ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Στην επιβεβαίωση της αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας στη βαθμίδα “BB-” προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings, ο οποίος παράλληλα διατήρησε σταθερό το outlook, παρά τις προσδοκίες για αναβάθμισή του σε «θετικό».
Η Fitch αποφάσισε να τηρήσει στάση αναμονής, περιμένοντας να δει τα αποτελέσματα του κυβερνητικού έργου πριν προχωρήσει σε περαιτέρω αναβάθμιση. Έτσι κι αλλιώς, πάντως η αξιολόγηση της Fitch ήταν ήδη ένα επίπεδο μεγαλύτερη από αυτή των S&P και Moody’s.
Σύμφωνα με τη Fitch, η αξιολόγηση «BB-» βασίζεται στα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, που ξεπερνούν κατά πολύ χώρες με αξιολόγηση ΒΒ και ΒΒΒ. Αναφορικά με το προφίλ του κρατικού χρέους, η Fitch σημειώνει πως είναι «ευνοϊκό», ενώ οι δημοσιονομικές επιδόσεις της τελευταίας τριετίας υπερβαίνουν χώρες με αξιολόγηση ΒΒ. Παράλληλα, οι δείκτες διακυβέρνησης είναι αξιοσημείωτα ισχυρότεροι από αρκετές χώρες αντίστοιχου rating.
Ωστόσο, οι αδύναμες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, το μεγάλο πρόβλημα των κόκκινων δανείων στον τραπεζικό κλάδο και τα υψηλά επίπεδα γενικού κρατικού χρέους και εξωτερικού χρέους, αντισταθμίζουν τα προηγούμενα θετικά στοιχεία. Μάλιστα, υποβαθμίζει την πρόβλεψή της για ανάπτυξη το 2019 από 2,3% στο 1,9% εξαιτίας του αδύναμου πρώτου τριμήνου, της κάμψης στην ανάπτυξη των εξαγωγών και την πιο αδύναμη ιδιωτική κατανάλωση.
Η Fitch περιμένει δε ανάπτυξη 2,2% το 2020 και 2,1% το 2021.
Για τη βιωσιμότητα του χρέους, ο οίκος θεωρεί πως (υπό την υπόθεση μέσου πρωτογενούς πλεονάσματος 1,9% του ΑΕΠ ως το 2040, μέση πραγματική ανάπτυξη 1,4% την ίδια περίοδο και πληθωρισμό κοντά στο 2%, το ελληνικό δημόσιο χρέος) θα μπορέσει να μειωθεί σταδιακά στο 125% του ΑΕΠ ως το 2030 και στο 111% του ΑΕΠ ως το 2040, από 181% του ΑΕΠ το 2018.
Τράπεζες
Αναφορικά με τις τράπεζες, η Fitch υποστηρίζει πως η ποιότητα ενεργητικού παραμένει χαμηλή, ενώ σημειώνει πως τα NPEs ήταν στο 45,1% στα τέλη Μαρτίου 2019 έναντι 48,5% ένα χρόνο νωρίτερα.
Πάντως ο οίκος παραδέχεται πως το απόθεμα προβληματικών δανείων μειώνεται με ταχύτερο ρυθμό (13,5% σε ετήσια βάση), ωστόσο το ποσοστό επί της συνολικής έκθεσης υποχωρεί πιο αργά (7% σε ετήσια βάση) καθώς υπάρχει πιστωτική συρρίκνωση.