Στα τέλη του 1933, ο John Maynard Keynes έστειλε μια αξιοσημείωτη ανοιχτή επιστολή στον Αμερικανό πρόεδρο Franklin Delano Roosevelt (FDR). O FDR είχε αναλάβει τα καθήκοντά του νωρίτερα εκείνο το έτος, εν μέσω οικονομικής ύφεσης που είχε στείλει το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού στην ανεργία. Είχε ξεκινήσει τις φιλόδοξες πολιτικές του New Deal, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων δημοσίων έργων, των γεωργικών επιδοτήσεων, της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα και των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της εργασίας. Είχε επίσης αποσύρει τις ΗΠΑ από τον χρυσό κανόνα για να δώσει στην εγχώρια νομισματική πολιτική μεγαλύτερο περιθώριο ελευθερίας.
Ο Keynes ενέκρινε τη γενική κατεύθυνση αυτών των πολιτικών, αλλά είχε και μία αυστηρή κριτική. Ανησυχούσε ότι ο FDR περιέπλεκε την προσπάθεια οικονομικής ανάκαμψης με το να διευρύνει άσκοπα την ατζέντα πολιτικών του. Ο FDR έκανε πολύ λίγα πράγματα για να αυξήσει τη συνολική ζήτηση και υπερβολικά πολλά για να αλλάξει τους κανόνες της οικονομίας. Ο Keynes έβαλε στο στόχαστρό του συγκεκριμένα τον Εθνικό Νόμο Βιομηχανικής Ανάκαμψης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, επέκτεινε σημαντικά τα εργασιακά δικαιώματα και προστάτευε τα ανεξάρτητα συνδικάτα. Ανησυχούσε ότι ο νόμος θα αποδυνάμωνε την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και θα επιβάρυνε την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία, χωρίς να συμβάλλει άμεσα στην ανάκαμψη. Αναρωτιόταν αν κάποια από τις συμβουλές που είχε λάβει ο FDR «δεν είναι ανόητη και τρελή».
Ο Κeynes δεν συμφωνούσε πολύ με τα οικονομικά του FDR, αλλά τουλάχιστον ήταν συμπονετικός επικριτής. Επειδή ένα μεγάλο μέρος του Νέας Deal έπληξε την επικρατούσα οικονομική ορθοδοξία, οι πολιτικές του FDR δεν είχαν πολλή στήριξη από τους κορυφαίους οικονομολόγους της εποχής. Για παράδειγμα, όπως εξηγεί ο Sebastián Edwards στο συναρπαστικό πρόσφατο βιβλίο του American Default, η κυρίαρχη άποψη μεταξύ των οικονομολόγων ήταν ότι το σπάσιμο της σύνδεσης του δολαρίου με τον χρυσό θα δημιουργούσε χάος και αβεβαιότητα. Ο μόνος πραγματικός οικονομολόγος μεταξύ των συμβούλων του FDR ήταν ο Rexford Tugwell, ένας ελάχιστα γνωστός 41χρονος καθηγητής του Columbia, που δε δίδασκε καν μεταπτυχιακούς φοιτητές.
Θα αποδειχθούν οι οικονομολόγοι πιο χρήσιμοι σήμερα, σε μια εποχή που οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι σχεδόν τόσο πιεστικές όσο εκείνες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης; Η ανεργία μπορεί να μην αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στις περισσότερες προηγμένες χώρες σήμερα, αλλά μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού φαίνονται να αποκόπτονται από την οικονομική πρόοδο. Τα επίπεδα-ρεκόρ των ανισοτήτων και των χαμηλών προοπτικών εσόδων για τους νεότερους, λιγότερο μορφωμένους εργαζόμενους, διαβρώνουν τα θεμέλια των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Οι κανόνες που στηρίζουν την παγκοσμιοποίηση χρειαζόνται επειγόντως μεταρρυθμίσεις. Και η κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή.
Αυτά τα προβλήματα απαιτούν τολμηρές απαντήσεις. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, οι mainstream οικονομολόγοι μοιάζουν να ασχολούνται με περιθωριακά διορθωτικά μέτρα – μια αλλαγή στον φορολογικό κώδικα εδώ, έναν φόρο άνθρακα εκεί, ίσως μερικές επιδοτήσεις – που αφήνουν ανέγγιχτες τις δομές ισχύος που ορίζουν τους κανόνες του οικονομικού παιχνιδιού.
Οι οικονομολόγοι μπορούν να αντεπεξέλθουν στην πρόκληση υιοθετώντας ένα ευρύτερο όραμα. Τον περασμένο μήνα, μπήκα σε μια ομάδα εξέχοντων οικονομολόγων για να ξεκινήσουμε μια πρωτοβουλία που έχουμε ονομάσει «Οικονομία για την Περιεκτική Ευημερία» (EfIP). Από τις αγορές εργασίας και τον χρηματοπιστωτικό τομέα μέχρι τις πολιτικές για την καινοτομία και τους εκλογικούς κανονισμούς, ο στόχος είναι να προωθηθούν φιλόδοξες ιδέες πολιτικής που δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στις ανισότητες και τους αποκλεισμούς – και στις ανισορροπίες ισχύος που τους παράγουν.
