Οι 1.500 μονάδες θεωρούνται εξ αντικειμένου το πρώτο σκαλοπάτι ανόδου της χρηματιστηριακής αγοράς, στη διάρκεια της νέας χρονιάς. Στόχος που φαντάζει εφικτός για το Γενικό Δείκτη, καθώς απέχει 16% από τα επίπεδα των 1.293,14 μονάδων, όπου τερμάτισε το 2023.

Η συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών βλέπει ότι ο «ενάρετος κύκλος» για τις ελληνικές μετοχές θα έχει συνέχεια, που υπό όρους και προϋποθέσεις μπορεί να ανεβάσει ακόμη ψηλότερα  από τα αναμενόμενα, τον πήχη των αποτιμήσεων. Θα εξαρτηθεί αυτό από τις ροές των διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων, για τα οποία η Ελλάδα έχει καταστεί αναμφίβολα ένας θελκτικός προορισμός. Με την σχέση ρίσκου-απόδοσης να δίνει ισχυρό προβάδισμα σε νέες τοποθετήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της περσινής χρονιάς ο μετοχικός πλούτος στο Αθηναϊκό χρηματιστήριο αυξήθηκε κατά 20,2 δισ. ευρώ. Εξαιρουμένων των κεφαλαιακών εισφορών σε ΑΜΚ και ορισμένων άλλων εταιρικών μεταβολών. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή τάξη μεγέθους, καθώς οι μετοχικές υπεραξίες ξεπερνούν κατά 3,6 δισ. την εκτιμώμενη, περσινή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ της χώρας.

Πλέον οι 135 εισηγμένες εταιρείες μπαίνουν στο 2024 με συνολική χρηματιστηριακή αξία 87,5 δισ. ευρώ.  Αντιπροσωπεύοντας δηλαδή το 37,5% του προσδοκώμενου για εφέτος Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Όταν ο μέσος όρος των ευρωπαϊκών αγορών είναι σχεδόν διπλάσιος. Γεγονός που δίνει ακόμη ένα αποτιμησιακό πλεονέκτημα στον ελληνικό «ναό» του χρήματος. Η κεκτημένη δυναμική του οποίου, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις  περσινές του επιδόσεις.

Με κέρδη 39,08% για τον Γενικό Δείκτη, η ελληνική αγορά βρέθηκε στο βάθρο των παγκόσμιων πρωταθλητών του 2023, με όρους αποδόσεων σε «σκληρά» νομίσματα, όπως είναι το ευρώ και το δολάριο.

Στην κορυφή της κατάταξης ανέβηκε η Κύπρος με ετήσια κέρδη 51,9%, πλην όμως πρόκειται για μια εξαιρετικά χαμηλής εμβέλειας αγορά, με κεφαλαιοποίηση της τάξεως των 5,7 δισ. ευρώ.

Επενδυτική δόξα για την Ελλάδα

Για τον αμερικανικό δείκτη Nasdaq η περσινή απόδοση διαμορφώθηκε σε 43,7%, που ουσιαστικά  δίνει τα πρωτεία στο διεθνοποιημένο σκηνικό. Με την Ελλάδα να ακολουθεί κατά πόδας, γράφοντας τη δική της ιστορία επενδυτικής δόξας.

Κρίνοντας με βάση τα τοπικά νομίσματα, η αγορά της Ζιμπάμπουε ανέβηκε πέρσι…956,7% και αυτή της Αργεντινής 356%. Ωστόσο τα δύο αυτά νομίσματα υποτιμήθηκαν κατά 90% και 77% αντίστοιχα, έναντι του  αμερικανικού δολαρίου.  Με τον πληθωρισμό να «τρέχει» με …315% στην πρώτη περίπτωση και…360% στην δεύτερη.

Πέραν τούτων υπάρχει και μια σειρά αγορών, που ναι μεν έχουν ισχυρά κέρδη, διαβρωμένα όμως από τον μεγάλο πληθωρισμό και τα ευάλωτα εθνικά τους νομίσματα. Σε αυτήν την κατηγορία υπάγονται τα χρηματιστήρια της Βενεζουέλας ( με περσινή άνοδο 176%), της Αιγύπτου (69,1%), του Πακιστάν (54,5%) του Λάος (50,5%), της Νιγηρίας (45,90%) του Λιβάνου (41,5%) και της Ρωσίας (43,9%) το νόμισμα της οποίας έχασε το 26,2% της αξίας του έναντι του ευρώ.

