Περιεχόμενα
«Ο,τι είχα στην ψυχή μου το έγραψα», εξηγεί ο κορυφαίος νομικός Λάμπρος Σινανιώτης για το νέο του βιβλίο Φιλοσοφία και Φιλοσοφία του Δικαίου (εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας).
«Ό,τι είχα στην καρδιά μου, στο μυαλό μου, το έγραψα», τονίζει.
Ο Λάμπρος Σινανιώτης δηλαδή δεν αξιώνεται ότι έχει συλλάβει το απόλυτο φιλοσοφικό σύγγραμμα.
Ωστόσο, το βιβλίο του εμπεριέχει το παν γύρω από την ανθρώπινη σκέψη, ύπαρξη και ζωή, με επίκεντρο τη φιλοσοφία του Δικαίου.
Με εξαιρετική πυκνότητα και απλότητα καταγράφει όλη την πορεία και τις επιδιώξεις του ανθρώπινου πνεύματος. Μπορεί να το διαβάσει ο διανοούμενος αλλά και ο ελάχιστα εκπαιδευμένος, διότι βρίσκεται μέσα σε αυτό κάτι για όλους.
Ένας πεφωτισμένος καθηγητής
Πρόκειται για πεφωτισμένο νομικό, από τους λίγους που γαλούχησε η χώρα -αν και τελείωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμανία και μάλιστα με τον περίφημο καθηγητή Ρούντολφ Πόλε.
Ο Λάμπρος Σινανιώτης απέκτησε ντοκτορά σε δύο μόλις χρόνια, νωρίτερα από τα προβλεπόμενα έτη. «Δεν κοιμόμουν τα βράδια, σκεφτόμουν τη διατριβή μου», θυμάται σήμερα. Είχε επιλέξει ως θέμα μια υποδιαίρεση της δικονομίας στην οποία έως τότε εντρυφούσε μόνο η ελίτ των γερμανών δικονομολόγων.
Επέστρεψε στην πατρίδα του σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών, διδάκτωρ από το πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ύστερα από το στρατιωτικό του επανήλθε στη Γερμανία με ερευνητική υποτροφία. Όταν τελικά γύρισε στην Αθήνα, κέρδισε τον τίτλο του εντεταλμένου υφηγητή, και τελικά του καθηγητή.
Και αν ο Λάμπρος Σινανιώτης δεν έγινε ευρύτερα γνωστός στην κοινωνία, φταίει ίσως η απαρασάλευτη αφοσίωσή του στη νομική επιστήμη. Στο πανεπιστήμιο όπου δίδασκε καθώς και στο ιστορικό νομικό του γραφείο με τον επίσης εξαίρετο νομικό Στέφανο Δεληκωστόπουλο. Στις μεγάλες αστικές υποθέσεις διατηρούσε πάντα την αρχή συμβιβασμός και πάλι συμβιβασμός, έξω από το δικαστήριο.
Οι φίλοι του, όσοι κατέκτησαν τις κορυφογραμμές της ελληνικής κοινωνίας, απορροφούσαν τη σοφία του όπως και οι μαθητές την κάθε του λέξη.
Σπανίζουν οι άνθρωποι που εισχωρούν σε έναν χώρο και αλλάζουν τη δυναμική του. Αυτό όμως συμβαίνει πάντα με τον Λάμπρο Σινανιώτη.
Με την αρετή της ταπεινοφροσύνης
Και αν αυτός ο τιτάνας των νομικών γνώσεων ενσωματώνει ορισμένες αρχές του αγαπημένου του Νίτσε για τον υπεράνθρωπο, εκείνος σοφός γαρ διατηρεί απαρεγκλίτως την ταπεινοφροσύνη του.
Ενώ οι μεγάλοι διανοούμενοι μοιάζουν ψυχροί και αγέρωχοι, ο Λάμπρος Σινανιώτης παραμένει ζεστός και όλος αγάπη.
Όπως γράφει ο Ζαρατούστρα του Νίτσε: «Αγαπώ εκείνον που ζει για να γνωρίζει και θέλει να γνωρίσει , έτσι ώστε να ζήσει κάποτε ο υπεράνθρωπος».
Εξάλλου, ο δοτικός Λάμπρος Σινανιώτης αφιερώνει το βιβλίο στους γαμπρούς του.
Παραφράζοντας εκείνο που ο ίδιος σημειώνει για τους δικαστές (σελίδα 142), ο Λάμπρος Σινανιώτης εμφορείται από την αριστοτελική εντελέχεια. Την εν δυνάμει επιδίωξη δηλαδή υψηλότερων εκδηλώσεων της ζωής, όπως η δικαιοσύνη.
