Η επίσκεψη των αναλυτών της JP Morgan στην Ελλάδα ήταν στο σύνολό της θετική, καθώς οι αναλυτές συναντήθηκαν με στελέχη τραπεζών, εταιρειών και εμπειρογνώμονες του κλάδου στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα.

Οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας συναντήθηκαν με στελέχη των παρακάτω εταιρειών και οργανισμών: Aegean Airlines, Alpha Bank, ΕΧΑΕ, Τράπεζα της Ελλάδος, Eurobank, ΓΕΚΤΕΡΝΑ / Terna Energy, ΤΧΣ, HELLENiQ ENERGY, Intrum Hellas, Mytilineos Holdings, Εθνική Τράπεζα, ΟΠΑΠ και Τράπεζα Πειραιώς.

Το συμπέρασμα είναι ότι η θετική άποψη για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει άθικτη μεσοπρόθεσμα.

Οι οικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να σηματοδοτούν μια σχετικά ζωηρή μακροοικονομική προοπτική για το 2023 και πέραν αυτού, η επέκταση των δεικτών αποδοτικότητας των τραπεζών θα συνεχιστεί με γνώμονα τα ευνοϊκά περιθώρια κέρδους, τη δυναμική των περιθωρίων, την ανθεκτική ζήτηση πιστώσεων, καθώς και τη σταθερή ποιότητα του ενεργητικού.

«Παρά το γεγονός των σημαντικών αναβαθμίσεων στα κέρδη ανά μετοχή από το consensus των αναλυτών το 2023-2024, λάβαμε ένα συντριπτικά θετικό μήνυμα σχετικά με τη δυναμική των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) και βλέπουμε περαιτέρω άνοδο στις εκτιμήσεις του consensus (καθώς και τις τρέχουσες εκτιμήσεις της JPM), που πιθανόν να προκληθoύν από το β’ τρίμηνο.

Ο τομέας έχει δει μια τεράστια απόδοση, 70% φέτος έναντι 12%/14% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες (SX7P) και τις τράπεζες της Ανατολικής, Κεντρικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA) και σε 0,65 φορές σε όρους P/TBV το 2024 και 6 φορές σε δείκτη P/E. Βλέπουμε περίπου 20% περαιτέρω άνοδο στους τρέχοντες στόχους μας.

Εμείς έχουμε συστάσεις overweight και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και επισημαίνουμε την Alpha και την Πειραιώς ως τις προτιμώμενες», εξηγούν οι Mehmet Sevim και Samuel Goodacre.

Τα βασικά συμπεράσματα από τις συναντήσεις

  • Οι μακροοικονομικές προοπτικές συνεχίζουν να βελτιώνονται: Οι οικονομολόγοι της JPM προβλέπουν για το ελληνικό ΑΕΠ ανάπτυξη στο 2,0%-3,5% το 2023 και στο 1,5%-2% το 2024, εμφανώς πάνω από το 0,6%/1,0% για τη ζώνη του ευρώ.

Οι συμμετέχοντες στην τοπική αγορά τόνισαν ως βασική πρόκληση τη μεταρρύθμιση του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας (μετά τις καθυστερήσεις που προκάλεσαν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση), καθώς η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει σχετικά υψηλή (69% το 2022% έναντι 53% στη ζώνη του ευρώ), και οι πάγιες επενδύσεις χαμηλές (14% έναντι 23%).

Επιπλέον, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ είναι πλέον εμφανώς υψηλότερο, είναι σχετικά μη διαφοροποιημένες και χαμηλής πολυπλοκότητας.

  • Η απορρόφηση των κεφαλαίων RRF συνεχίζεται με καλό ρυθμό, το δανειακό περίβλημα μπορεί να αυξηθεί: Μέχρι στιγμής, έχουν εκταμιευθεί στην Ελλάδα κεφάλαια ύψους 11,1 δισ. ευρώ (από το συνολικό ποσό των 30,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2026- 17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια), και η κυβέρνηση υπέβαλε πρόσφατα αίτηση για την τρίτη πληρωμή ύψους 1,7 δισ. ευρώ, με τη συνολική ροή επομένως να φτάνει τα 12,8 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να αυξήσει το κονδύλι των δανείων κατά επιπλέον 5 δισ. ευρώ (πέραν των 12,7 δισ. ευρώ), γεγονός που αναμφισβήτητα αναδεικνύει την επιτυχία του προγράμματος και σηματοδοτεί κάποια πρόσθετη ώθηση στην αύξηση των δανείων για τις τράπεζες (στο πλαίσιο του RRF οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 30% της επένδυσης). Συνολικά, η πρόοδος είναι ενθαρρυντική και οι εκταμιεύσεις θα επιταχυνθούν το β’ εξάμηνο φέτος.

Η JP Morgan αναμένει αύξηση στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών αργότερα μέσα στο έτος.

  • Η δυναμική της αύξησης των δανείων των τραπεζών αναμένεται να βελτιωθεί μετά από ένα σχετικά αδύναμο πρώτο εξάμηνο: η αύξηση των δανείων ήταν σχετικά υποτονική μέχρι στιγμής φέτος, οδηγούμενη σε μεγάλο βαθμό από τις αποπληρωμές από επιχειρήσεις πλούσιες σε ρευστότητα.

