Την ανάγκη βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα, υπογραμμίζει ο Andrew Kenningham, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη, προσδιορίζοντας, μάλιστα, σε αποκλειστικές δηλώσεις του στο mononews.gr, τα 5 πρώτα βήματα που πρέπει να κάνει η Νέα Δημοκρατία αν εκλεγεί στην κυβέρνηση.

Επισημαίνει και ο ίδιος πως οι επενδυτές αντέδρασαν θετικά στην ισχυρή επίδοση που σημείωσε η Νέα Δημοκρατία στις ευρωεκλογές και στην απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να προκηρύξει πρόωρες εκλογές (πιθανότατα τον Ιούλιο, όπως εκτιμά και ο ίδιος) και, μάλιστα, δεν αποκλείει να δούμε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν, κάποια στιγμή σύντομα, κάτω από τις αποδόσεις των ιταλικών τίτλων.

Η πρώτη, θερμή υποδοχή των αγορών στο εκλογικό αποτέλεσμα έχει να κάνει, όπως λέει, με το γεγονός ότι το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας είναι φιλικότερο προς τις επιχειρήσεις και φιλοευρωπαϊκό. Αυτό, από μόνο του, μειώνει τον κίνδυνο νέας αντιπαράθεσης Αθήνας – ΕΕ.

Στο μεταξύ, ως γνωστόν, η ελληνική οικονομία συνεχίζει, σε γενικές γραμμές, να τα πηγαίνει καλά.

Όλα αυτά έρχονται σε αντιδιαστολή με την κατάσταση στην Ιταλία, όπου ενισχύθηκε η Λέγκα και φαίνεται να ετοιμάζεται για νέα σύγκρουση με την ΕΕ.

Την ίδια ώρα, ο κ. Kenningham υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει βαθιά εδραιωμένα διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία θέλουν δουλειά και θα πάρουν χρόνια μέχρι να λυθούν. Και, δεδομένου ότι οι δημοσκοπήσεις φέρνουν στην κυβέρνηση τη Νέα Δημοκρατία, είτε αυτοδύναμα είτε σε συνασπισμό, επισημαίνει ότι για να ενισχυθεί η δυναμική της ελληνικής οικονομίας πρέπει να δοθεί προτεραιότητα σε πέντε τομείς.

Οι πέντε προτεραιότητες

«Η κυβέρνηση πρέπει να καταβάλλει συστηματική προσπάθεια να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα», τονίζει και προσθέτει ότι, μεταξύ άλλων, ο ίδιος θα συνιστούσε στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (αν, φυσικά, εκλεγεί) να δώσει προτεραιότητα στα εξής:

– Να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή της σε μια «σφικτή» δημοσιονομική πολιτική που θα συμφωνήσει με την ΕΕ, με στόχο να διαβεβαιώσει τους επενδυτές ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υπαναχωρήσει από τις υποχρεώσεις της σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.

Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να δοκιμάσει να διαπραγματευτεί τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύει να έρθει σε σύγκρουση με την ΕΕ, όπως κάνει, για παράδειγμα η ιταλική κυβέρνηση.

– Να μειώσει τη φορολογία για τις επιχειρήσεις, όπως έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα κάνει. «Αυτό θα βοηθήσει», λέει και προσθέτει ότι στο 28% ο φορολογικός συντελεστής παραμένει υψηλότερος απ’ ό,τι σε πολλές άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Γαλλία και η Γερμανία (όπου είναι 15%) και η Ιταλία (24%).

Αυτό, όμως, πρέπει να αντισταθμιστεί με την αύξηση των εσόδων από άλλες πηγές, π.χ. μειώνοντας τις φοροαπαλλαγές και τα «παραθυράκια».

– Να υπάρξει σχέδιο για την επαναφορά του τραπεζικού συστήματος. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι θα πρέπει να μειωθεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Αυτό μπορεί να γίνει με περισσότερους από έναν τρόπους, τονίζει, υπογραμμίζοντας ότι αυτό που έχει σημασία είναι να συμφωνηθεί και να εφαρμοστεί μια διαδικασία.

Αν μειωθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, προσθέτει, θα μπορέσουν να αυξηθούν οι νέες χορηγήσεις, οι οποίες σήμερα κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

– Να λάβει πρόσθετα μέτρα για την τόνωση των επενδύσεων, π.χ. χρησιμοποιώντας αποδοτικότερα τα κονδύλια από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ.

– Να προχωρήσει μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, της ΔΕΗ και το Ελληνικό. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι σε γενικές γραμμές οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι τόσο σημαντικές όσο κάποιες άλλες, ευρύτερες μεταρρυθμίσεις, καθώς επηρεάζουν ένα μικρό, σχετικά, κομμάτι της οικονομίας.