Αποστάγματα σοφίας
Ψήγματα της δικής του φιλοσοφίας περί Δικαίου συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στο Mononews.
«Για να γράψω το βιβλίο αυτό ξεκίνησα από τους νόμους να γράφω ένα άρθρο σε ένα περιοδικό. Και αφού το τελείωσα, λέω γιατί να μην γράψω τώρα και για το δίκαιο με την πολιτική; Και μετά γιατί να μην γράψω για τη ζωή και το θάνατο, και πήγα σε όλα τα άλλα», εξηγεί σήμερα ο Λάμπρος Σινανιώτης.
Ορισμένα από τα θέματα που προσεγγίζει: Ηθική, δίκαιο, αρετή, θάνατος, πόνος και πίστη, φιλοσοφία, τέχνη και επιστήμη, μεταξύ άλλων. Υπάρχει και ένα κεφάλαιο στο οποίο αποθησαυρίζει τις σκέψεις μέγιστων φιλοσόφων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μπορεί να λειτουργήσει ως «λεξικογράφημα» για το σύγχρονο αναγνώστη.
Η φιλοσοφία σήμερα
Ξεκινώντας από την αρχή:
«Η φιλοσοφία αποτελεί καθολική περί βίου και κόσμου θεωρία», εξηγεί ο Λάμπρος Σινανιώτης.
Δεν συνιστά γνώση που μπορεί κανείς να μάθει άμεσα αφού δεν γίνεται να καθοριστεί το έργο της.
Αρχικά, η φιλοσοφία έθετε το ερώτημα γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτα; Πρόκειται για το θεμελιώδες ερώτημα της μεταφυσικής.
Η σύγχρονη φιλοσοφία (που περισσότερο εμφανίζεται με τους υπαρξιστές), περιορίζεται στο είναι, το όν και στο ποια είναι η ουσία του όντος.
«Τείνει προς μια οντολογία ή μια οντική (ορθότερα) θεώρηση των πραγμάτων, από μια οντολογική που ήταν η μεταφυσική», εξηγεί ο Λάμπρος Σινανιώτης.
Πάει δηλαδή να αποκαλύψει τις οντολογικές δομές του είναι, αυτού που εκπροσωπεί το όν στον κόσμο. Έτσι τίθεται το ερώτημα τι είναι το όν.
Η φιλοσοφία του δικαίου ασχολείται με την ιδέα του δικαίου. Βρίσκει την αρχική της βάση στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Ενώ πατέρας της φιλοσοφίας του δικαίου θεωρείται ο Χέγκελ.
Νόμοι ίσον Δίκαιο
«Όταν λέμε νόμοι εννοούμε βασικά το δίκαιο», εξηγεί ο Λάμπρος Σινανιώτης φτάνοντας στον πυρήνα του βιβλίου του.
Στην αρχαιότητα υπήρχε το φυσικό δίκαιο. Δηλαδή ορισμένες αρχές οι οποίες ήταν αμετάκλητες, αναγκαστικώς εφαρμοζόμενες κατά την αντίληψη τότε στον κόσμο, και ρύθμιζαν τις σχέσεις των ανθρώπων.
Όχι μόνο νόμους της φύσης, αλλά και ορισμένες άλλες αρχές που ίσχυαν -της συμπεριφοράς, των συναλλαγών. Μια μορφή εθιμικού δικαίου είναι και το φυσικό δίκαιο.
Τα νομικά συστήματα μετά την αρχαιότητα υιοθέτησαν τις αρχές αυτές. Οι οποίες κατέστησαν θετικό δίκαιο.
Επήλθε, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, «μια θετικοποίηση του φυσικού δικαίου».
Φυσικό και θετικό δίκαιο
Ωστόσο, «φιλοσοφικώς λέω ότι υπάρχει μόνο το θετικό δίκαιο. Εις το οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι αρχές του φυσικού δικαίου».
Ως προς τους νόμους, ο Λάμπρος Σινανιώτης δέχεται ότι υπάρχει μόνο το θετικό δικαιο. Το αντιπαραβάλλει με το φυσικό δίκαιο (και το λεγόμενο ζωντανό δίκαιο).