Εκ των πραγμάτων η ελληνική αγορά έχει αποκτήσει σημαίνουσα θέση στις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων. Όχι μόνο λόγω της θέσης της στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, αλλά και για τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Σε συνάρτηση με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, την κυβερνητική σταθερότητα, τις υλοποιούμενες μεταρρυθμίσεις και την ακολουθούμενη φιλοεπενδυτική πολιτική.

Πρόσφατα ο βρετανικός  economist, που θεωρείται η βίβλος των διεθνών επενδυτών, ανέδειξε για δεύτερη συνεχή χρονιά την Ελλάδα ως «χώρα της χρονιάς». Κάνοντας επίσης λόγο για «ένδοξες αποδόσεις των ελληνικών μετοχών».

Το άλμα στις αποτιμήσεις και ο Κυριάκος Μητσοτάκης

Το 39,08% της ανόδου του Γενικού Δείκτη ( 43,52% με συνυπολογιζόμενα τα μερίσματα) είναι η δεύτερη καλύτερη επίδοση του χρηματιστηρίου της Αθήνας στα τελευταία 24 χρόνια. Με πρώτη για τον νέο αιώνα, αυτήν του 49,47% που επιτεύχθηκε το 2019. Στον απόηχο της επερχόμενης τότε, κυριαρχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό.

Στις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου του 2019, όταν ως νέος αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας πέτυχε την πρώτη του νίκη στις κάλπες, το χρηματιστήριο ήταν στις 732 μονάδες. Ενώ τώρα βρίσκεται 76,7% ψηλότερα. Με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει κερδίσει άλλες τρείς εκλογικές μάχες, βαδίζοντας πιά στον πέμπτο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας, χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο.

Τα μεγάλα περσινά κέρδη της ελληνικής αγοράς δεν συνιστούν… υπερθέρμανση, αλλά διόρθωση της απαξίωσης που είχε συντελεστεί στα σκληρά χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης. Καθώς τα τρέχοντα επίπεδα τιμολόγησης του Γενικού Δείκτη είναι λίγο πιο πάνω (11%) από αυτά που κατείχε πριν από 10 χρόνια…Αφού στα τέλη του 2013 βρισκόταν στις 1.162,68 μονάδες.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία των συναλλαγών το επενδυτικό ενδιαφέρον (από ξένα κυρίως, αλλά και από χαρτοφυλάκια Ελλήνων θεσμικών και ιδιωτών) έχει πυκνώσει. Η μέση ημερήσια αξία του συναλλακτικού τζίρου διαμορφώθηκε πέρσι στα 109,6 εκατ. ευρώ, έχοντας ενισχυθεί κατά 51,7%.

Από τους επί μέρους κλαδικούς δείκτες η top απόδοση ήρθε από τις Βιομηχανίες με κέρδη 68,92%. Δείκτης στο οποίων μετέχουν μεταξύ των άλλων οι Cenergy, Τιτάν, Άβαξ, Ελλάκτωρ, Ιντρακάτ, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, καθώς και η Δομική Κρήτης.

Πολύ ψηλά στις αποδόσεις (65,73%) βρέθηκε και ο κλαδικός δείκτης των τραπεζών, οι οποίες διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά.

Ξεχωριστά ρεκόρ από Mytilineos και Πειραιώς

Ουσιαστική σημασία όμως έχει και το γεγονός ότι από τα χρηματιστηριακά κέρδη των 20,2 δισ. ευρώ, τα 17,5 δισ., δηλαδή το…86,6% του συνόλου, προήλθαν από 12 εταιρείες.

Κορυφαία εξ αυτών αναδείχθηκε η Mytilineos, αφού η ισχυρή άνοδος της μετοχής κατά 80,8% οδήγησε πέρσι την χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας από τα 2,9 δισ. στα 5,244 δισ. ευρώ. Για την ακρίβεια οι υπεραξίες που σχηματίστηκαν ήταν 2,343 δισ. ευρώ. Οι περισσότερες από όλες τις εισηγμένες επιχειρήσεις.

Δεύτερη στην παραγωγή μετοχικού πλούτου και σε απόσταση αναπνοής ήταν η Εθνική τράπεζα. Με τη μετοχή της να ενισχύεται κατά 67,9% και τις υπεραξίες να διαμορφώνονται σε 2,326 δισ. ευρώ. Έχοντας υλοποιήσει και το απόλυτα επιτυχημένο placement των 1,066 δισ. ευρώ.

