Παρά την ορατή πρόοδο, την οποία η S&P Global Ratings αναγνώρισε στις θετικές ενέργειες αξιολόγησης τον Απρίλιο του 2022, πιστεύει ότι οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αυξημένους οικονομικούς κινδύνους.

«Ως εκ τούτου, μαζί με την Κύπρο, το σύστημα παραμένει μια εξαίρεση στην ευρωζώνη και αυτό οφείλεται κυρίως σε ακόμα υψηλούς όγκους παλαιών μη εξυπηρετούμενων περιουσιακών στοιχείων (NPAs) σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος είναι εξακολουθεί να ανακάμπτει από διάφορες υφέσεις», εξηγεί η S&P Global Ratings.

H S&P εξηγεί ότι μετά τη βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (9,0%) και την πολύ ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του 2021 (8,3%), προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 5,6% το 2022 και θα επιβραδυνθεί σε περίπου 1,8% το 2023.

«Έχουμε αναθεωρήσει προς τα πάνω την πρόβλεψη για τη φετινή ανάπτυξη (από 3,5% προηγουμένως), παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κυρίως μέσω έμμεσων οικονομικών επιπτώσεων, και ιδίως μέσω των απότομων αυξήσεων των τιμών της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας και της επιτάχυνσης του πληθωρισμού, δεδομένου ότι οι άμεσοι εμπορικοί δεσμοί της Ελλάδας με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένοι. Αναμένουμε ότι ο αντίκτυπος θα είναι διαχειρίσιμος και κατά την επόμενη τριετία, αναμένουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα ξεπεράσει την τον μέσο όρο της ευρωζώνης, μεταξύ άλλων και σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ», επισημαίνει ο οίκος.

Αναφορικά με τον τραπεζικό κλάδο, οι πρόσφατα ολοκληρωθείσες και εν εξελίξει πωλήσεις και τιτλοποιήσεις αναμένεται να μειώσουν τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε επίπεδο συστήματος κάτω από το 10% του συνόλου των δανείων έως το τέλος του 2022, ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ μαζί με την Κύπρο.

«Αναμένουμε ένα ομαλοποιημένο κόστος κινδύνου (κάτω από 100 μονάδες βάσης [bps]) για τις περισσότερες τράπεζες κατά τους επόμενους 12-18 μήνες, επειδή οι τράπεζες έχουν σχεδόν ολοκληρώσουν τις εκποιήσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Επιπλέον, η υψηλότερη προβλεψιμότητα της χάραξης πολιτικής και η στήριξη της ΕΕ θα πρέπει να βελτιώσει τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας, ενισχυόμενες από την αναμενόμενη ανάπτυξη των κονδυλίων της ΕΕ (περισσότερα από 72 δισ. ευρώ ή 40,9% του ΑΕΠ του 2019 από το 2021-2027)», επισημαίνει ο οίκος.

Από την άλλη, πιστεύουμε ότι οι οικονομικές προοπτικές έχουν θολώσει με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον αυξημένο πληθωρισμό που μειώνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τον κίνδυνο μείωσης του εμπορίου και του τουρισμού και τη στροφή της παγκόσμιας ζήτησης σε χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, τα επόμενα τρία χρόνια, συνεχίζουμε να αναμένουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει το μέσο όρο της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένου του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ» προβλέπει η S&P.

Οι «καθαροί» ισολογισμοί δημιουργούν το σκηνικό για επανέναρξη της δανειοδότησης

Η προσφορά πιστώσεων θα στηρίξει τις επιχειρηματικές προοπτικές των τραπεζών, ενώ θα βελτιώσει την εμπιστοσύνη. Οι ελληνικές τράπεζες εξισορροπούν το προφίλ χρηματοδότησής τους χάρη στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο εσωτερικό της χώρας, αλλά οι προκλήσεις παραμένουν.

«Κατά την άποψή μας, η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) παρέχει στήριξη και η ορατή αύξηση των εγχώριων καταθέσεων και η συνεχιζόμενη απομόχλευση έχουν οδηγήσει σε μια αξιοσημείωτη βελτίωση στο προφίλ ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών», προβλέπει ο οίκος. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επίσης ανακτήσει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση με συμφωνίες επαναγοράς (repos) από τις διατραπεζικές αγορές του εξωτερικού.

«Παρόλα αυτά, δεν αναμένουμε ότι οι τράπεζες θα αποκτήσουν σταθερή πρόσβαση σε προσιτή μη εξασφαλισμένη χρηματοδότηση από την αγορά το επόμενο έτος. Όπως και με την περίπτωση της Κύπρου, πιστεύουμε τώρα ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν μείνει με ένα πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον και ένα ιδιωτικό τομέα που εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Τα  κέρδη των τραπεζών θα πρέπει να επωφεληθούν από τις σημαντικές αυξήσεις στην αποδοτικότητα τους κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, μετά το κλείσιμο υποκαταστημάτων, την εθελούσια έξοδο, τα οφέλη από την ψηφιοποίηση και τον εξορθολογισμό των επιχειρήσεων ώστε να ευνοηθούν τα διαδικτυακά κανάλια και την εστίαση στα έσοδα από αμοιβές», προσθέτει η S&P.

«Κατά την άποψή μας, η ποιότητα της τραπεζικής εποπτείας και ρύθμισης της Ελλάδας επωφελείται από τη συμμετοχή της στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό. Πιστεύουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έχει διδαχθεί από τα γεγονότα των δύο τελευταίων δεκαετιών. Ωστόσο, η Attica Bank και η συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση μετά την πτώχευσή της το 2021, αφού κατέγραψε τεράστιες ζημιές λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), έδειξε και πάλι ότι η εποπτεία στερείται κάποιας προληπτικότητας», εξηγεί ο οίκος.

Οι σημαντικές αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA) παραμένουν πρόκληση, καθώς μετά τις αλλαγές στον τραπεζικού νόμου από το 2017-2021, οι ελληνικές τράπεζες δεν τις αφαιρούν από τα ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 (CET1), σε αντίθεση με ό,τι προβλέπεται από τους κανονισμούς της ΕΕ, καταλήγει ο οίκος αξιολόγησης.

Διαβάστε επίσης:

Goldman Sachs: Μειώνει το στόχο για το ΧΑ και τον Γενικό Δείκτη

Citi: Γιατί το ράλι του αμερικανικού δολαρίου δεν έχει τελειώσει ακόμα