Η θέση του αυτή εκπηγάζει από τη διάσημη θεωρία του μέγιστου θεωρητικού του δικαίου Χανς Κέλσεν. Εκείνος πρώτος υποστήριξε ότι το δίκαιο και η πολιτεία δημιουργούνται ταυτοχρόνως από έναν πρωταρχικό, θεμελιώδη κανόνα (τον Grundnorm).
Αυτός αποκλείει την ύπαρξη φυσικού δικαίου. Δεν μπορεί η κοινωνία να συλλάβει τους νόμους και το κράτος.
Τι εστί θεμελιώδης νόμος;
«Ο θεμελιώδης νόμος είναι υποθετικός νόμος ο οποίος καλύπτει όλα τα συστήματα δικαίου. Δεν νοούνται συστήματα δικαίου χωρίς αυτόν. Και επομένως πρέπει να τον δεχτούμε καίτοι δεν αποδεικνύεται άμεσα. Στη φιλοσοφία δεν υπάρχουν όλα με απόδειξη.
Και πράγματι αν δεν πεις ότι αυτός ο grundnorm θεμελιεί, γεννάει δηλαδή την πολιτεία και το δίκαιο, δεν μπορούμε να πάμε στην κοινωνία.
Η κοινωνία ως φαινόμενο δεν μπορεί να οδηγήσει στο δίκαιο και στην πολιτεία. Έρχεται το δίκαιο, τη συγκροτεί, ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, και γίνεται αυτή η πολιτική κοινωνία.
Επομένως, είσαι υποχρεωμένος να εξελίσσεσαι από άλλη αντίληψη των πραγμάτων για να μπορέσεις να δικαιολογήσεις την πολιτική κοινωνία. Την ισχύουσα δηλαδή.
Προηγουμένως δηλαδή η κοινωνία τι ήταν χωρίς το δίκαιο και το κράτος; Νοείται κοινωνία χωρίς δίκαιο και κράτος; Δεν γίνεται να προκύψουν νόμοι από την κοινωνία.
Είναι μαζί αυτά, πολιτεία και δίκαιο», επισημαίνει ο Λάμπρος Σινανιώτης.
Πολλοί θεωρούν ότι ο θεμελιώδης κανόνας δεν υπάρχει. Επιπλέον, αρκετοί φιλόσοφοι (όπως ο Ζαν Ζακ Ρουσό με το Κοινωνικό Συμβόλαιο και ο Χέγκελ) υποστήριξαν το ακριβώς αντίθετο: Ότι η ίδια η κοινωνία μορφοποίησε το δίκαιο και την πολιτεία.
«Αυτό το αντικρούω εγώ και δεν ισχύει», τονίζει ο ίδιος.
Τι είναι Πόνος;
Το βιβλίο του οδηγεί τη σκέψη του αναγνώστη σε άγνωστα και συναρπαστικά μονοπάτια, όπως με το κεφάλαιο περί πόνου. Πόση ανάγκη έχει ο σημερινός άνθρωπος να κατανοήσει αυτή τη φευγαλέα έννοια.
«Ο πόνος είναι το μεγάλο μυστήριο του κόσμου», επισημαίνει ο Λάμπρος Σινανιώτης. «Είναι ένα από τα ακραία γεγονότα της ζωής».
Και στο βιβλίο του γράφει: «Είναι γεγονός ότι ο πόνος, το πάσχειν και η θλίψη είναι μορφές της ανθρώπινης ατέλειας. Η ζωή είναι γεμάτη πόνο». σελ. 261
Ο Σοπενχάουερ στήριξε την ηθική φιλοσοφία του στον πόνο χωρίς όμως να φτάσει στη διαπίστωση μιας μεταφυσικής σημασίας του πόνου.
Σύμφωνα με τον Λάμπρο Σινανιώτη, ο Πόνος αντιμετωπίστηκε ως μεταφυσικό στοιχείο αρχικά από τους χριστιανούς φιλοσόφους. Ακολουθώντας έναν συλλογισμό που λέει: Πόνος, υπακοή, πίστη, αιωνιότητα.
«Γιατί με εγκατέλειψες;»
Το ισχυρίστηκαν επικαλούμενοι τη Γραφή. Ο Χριστός σταυρωμένος αναρωτιέται “Γιατί με εγκατέλειψες;“. Όμως ενώ παρά την εγκατάληψη, εκείνος έδειχνε υπακοή και πίστη. Έτσι πήγαινε την αιωνιότητα.
Ο συλλογισμός αυτός συναντάται και στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ο οποίος αναφέρεται στη νοσταλγία του θανάτου μέσα από τον πόνο. Νοσταλγία θανάτου εννοώντας ότι θα λυτρωθούν σε άλλη ζωή, την αθανασία της ψυχής ή την ανάσταση.