Η Eurobank, για παράδειγμα, επισήμανε κάποιο πτωτικό κίνδυνο για τα 2,8 δισ. ευρώ για την καθοδήγηση για την αύξηση των δανείων (η οποία συνεπάγεται αύξηση +7%) για το τρέχον έτος, κυρίως λόγω του υψηλότερου επιτοκίου της ΕΚΤ που τώρα θεωρείται 4% έναντι 2,5% στο επιχειρηματικό σχέδιο.

Ωστόσο, οι στόχοι για τα μεσοπρόθεσμα δάνεια παραμένουν άθικτοι και τα μηνύματα ήταν αισιόδοξα σε όλους τους τομείς με 5%-7% ετησίως, με προσδοκίες ανάπτυξης για τα επόμενα έτη.

  • Τα υψηλότερα επιτόκια πολιτικής και η υποστηρικτική εξέλιξη του περιθωρίου δανείων-καταθέσεων σημαίνουν ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) είναι πιθανό να κορυφωθούν το 3ο-4ο τρίμηνο, γεγονός που υποδηλώνει ανοδικό κίνδυνο για τις εκτιμήσεις των αναλυτών.

Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν 59% ετήσια αύξηση του NII το α’ τρίμηνο, λόγω της ταχείας μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στην πλευρά του ενεργητικού και την ακόμη περιορισμένη ανατιμολόγηση των καταθέσεων, που οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος των αναβαθμίσεων των κερδών ανά μετοχή κατά +46% για φέτος.

  • Η ανατιμολόγηση των δανείων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζών με 70%-75% περίπου από τα επιτόκια.

Για το μέλλον, οι τράπεζες γενικά αναμένουν κάποια ήπια διάβρωση του περιθωρίου κέρδους στην περιοχή των 10-15 μ.β. ετησίως λόγω της δυναμικής του ανταγωνισμού και τη βελτίωση του προφίλ πιστωτικού κινδύνου των πελατών.

  • Το κόστος των καταθέσεων παραμένει χαμηλό και υποστηρίζεται από διαρθρωτικές βάσεις χαμηλότερα από την Ευρωζώνη, αντανακλώντας τα διαρθρωτικά θεμέλια, συμπεριλαμβανομένων της βαριάς καταθετικής βάσης λιανικής, καθώς και της ενοποιημένης δομής της αγοράς.

Αυτές οι διαρθρωτικές διαφορές θα διατηρήσουν τις πιέσεις στις καταθέσεις σχετικά πιο περιορισμένες στην Ελλάδα στο μέλλον. Λαμβάνοντας όλα αυτάς υπόψη μέχρι τώρα, οι προβλέψεις των τραπεζών για φέτος φαίνονται σχετικά συντηρητικές.

Η Eurobank, για παράδειγμα, τόνισε ότι η μετακύλιση των καταθέσεων θα πρέπει να είναι κατά μέσο όρο περίπου 50% το β’ εξάμηνο για να φτάσει την πρόβλεψή της για 35% pass-through το σύνολο του 2023. Επιπλέον, η πιο πρόσφατη καθοδήγηση της Alpha βλέπει μέσο όρο pass-through στο 17% για το 2023.

  • Ο νέος σχηματισμός NPE έγινε θετικός το 2ο τρίμηνο (στην περιοχή των 50-100 εκατ. ευρώ), αλλά παραμένει πολύ κάτω από τις αρχικές προσδοκίες. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες δεν έχουν καμία ανησυχία σχετικά με το κόστος κινδύνου και την καθοδήγηση τους για φέτος και μετά.

Επιπλέον, η Intrum υπογράμμισε τις ισχυρές οργανικές πληρωμές, με εισπράξεις περίπου 50% πάνω από τις εισπράξεις πριν από 2-3 χρόνια, υποστηριζόμενες από τη βελτιωμένη μακροοικονομική εικόνα καθώς και τις πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

  • Οι τράπεζες είναι αισιόδοξες για την επαναφορά των μερισμάτων, αλλά είναι προσεκτικές στην καθοδήγησή τους.

Η διανομή κεφαλαίου αποτέλεσε σαφές επίκεντρο των συζητήσεων και ενώ οι τράπεζες ακούστηκαν αισιόδοξες για τις προοπτικές καταβολής μερισμάτων από το 2023 και μετά, τα μηνύματα σχετικά με τους δείκτες διανομής ήταν σχετικά προσεκτικά, δεδομένης της ρυθμιστικής διαδικασίας.

Με το δείκτη NPE που πλησιάζει τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και τα επίπεδα κεφαλαίου να φαίνονται υγιή και πολύ πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις, οι πληρωμές μερισμάτων (και σε μεταγενέστερο στάδιο οι επαναγορές) παραμένουν ένα ρεαλιστικό σενάριο για το 2023 και μετά.

Διαβάστε επίσης:

ING: Οι τελευταίες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία – Οι προσδοκίες της νέας κυβέρνησης

Οι top αποδόσεις στα εταιρικά ομόλογα και οι ελκυστικές προϋποθέσεις για τους επενδυτές – αποταμιευτές

Στα 20 δισ. η κεφαλαιοποίηση των 4 συστημικών τραπεζών – Για πρώτη φορά στο top 3 η Eurobank!