Η JPMorgan προτρέπει να μην είμαστε “fuelish”, δηλαδή απρόσεκτοι στην κατανάλωση καυσίμων, και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι αυξημένες τιμές της βενζίνης και των καυσίμων συνολικά, έχουν έρθει …για να μείνουν.

«Ο κόσμος έχει αρκετό αργό πετρέλαιο, αλλά αυτό που λείπει όμως είναι η ικανότητα διύλισης», εξηγεί η JPM.

Σύμφωνα με την JPMorgan, οι τιμές στα καύσιμα έχουν αυξηθεί πάνω από 88% στην Ευρώπη και περισσότερο από 50% στις ΗΠΑ. Οι υποκείμενες πιέσεις προσφοράς-ζήτησης δείχνουν ότι οι τιμές των οδικών καυσίμων θα ανέβουν και πάλι.

Η αμερικανική τράπεζα προβλέπει ότι από τα 71 δολάρια το βαρέλι πέρυσι, η μέση τιμή του πετρελαίου brent θα κυμανθεί φέτος στα 104 δολάρια και θα υποχωρήσει στα 98 δολάρια το 2023.

Με την τόνωση της ζήτησης και τον περιορισμό της προσφοράς, οι τιμές των καυσίμων θα συνεχίσουν να αυξάνονται, είναι η εκτίμηση της JPMorgan, έως ότου η ζήτηση «καταστραφεί» σε επίπεδο που να μπορεί να καλύψει την προσφορά. Η καταστροφή της ζήτησης θα μπορούσε να συμβεί μέσω δύο διαύλων: άμεσα μέσω της διανομής με δελτίο και έμμεσα μέσω των υψηλών τιμών.

«Εάν οι τιμές της βενζίνης παραμείνουν 50% πάνω από τις τιμές του Αυγούστου 2011-2019, οι οποίες ανέρχονταν στα 3 δολάρια το γαλόνι, τότε η ζήτηση τον Αύγουστο του 2022 θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη κατά 430 χιλιάδες βαρέλια την ημέρα (kbd) από τα 9,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (mbd)», εξηγεί η τράπεζα.

Ακόμη και με αυτό το σενάριο όμως η ζήτηση θα ξεπεράσει τα 9,14 mbd που σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2021. Ωστόσο, αν οι τιμές λιανικής της βενζίνης ξεπεράσουν τα 6 δολάρια το γαλόνι, όπως προβλέπουν οι αναλυτές της JPMorgan, η ζήτηση βενζίνης στις ΗΠΑ θα ανέλθει κατά μέσο όρο στα 9,0 mbd τον Αύγουστο, μια μείωση σε ετήσια βάση επαρκή για την εξισορρόπηση της αμερικανικής βενζίνης.

Η κατάσταση στην αγορά τώρα

Ακόμη και πριν από την πανδημία COVID-19, τα δυτικά διυλιστήρια είχαν υποχωρήσει καθώς σχεδόν 10 mbd νέας δυναμικότητας επρόκειτο να τεθούν σε λειτουργία έως το 2025 στην Ινδία, την Κίνα και στον Κόλπο.

Το σοκ της ζήτησης εν μέσω COVID, οδήγησε στο να μειωθεί η παγκόσμια διύλιση σχεδόν 2 mbd το 2020, κυρίως στο δυτικό κόσμο.

Οι αναντιστοιχίες πρώτων υλών που σχετίζονται με τις κυρώσεις της Βενεζουέλας και της Ρωσίας έχουν μειώσει ακόμη περισσότερο την πραγματική δυναμικότητα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λένε οι αναλυτές Kaneva, Hall, Kedia και Joshi.

Η Ρωσία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαιοειδών στον κόσμο, παρότι πουλάει με επιτυχία το πετρέλαιο της, έχει δυσκολίες στο να πουλήσει τα διυλισμένα προϊόντα της, μειώνοντας έτσι τις παγκόσμιες προμήθειες κατά 0,5-0,7 mbd.

Εν τω μεταξύ, η Κίνα, ο δεύτερος μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο, έχει μειώσει τις εξαγωγές των διυλιστηρίων της πάνω από το μισό φέτος, αφαιρώντας άλλα 0,45 mbd από τις παγκόσμιες αγορές ντίζελ και βενζίνης.

Η JPMorgan εκτιμά ότι εάν η νέα παραγωγική ικανότητα της Μέσης Ανατολής δεν τεθεί σε λειτουργία ταχύτερα ή η Κίνα δεν αποφασίσει να άρει τα ανώτατα όρια εξαγωγών, τότε η έλλειψη καθαρών προϊόντων θα επιδεινωθεί, καθώς η ζήτηση για καύσιμα αυξάνεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στο βόρειο ημισφαίριο.

Η τράπεζα προβλέπει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 2,6 mbd το 2022 στα 100,2 mbd ή 300 kbd λιγότερα από το 2019.

Με την πίεση στις αλυσίδες εφοδιασμού να αυξάνεται, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο κάνουν ό,τι μπορούν για να διατηρήσουν ή ακόμη και να τονώσουν τη ζήτηση, μειώνοντας τους φόρους στη βενζίνη και το ντίζελ, προσφέροντας μη στοχευμένες ενεργειακές επιδοτήσεις ή εισάγοντας νομοθεσίες για την προστασία από την αύξηση των τιμών, αναφέρουν οι αναλυτές.

Μετά το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου το 1973-1974 και την ιρανική επανάσταση το 1978-1979, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έμαθαν ότι η επιβολή μέτρων λιτότητας όπως το δελτίο στα καύσιμα θα αποδώσει ελάχιστα αν ο πληθυσμός δεν υποστηρίζει αυτά τα μέτρα και κανένας πρόεδρος των ΗΠΑ μετά τον Τζίμι Κάρτερ δεν έχει πάρει μέτρα για εξοικονόμηση ενέργειας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι τιμές των καυσίμων πρέπει να συνεχίσουν να αυξάνονται, συμπιέζοντας αυτόματα τη ζήτηση.

Στις ΗΠΑ, οκτώ πολιτείες που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 9% της παγκόσμιας ζήτησης βενζίνης έχουν ήδη είτε εισαγάγει φοροαπαλλαγές στη βενζίνη είτε εξετάζουν το ενδεχόμενο να αναστείλουν τους πολιτειακούς φόρους στη βενζίνη. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επίσης πάρει μέτρα για την αντιμετώπιση της αύξησης των τιμών των καυσίμων τον Μάρτιο.

Συνολικά, το ΔΝΤ εκτιμά ότι φέτος οι συνολικές ενεργειακές επιδοτήσεις (ρητές και σιωπηρές) αναμένεται να αυξηθούν κατά 305 δισ. δολάρια στα 6,8 τρισ. δολάρια, καταλήγει η αμερικανική τράπεζα.

Διαβάστε επίσης:

UBS: Προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% το 2022 για Ελλάδα

Η επόμενη μέρα για τις αγορές – Τι λένε οι αναλυτές