμικού, η Τουρκία διαθέτει κατά βάση πιο συμπαγή εδάφη, σε αντίθεση με τη χώρα μας που έχει κατακερματισμένη μορφολογία, με πολλά νησιά και αρκετές λωρίδες γης.

Με βάση πάντα την οπτική του Παναγιώτη Κονδύλη και τις όποιες αιρέσεις μπορεί να διατυπώνονται επ’ αυτής: Η Τουρκία μπορεί να κινηθεί στοχευμένα, να καταλάβει ένα ελληνικό κομμάτι και να επιδιώξει να δημιουργήσει τετελεσμένα. Από ελληνικής πλευράς, η δέουσα απάντηση είναι να αναζητήσει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθμισμα των δικών της απωλειών είτε ως αντάλλαγμα σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Με τη λογική αυτή, η Ανατολική Θράκη θεωρείται η πρώτιστη δυνατότητα αξιόλογης κατάκτησης εδαφών από την Ελλάδα. Με εναλλακτικές επιλογές, τις καταλήψεις της Ίμβρου ή της Τενέδου…

Τα περί μαζικού πρώτου χτυπήματος

Ακτινογραφώντας μάλιστα τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει έναν πόλεμο κατά της Τουρκίας, ο Παναγιώτης Κονδύλης φρόντισε να δώσει έμφαση στο πρώτο χτύπημα. Η καταγεγραμμένη, δική του συλλογιστική είναι σε αδρές γραμμές η ακόλουθη:

«Μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας η ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια «πολεμοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων…

Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αμυντικό δόγμα», εννοεί ότι, φοβούμενη μήπως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέμου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου (μαζικού) πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της και εκ προοιμίου την καταδίκη της…

Πρώτο πλήγμα, με τη στρατηγική σημασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισμός που πέφτει κατά το πρώτο «θερμό επεισόδιο» μιας πολεμικής αντιπαράθεσης. Είναι μια συντονισμένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων προς εκμηδένιση των ζωτικών σημείων του εχθρικού πολεμικού δυναμικού, ιδίως όσων εμφανίζονται κρίσιμα μέσα στη δεδομένη συγκυρία. Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού «θερμού επεισοδίου», αλλά και πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση. Το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγματος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρμόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέμενος με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου…

Αλλωστε, από στρατιωτική άποψη, η καθαρά αμυντική διεξαγωγή πολέμου στερείται νοήματος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναμε στα σοβαρά, θα σήμαινε ότι ο επιτιθέμενος μπορεί να κάνει ότι θέλει ατιμώρητα, διατρέχοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προετοιμασθεί για να ξαναδοκιμάσει. Καμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος.»

Οι «αιρετικές» απόψεις για τις εξελίξεις

Ο Παναγιώτης Κονδύλης εφιστά πάντως την προσοχή, τονίζοντας πως δεν υποστηρίζει ότι η Ελλάδα είναι σε θέσει να κάνει ή ότι όντως θα επιχειρήσει το πρώτο πλήγμα. Όλα αυτά είναι, όπως αναφέρει, συνάρτηση πολλών παραγόντων και δεν συνιστούν κάποια έμμεση παρότρυνση να ξεκινήσει κανείς πόλεμο από λεβεντιά και στα καλά καθούμενα… «Σημαίνει μόνον ότι αν ένας εμπόλεμος διαθέτει επαρκή μέσα για ένα καίριο πρώτο πλήγμα, πρέπει να το χρησιμοποιήσει, εφόσον θέλει να κερδίσει έναν πόλεμο…».

Ανεξάρτητα από το πώς ακούγονται όλα αυτά, είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά, ένας σύγχρονος έλληνας διανοούμενος αποφάσισε να αποτυπώσει στο χαρτί τέτοιου είδους σκέψεις πολεμικής στρατηγικής. Φυσικά από τη σκοπιά της υποκειμενικότητας και με ότι αυτό μπορεί να κληροδοτείται στο αναγνώστη.

Πέραν των όσων αφορούν το «πρώτο πλήγμα», η «ρητορική» Κονδύλη γίνεται ακόμη οξύτερη, καθώς ορισμένα από τα γραφόμενά του, εξακοντίζονται σαν ιοβόλα βέλη, ακόμη και 22 χρόνια μετά. Διότι όπως αναφέρει: «Στο βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αυγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμη ηδονικότερη… Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ότι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης, κάτω από την πίεση του υπέρμετρου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη ατμόσφαιρα», «υπέρβαση του εθνικισμού» και εξευρωπαϊσμό»… Η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για το οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια… Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα, τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους…».

Αν όλα αυτά ηχούν σκληρά, ή ενδεχομένως και προκλητικά, εκείνος έτσι τα έβλεπε. Ίσως και γι’ αυτό δεν δίστασε, τον Νοέμβριο του 1997, να γράψει επίσης το αναμφίβολα ακραίο. Ότι δηλαδή βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας μας. Υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη…