Aν και σε μεγάλο βαθμό οι φετινές εξελίξεις στην οικονομία φαίνεται ότι ενσωματώνονται στην πορεία των μετοχών και το μόνο που απομένει είναι να επαναβεβαιωθούν γνωστές στηρίξεις, όπως χθες οι 600 μονάδες ή οι 580-590 μονάδες βραχυπρόθεσμα, οι προβλέψεις της Κομισιόν, αλλά και του think tank Capital Economics, αφήνουν καλή αίσθηση.

Όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων για τον βαθμό της ύφεσης στην Ευρωζώνη, μάλλον αποσιωπήθηκε σκοπίμως ή από αντιπολιτευτικό οίστρο τελικά, όπως σχολιάζουν παράγοντες της αγοράς, ότι η ελληνική οικονομία του χρόνου θα «γυρίσει». Και όχι απλώς θα γυρίσει, αλλά θα σημειώσει και τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρώπη. Δηλαδή, αν φέτος το ΑΕΠ συρρικνωθεί κατά 9,7% που είναι και το χειρότερο σενάριο που επικαλείται η Κομισιόν, το 2021 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 7,9%, που θα είναι ταυτόχρονα και ο μεγαλύτερος ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρώπη!

Προφανώς, σύμφωνα με την αγορά πάντα, η μηχανή της προεξόφλησης θα πρέπει να ξεκινήσει και να αποτυπωθεί τόσο στις μετοχές όσο και στο 10ετές ομόλογο. Το δεκαετές χθες, μιας οικονομίας που, κατά τους ξένους οίκους και την Κομισιόν, θα χτυπηθεί όσο καμία άλλη, παραμένει σταθερό στο 2,14-2,15% τουλάχιστον την τελευταία εβδομάδα ή 2,53% σε επίπεδο μηνός. Συγκριτικά, στην Ιταλία, η οποία έχει χτυπηθεί και από τον κορωνοϊό και θα χτυπηθεί και από την ύφεση φέτος, η απόδοση της δεκαετίας της βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το ελληνικό, στα επίπεδα του 2%.

Αν λοιπόν η Ελλάδα με βάση τα στοιχεία και τις εκτιμήσεις της Κομισιόν αναπτυχθεί το 2021 7,9%, η απόσταση που τη χωρίζει από άλλες χώρες της Ευρωζώνης είναι της τάξεως του 3%! Δηλαδή, η Ολλανδία θα σημειώσει ανάπτυξη 5%, όπως και η Αυστρία. Η Γερμανία 5,9%, η Ιρλανδία 6,1%, η Πορτογαλία 5,8% και η Ισπανία 7%.

Από την πλευρά του, ο Χρήστος Σταϊκούρας, ο υπουργός Οικονομικών, έσπευσε να τονίσει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης, θεωρεί ότι το lockdown στη χώρα θα διαρκέσει περισσότερο, ενώ δεν προσμετρά τη θετική επίπτωση στην οικονομική μεγέθυνση από τη χορήγηση ρευστότητας μέσω εγγυοδοτικών προγραμμάτων, ύψους 7 δισ. ευρώ.