Η ουκρανική κρίση έχει προκαλέσει απώλειες στην κεφαλαιοποίηση των διεθνών αγορών που φτάνουν τα $12 τρισ. σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την έναρξη της κρίσης.

Ταυτόχρονα, οι απώλειες που καταγράφουν οι δείκτες των μεγάλων αγορών από την αρχή του έτους διαμορφώνονται στο -27% για τον Nasdaq, στο -17% για τον S&P 500 και στο -11,3% για τον Dax. Την ίδια ώρα, τίποτε δεν προμηνύει ότι η εμπόλεμη κατάσταση θα ολοκληρωθεί στο άμεσο μέλλον, με συνέπεια οι παρενέργειες της κρίσης να κλιμακώνονται. Έτσι, με τις  τιμές των πρώτων υλών να συνεχίζουν να αυξάνονται, η ενεργειακή κρίση απορροφά ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των νοικοκυριών και επιβαρύνει το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, ενώ οι ελλείψεις σιταριού απειλούν με επισιτιστική κρίση τον πλανήτη!

1

Ως αποτέλεσμα, οι κεντρικές τράπεζες επαναφέρουν την αντιμετώπιση του πληθωρισμού ως βασική προτεραιότητά τους, με την ΕΚΤ να αναμένεται να προχωρήσει και αυτή σε αναπροσαρμογή των επιτοκίων της από τον Ιούλιο.

Αναπόφευκτα, οι διαχειριστές διαμορφώνουν ολοένα και περισσότερο συντηρητικές επενδυτικές στρατηγικές, περιορίζοντας τις μετοχικές τοποθετήσεις, διατηρώντας αυξημένα ρευστά διαθέσιμα και αυξάνοντας τις ομολογιακές τοποθετήσεις που εκτιμούν ότι εμπεριέχουν λιγότερο επενδυτικό κίνδυνο. Σαν αποτέλεσμα, στο ελληνικό χρηματιστήριο σημειώνεται κύμα ρευστοποιήσεων καθώς οι επενδυτές εξωτερικού θεωρούν ότι η διαμόρφωση των αποδόσεων των  10ετών ομολόγων πάνω από το 3,7% εγκυμονεί αυξημένους κινδύνους για μια χώρα με δημόσιο χρέος που φτάνει το 193% του ΑΕΠ.

Ωστόσο, η σύνθεση του ελληνικού χρέους με το 80% περίπου να είναι χαμηλότοκο και να οφείλεται προς διακρατικούς φορείς (ESM, ευρωπαϊκές χώρες), την πολύχρονη περίοδο χάριτος και τη μακροπρόθεσμη διάρκεια, δεν εμπνέει ανησυχία για τη βιωσιμότητά του. Έτσι, ο Γ.Δ. συνεχίζει τη συσσώρευσή του σε μικρό εύρος διακύμανσης μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι επιθετικές πωλήσεις τραπεζικών κυρίως τίτλων, με την περιοχή των 850 μονάδων να επιβεβαιώνει ότι συνιστά ισχυρό σημείο στήριξης.

Από την άλλη πλευρά, η Ε.Ε. προχωρεί μέχρι τον Αύγουστο στην ολοκλήρωση της περιόδου ενισχυμένης εποπτείας των μακροοικονομικών επιδόσεων της χώρας, διατηρώντας ωστόσο το δικαίωμα ελέγχου των δημοσιονομικών μεγεθών της και μετά το 2023. Με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να εκτοξεύεται στα €6,4 δισ. στο 1ο τρίμηνο καθώς πετρέλαιο και φυσικό αέριο εκτοξεύουν την αξία των εισαγωγών.

Παράλληλα, η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των τραπεζών για το 1ο τρίμηνο αναμένεται να επιβεβαιώσει την εκτίμηση ότι επανέρχεται η κανονικότητα στη λειτουργία τους, με τα ΜΕΔ να διαμορφώνονται σε ποσοστό κάτω από το 10% του συνόλου εντός του 2022, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας να είναι ικανοποιητικοί και η πιστωτική επέκταση σταδιακά να αυξάνεται διαμορφώνοντας προϋποθέσεις αξιοσημείωτης οργανικής κερδοφορίας.

Στο βαθμό που εδραιωθεί η εμπιστοσύνη προς τις προοπτικές του τραπεζικού κλάδου, είναι πιθανό να επανέλθει η προσπάθεια προσέγγισης της περιοχής των 890-900 μονάδων με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας αυτή τη φορά!

Διαβάστε επίσης

Συντηρείται ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας στο Χ.Α