Καλύτερα εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας που αναμένεται φέτος, είναι οι ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s που αναμένει ρυθμό ανάπτυξης 1,4% φέτος καθώς η ελληνική οικονομία δεν θα μείνει αλώβητη από την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών στην Ευρώπη, στη σκιά της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων αλλά και του αυξανόμενου πληθωρισμού.

Μέχρι το τέλος του 2022, οι τράπεζες είχαν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της εξυγίανσης και μετασχηματισμού τους και πλέον διαθέτουν πιο καθαρούς ισολογισμούς επικεντρώνοντας περαιτέρω στις βασικές τους εργασίες και ένα περισσότερο ισορροπημένο προφίλ χρηματοδοτήσεων.

Ο διεθνής οίκος αναμένει πως η κερδοφορία θα έχει κάποια άνοδο, καθώς αυξάνονται τα περιθώρια ενεργητικού στη βάση των υψηλότερων επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την διαρκή επέκταση του δανεισμού η οποία υποστηρίζεται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Οι αναλυτές της S&P επισημαίνουν πάντως ότι, τα κεφάλαια των τραπεζών θα παραμείνουν η βασική αδυναμία, λόγω του υψηλού μεριδίου της αναβαλλόμενης φορολογίας.

Η αυξανόμενη κερδοφορία το πιθανότερο είναι να ενισχύσει την κεφαλαιακή τους θέση ενώ είναι πιθανόν να επιστρέψουν σε διανομή μερισμάτων το 2023 και το 2024 σηματοδοτώντας και το τέλος των αναδιαρθρώσεων τους.

Ωστόσο βασικός κίνδυνος παραμένει η ανθεκτικότητα της ποιότητας του ενεργητικού καθώς είναι αβέβαιη η ικανότητα των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων να απορροφούν το αυξημένο κόστος ενέργειας, τα αυξημένα επιτόκια αλλά και την πιο υποτονική δραστηριότητα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των παραγόντων που για τον διεθνή οίκο συνιστούν δυνητικούς κινδύνους είναι και οι πολιτικές παρεμβάσεις με τον οίκο να σημειώνει:

«Σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου πληθωρισμού και επιτοκίων βλέπουμε μια αυξημένη πιθανότητα οικονομικής επιβράδυνσης τα επόμενα χρόνια καθώς επίσης και γεωπολιτικά ρίσκα.

Στο βασικό μας σενάριο η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει το βασικό ρίσκο.

Συγκεκριμένα η ικανότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να απορροφήσουν το αυξημένο ενεργειακό κόστος και τα αυξημένα επιτόκια και να αντέξουν την υποτονική οικονομική δραστηριότητα είναι αβέβαιη.

Αντιμετωπίζοντας πολιτική πίεση και αυξημένο ανταγωνισμό οι τράπεζες ενδέχεται να πρέπει να μετακυλήσουν τα οφέλη από την αύξηση των επιτοκίων στους πελάτες. Επιπλέον, η επίτευξη των στόχων MREL μπορεί να αποδειχθεί πιο δαπανηρή από ό,τι ανέμεναν οι τράπεζες.

Οι κυβερνητικές ενέργειες για τον περιορισμό των παροχών των τραπεζών θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην αναθεώρηση της βασικής μας εκδοχής.

Οι πιθανές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων πελατών, τον περιορισμό των αμοιβών και των προμηθειών ή τη θέσπιση πρόσθετων φόρων ή μέτρων για τη στήριξη των ευάλωτων δανειοληπτών», αναφέρει η S&P.

Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο η άφθονη ρευστότητα στο σύστημα θα περιορίσει την ανατιμολόγηση των καταθέσεων αν και η αβεβαιότητα στην αγορά και η στροφή της ΕΚΤ προς την απόσυρση των νομισματικών κινήτρων (ειδικά ως προς τις στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης TLTRO) θα καταστήσουν τα μακροπρόθεσμα χρηματοδοτικά εργαλεία της αγοράς μη ελκυστικά, επιβαρύνοντας την κερδοφορία των τραπεζών.

Ειδικότερα, η «οικοδόμηση» των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) θα μπορούσε να αποδειχθεί μια πρόκληση για τις ελληνικές τράπεζες αναφέρει ο οίκος.

Η S&P αναμένει πάντως περιορισμένη επιδείνωση στην ποιότητα του ενεργητικού εξαιτίας της δομής του χαρτοφυλακίου των τραπεζών.

Οι τράπεζες διέθεσαν τα πιο αδύναμα δάνεια που είχαν στα βιβλία τους κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης και το υψηλό ποσοστό των δεσμευμένων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) υποδηλώνει ότι τα ποσοστά αθέτησης μπορεί να είναι χαμηλότερα σε σχέση με το παρελθόν.

Επιπρόσθετα ο διεθνής οίκος αναφέρει πως τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών έχουν ήδη δοκιμαστεί καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου, καθώς οι σημερινοί πελάτες έχουν επιβιώσει από πολλές κρίσεις.

Ωστόσο, τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών αντικατοπτρίζουν την δομή της ελληνικής οικονομίας και υπάρχει κάποια συγκέντρωση σε κλάδους με κυκλικά χαρακτηριστικά όπως τουρισμός, το real estate, οι κατασκευές και η ναυτιλία, που ίσως υποστούν μεγαλύτερο πλήγμα καθώς η οικονομία θα επιβραδύνεται.

Υπό αυτό το πρίσμα ένα από τους καθοριστικούς παράγοντες για την εικόνα της μελλοντικής ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών θα είναι η πορεία της τουριστικής περιόδου του 2023.

Επιπλέον η δημιουργία στεγαστικών δανείων υπήρξε υποτονική τα τελευταία χρόνια καθώς η Ελλάδα ανέκαμπτε από την προηγούμενη οικονομική κρίση. Αυτό περιορίζει τις πιθανότητες να ξεκινήσουν να συσσωρεύονται ανισορροπίες στα χαρτοφυλάκιο πριν την επόμενη αλλαγή στον οικονομικό κύκλο.

Επιπλέον ο οίκος αναμένει ανθεκτικότητα στην απασχόληση στη χώρα ενώ σημειώνει και την ανακοίνωση, εκ μέρους της κυβέρνησης του σχήματος για τα στεγαστικά δάνεια των ευάλωτων νοικοκυριών προκειμένου αυτά να έχουν προσωρινή υποστήριξη εν μέσω ανοδικών επιτοκίων και πληθωρισμού.

Διαβάστε επίσης: