Η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αύξηση του ΑΕΠ κατά «μόνο» +2,8% στο 3ο τρίμηνο, αισθητά χαμηλότερη της προσδοκώμενης παρά την ενσωμάτωση των εξαιρετικών επιδόσεων των ταξιδιωτικών εισπράξεων του καλοκαιριού.

Η εξήγηση αποδίδεται στο υψηλό ενεργειακό κόστος όλου του 2ου τριμήνου, όπως είχε ήδη αποτυπωθεί στο αυξημένο εμπορικό έλλειμα του εξαμήνου αλλά και στο χειρισμό από μέρους της ΕΛΣΤΑΤ των ύψους 3,5 δις. ευρώ κρατικών επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος  που δόθηκαν στα ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεων, διαδικασία που μπορεί να αντιλογισθεί μελλοντικά διαφοροποιώντας την επίδοση κατά την αναθεώρηση των στοιχείων.

Παραμένει έτσι ανοικτό το ενδεχόμενο να καταγραφεί απολογιστικά επίδοση του ΑΕΠ  πάνω από το 5% στο τέλος του έτους.

Παράλληλα, οι επενδυτικοί οίκοι όπως η HSBC, η Morgan Stanley, η J.P.Morgan και η DBRS δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης για τις συστημικές τράπεζες εστιάζοντας σε μία ή δύο  από αυτές ως top-picks. Την ίδια ώρα, η Jefferies υπολογίζει το P/E του ελληνικού χρηματιστηρίου στο 7,4 για τους επόμενους 12 μήνες, τη σχέση P/BV 0,88 και τη μερισματική απόδοση στο 4,8% , επιδόσεις που καθιστούν τις τοποθετήσεις σε ελληνικούς μετοχικούς τίτλους προφανή επενδυτική ευκαιρία.

Όμως, τα παραπάνω δεν συνάδουν με τα συναλλακτικά δεδομένα στο Χ.Α. με το απαξιωτικό συναλλακτικά σκηνικό να κυριαρχεί καθώς οι ημερήσιες συναλλαγές είναι κάτω από τα 50 εκ. ευρώ προκαλώντας εύλογα ερωτηματικά για τους λόγους που το εξηγούν. Αν εξαιρεθούν οι λόγοι που αφορούν τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού χρηματιστηρίου που παραμένουν ανέγγιχτες, στην παρούσα φάση μπορούν να επισημανθούν τα παρακάτω:

Η ανοδική κίνηση των επιτοκίων που είναι σε πλήρη εξέλιξη διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας νέας γενιάς ΜΕΔ, φόβος που διατυπώνεται τόσο από τις ευρωπαϊκές αρχές όσο και από την ΤτΕ. Με την κυβέρνηση να επιδιώκει να πιέσει τις τράπεζες για μερική απορρόφηση του αυξημένου κόστους (μερικών δεκάδων εκ. ευρώ), διαδικασία που πρέπει να τύχει έγκρισης από τον SSM.

Πιο σημαντικό, ενδεχομένως, είναι ότι δύσκολα θα επιτραπεί η καταβολή μερίσματος από τα κέρδη του 2022, αν δεν υπάρξουν ελπιδοφόρα για τους δανειολήπτες δεδομένα στα επίπεδα των επιτοκίων.

Από την άλλη πλευρά, τα βλέμματα  της επενδυτικής κοινότητας είναι στραμμένα προς τις Κεντρικές Τράπεζες, τη Federal αύριο  και την ΕΚΤ από κοινού με  άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες αύριο, που καλούνται να αποφασίσουν για το ύψος των αυξήσεων, διατυπώνοντας παράλληλα τις εκτιμήσεις τους για τις επόμενες κινήσεις τους.

Με τα παραπάνω δεδομένα επομένως του τραπεζικού κλάδου και τις αναμενόμενες αποφάσεις των Κεντρικών Τραπεζών του πλανήτη που δρομολογούν την εποχή του ακριβού χρήματος με στόχο την τιθάσευση του πληθωρισμού, είναι εύλογη η στάση αναμονής από τους επενδυτές.

Με το ελληνικό χρηματιστήριο να διατηρεί την ισχυρή στήριξή του στην περιοχή του 900 μονάδων του Γ.Δ. αλλά να δυσκολεύεται να αναρριχηθεί πάνω από τις 920 μονάδες, παρά το γεγονός ότι προσδοκάται συνέχιση της ανάπτυξης και το 2023.

Παράλληλα, η ρητορική των ελληνικών κομμάτων επιβεβαιώνει ότι η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει και απομένει μόνο ο ορισμός της ημερομηνίας των εκλογών, ενώ την ίδια ώρα οι ελληνοτουρκικές λεκτικές αντιπαραθέσεις δεν λείπουν από την καθημερινότητά μας και η Ουκρανική κρίση συνεχίζεται, οδηγώντας τους διαχειριστές στη διατήρηση της αυξημένης αποστροφής για μετοχικούς επενδυτικούς κινδύνους, προσώρας τουλάχιστον!

Διαβάστε επίσης

Με το βλέμμα στις Κεντρικές Τράπεζες οι Αγορές