Ακολουθεί η Πειραιώς, της οποίας η μετοχή έκανε άλμα ανόδου 122,5%, έχοντας τα σκήπτρα των αποδόσεων στον τραπεζικό κλάδο. Η χρηματιστηριακή της τράπεζας που έχει στο διοικητικό της τιμόνι τον Χρήστο Μεγάλου, αυξήθηκε κατά 2,2 δισ. ευρώ. Ενώ λόγω και του επικείμενου placement των μετοχών που κατέχει το Τ.Χ.Σ, η τράπεζα αναμένεται να παραμείνει στο προσκήνιο του επενδυτικού ενδιαφέροντος.

Σημαντικό μετοχικό πλούτο παρήγαγαν επίσης η Eurobank, η ΔΕΗ, η Coca ColaAlpha Bank, η Jumbo, όπως επίσης και Cenergy του επιχειρηματικού ομίλου Στασινόπουλου, που είχε τη μεγαλύτερη άνοδο της μετοχής (137,1%) από το «κλάμπ» των 12 εταιρειών.

Στον ΟΠΑΠ και εξαιρουμένων των νέων μετοχών που προέκυψαν από την επανεπένδυση μερίσματος, οι υπεραξίες ανέρχονται στα επίπεδα των 777,5 εκατ. ευρώ. Με το πάζλ των μεγάλων πρωταγωνιστών στην παραγωγή μετοχικού πλούτου να συμπληρώνεται από την Τιτάν και την αεροπορική Aegean.

Οι απώλειες του ΟΤΕ και πώς πάει η αγορά τα δίσεκτα έτη

Στον αντίποδα και σε θέση αρνητικού πρωταγωνιστή βρέθηκε ο ΟΤΕ, για τον οποίο οι απώλειες της μετοχής κατά 11,6% μεταφράζονται σε υποαξίες 707,4 εκατ. ευρώ. Χωρίς να υπολογίζονται οι διαγραφές ιδίων μετοχών.

Στο γενικό σύνολο των 135 μετοχών, οι 101 κατέγραψαν κέρδη το 2023, μία έμεινε σταθερή και 33 σημείωσαν πτώση.

Από τα κερδοφόρα «χαρτιά» τα 13 είχαν άνοδο πέρσι μεγαλύτερη του 100%, με τη Δομική Κρήτης να φιγουράρει πρώτη, καθώς ενισχύθηκε κατά 302,5%. Βελτιώνοντας τη χρηματιστηριακή της αξία κατά 38,9 εκατ. ευρώ.

Το 2024 μπαίνει με καλούς οιωνούς για τις ελληνικές μετοχές. Όχι φυσικά για όλες αδιακρίτως, αλλά και με τις αναπόφευκτες διακυμάνσεις, ανάλογα με τις συγκυρίες που θα διαμορφωθούν. Κυρίως στο διεθνές περίγυρο όπου οι εστίες προβληματισμού είναι αρκετές.

Μπορεί το 2024 να είναι δίσεκτη χρονιά και ενδεχομένως σε ορισμένους να αναμοχλεύει δεισιδαιμονίες, αλλά η χρηματιστηριακή προϊστορία είναι στατιστικά ευνοϊκή. Αρχής γενομένης από το 1968 και μέχρι το 2020, πέρασαν 14 δίσεκτα έτη.  Στα 9 από αυτά ( που αντιστοιχούν σε ποσοστό 64,3%) ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε άνοδο, έναντι 5 (35,7%) που είχε απώλειες.

Στις δίσεκτες χρονιές πάντως ,η ελληνική αγορά έχει σημειώσει την μεγαλύτερη άνοδο και τη μεγαλύτερη πτώση στη σύγχρονη ιστορία της. Δηλαδή το +206,58% του 1972 και το -65,5% του 2008… Επίσης τα στοιχεία δείχνουν ότι ποτέ ως τώρα δεν υπάρχουν δύο στη σειρά δίσεκτα έτη, με ζημιές για τις μετοχές. Και το 2020, που ήταν η προηγούμενη δίσεκτη χρονιά η αγορά είχε απώλειες 11,75%…

Διαβάστε επίσης

Γιατί θα συνεχίσει να είναι hot το Χρηματιστήριο και το 2024

Οι «χρυσές» υπεραξίες της Intrakat και τι κερδίζει το «νέο χρήμα» που μετείχε σε 10 επενδυτικές συναλλαγές το 2023

Ευρωπαϊκές μετοχές: Οι winners και οι losers του 2023