Όπως ο Suresh Naidu, ο Gabriel Zucman και εγώ εξηγούμε στο «μανιφέστο» μας, ούτε η υγιής οικονομία, ούτε τα πειστικά στοιχεία υποστηρίζουν πολλές από τις κυρίαρχες ιδέες πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό που αποκαλείται «νεοφιλελευθερισμός» είναι κατά πολλούς τρόπους μια παρέκκλιση από τα βασικά οικονομικά. Και η σύγχρονη οικονομική έρευνα, κατάλληλα ανεπτυγμένη, είναι στην πραγματικότητα πλήρως ευνοϊκή προς τις νέες ιδέες για τη δημιουργία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας. Τα οικονομικά μπορεί να είναι σύμμαχος της περιεκτικής ευημερίας. Ωστόσο, εναπόκειται σε εμάς τους οικονομολόγους να πείσουμε το ακροατήριό μας για τα πλεονεκτήματα αυτών των αξιώσεων.
Το δίκτυό μας αποτελείται από ακαδημαϊκούς οικονομολόγους που πιστεύουν ότι οι νέες ιδέες μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς να εγκαταλείψουμε την επιστημονική αυστηρότητα. Η φράση της ημέρας μας είναι «πολιτική που βασίζεται στην τεκμηρίωση». Συνεπώς, τα ενημερωτικά μας δελτία βασίζονται στην εμπειρική ανάλυση, χρησιμοποιώντας εργαλεία της επικρατούσας οικονομικής θεωρίας. Όμως, για εμάς, μια προσέγγιση «βασισμένη σε τεκμήρια» δεν είναι αυτή που ενισχύει μια συντηρητική μεροληψία υπέρ πολιτικών στα όρια των υφιστάμενων θεσμικών ρυθμίσεων. Είναι αυτή που ενθαρρύνει τον πειραματισμό. Σε τελική ανάλυση, πώς μπορούμε να αναπτύξουμε νέα στοιχεία χωρίς να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο;
Οι αγορές βασίζονται σε ένα ευρύ φάσμα θεσμών για τη δημιουργία, τη ρύθμιση και τη σταθεροποίησή τους. Οι θεσμοί αυτοί δεν έχουν προκαθορισμένες μορφές. Η ιδιοκτησία και τα συμβόλαια – οι πιο στοιχειώδεις θεσμοί που απαιτούνται για να λειτουργήσουν οι αγορές – είναι νομικές κατασκευές που μπορούν να σχεδιαστούν με οποιονδήποτε τρόπο. Καθώς παλεύουμε με τις νέες πραγματικότητες που δημιουργούνται από την τεχνολογική καινοτομία και την κλιματική αλλαγή, οι ερωτήσεις σχετικά με την κατανομή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μεταξύ διαφόρων διεκδικητών αποκτούν ζωτική σημασία. Τα οικονομικά δεν παρέχουν συγκεκριμένες απαντήσεις εδώ, αλλά παρέχουν τα απαραίτητα εργαλεία για τον εντοπισμό των κατάλληλων συμβιβασμών.
Ένα κοινό θέμα που διατρέχει την αρχική δέσμη των προτάσεών μας είναι οι ασυμμετρίες ισχύος που διαμορφώνουν τη λειτουργία της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας. Πολλοί οικονομολόγοι απορρίπτουν το ρόλο τέτοιων ασυμμετριών, διότι υπάρχουν ελάχιστα περιθώρια για ισχύ υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού και τέλειας πληροφορίας. Αλλά στον πραγματικό κόσμο που εξετάζουμε, οι ασύμμετρίες ισχύος αφθονούν.
Ποιος έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για τους μισθούς και τα επιδόματα απασχόλησης; Ποιος κυριαρχεί στις αγορές και ποιος πρέπει να υποκύπτει στις δυνάμεις της αγοράς; Ποιος μπορεί να κινηθεί πέρα από τα σύνορα και ποιος είναι κολλημένος εντός των συνόρων; Ποιος μπορεί να αποφύγει τη φορολογία και ποιος δεν μπορεί; Ποιος μπορεί να καθορίσει την ημερήσια διάταξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων και ποιος αποκλείεται; Ποιος μπορεί να ψηφίσει και ποιος αποκλείεται ουσιαστικά; Υποστηρίζουμε ότι η αντιμετώπιση τέτοιων ασυμμετριών έχει νόημα όχι μόνο από άποψης κατανομής, αλλά και για τη βελτίωση της συνολικής οικονομικής απόδοσης. Οι οικονομολόγοι έχουν μια ισχυρή θεωρητική δομή που τους επιτρέπει να σκέφτονται σχετικά με τέτοια θέματα.
Παρόλο που οι οικονομολόγοι είναι σε θέση να φανταστούν νέες θεσμικές ρυθμίσεις, η συνήθειά τους να σκέφτονται εντός ενός πλαισίου και να παραμένουν πιστοί στα στοιχεία που έχουν στα χέρια τους ενθαρρύνει μια αποστροφή προς τις ριζικές αλλαγές. Ωστόσο, όταν παρουσιάζονται νέες προκλήσεις, οι οικονομολόγοι πρέπει να οραματίζονται νέες λύσεις. Η φαντασία είναι ζωτικής σημασίας. Δεν θα πετύχουν όλα όσα θα δοκιμάσουμε, αλλά αν δεν ανακαλύψουμε εκ νέου την αξία του πιστεύω του FDR – «τολμηρός, επίμονος πειραματισμός» – σίγουρα θα αποτύχουμε.