«Εγώ το αναλύω και το αντικρούω αυτό, λέω ότι ότι τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ούτε υπάρχει νοσταλγία θανάτου από τον πόνο. Διότι ο πόνος όταν υπάρχει σε έναν άνθρωπο οδηγεί πάντα στην μεγίστη επιθυμία να λυτρωθεί από τον πόνο χωρίς να προσβλέπει εις την αιωνιότητα. Χωρίς na αποβλέπει στη μεταθάνατο ζωή.
Ο πόνος για μένα είναι φυσικό φαινόμενο. Μπορεί να είναι σωματικός, ψυχικός, πνευματικός αλλά δεν είναι μεταφυσικό φαινόμενο».
Μετά το θάνατο
Βασική διάκριση μεταξύ πλατωνικής φιλοσοφίας και Χριστιανισμού είναι ότι ο Χριστιανισμός δεν αναφέρεται ποτέ στην αθανασία της ψυχής.
«Ο Χριστιανισμός μίλησε για ανάσταση νεκρών και δίδει τη διέξοδο στην κόλαση και στον παράδεισο. Ενώ ο Πλάτωνας μιλάει για την αθανασία της ψυχής και δίδει τη διέξοδο στην μετεμψύχωση. Λέγει ότι δεν υπάρχει μόνο μετεμψύχωση αλλά και μετενσάρκωση. Και σε μη ψυχικά όντα πηγαίνει η ψυχή».
Ο Λάμπρος Σινανιώτης δεν δέχεται τη θεωρία του Πλάτωνα περί αθανασίας της ψυχής.
«Εγώ λέω ότι μετά τον θάνατο έρχεται η ανυπαρξία.
Όπως τα ζώα και τα φυτά αποθνήσκουν, ξεραίνονται, είναι ένας φυσικός νόμος.
Ο άνθρωπος είναι ένα φαινόμενο της φύσεως, της εξελικτικής μορφής. Δεν μπορεί να μην υπόκειται στους νόμους της φύσεως οι οποίοι κατ’ εξοχήν δεν έχουν εξαιρέσεις.
Επομένως, εφόσον δεν έχουμε εξαιρέσεις, μετά τον θάνατο έχουμε ανυπαρξία.
Πολλοί θεωρούν την ψυχή σωματικό στοιχείο.
Ο Αριστοτέλης έχει γράψει το Περί Ψυχής όπου υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι η δύναμη που κινεί όλο το σώμα αλλά δεν ομιλεί βέβαια περί αθανασίας της ψυχής.
Ο δε Ηράκλειτος, το μεν σώμα λέει να το πετάξουμε, αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί. Η δε ψυχή επανέρχεται εις την ψυχή του σύμπαντος».
«Να γίνει ο άνθρωπος προσωπικότητα»
Συνεχίζει με μία εις βάθος φιλοσοφική ενατένιση. Τον θάνατο δεν πρέπει να τον φοβάται κανείς αλλά να τον σέβεται αφού «συντελεί εις την ανάπτυξη της ζωής».
Επιπλέον, «όσο σκεφτόμαστε το θάνατο και έχουμε συμβιβαστεί με τον θάνατο, είμαστε καλύτεροι άνθρωποι.
Εγώ τελικώς καταλήγω ότι ο σκοπός της ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος προσωπικότητα».
Κατά τη γνώμη του Λάμπρου Σινανιώτη, σκοπός της ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος με τις προσπάθειες και τους αγώνες του, προσωπικότητα.
Δηλαδή ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται τον εαυτό του και να μην τον απορρίπτει.
«Να αντιστέκεται σε ορισμένες λεπτομέρειες ή ιδιαίτερες επιθυμίες. Όταν δεν υποτάσσεται σε αυτές και εφόσον κατορθώνει να πειστεί για αυτό, κατόπιν αυτοτελούς αποφάσεως, και να διακριθεί σε αυτό, σε συνδυασμό με μια πραγματική κοινωνική θέληση, αποκαλείται προσωπικότητα».
Έτσι γίνεται λόγος για μια ηθική προσωπικότητα και κοινωνική προσωπικότητα. Η προσωπικότητα οφείλει να γίνεται αυτοσκοπός, εντελέχεια και αναντικατάστατη αξία.
«Πρέπει να συντελούμε στο να γίνει η ενέργεια αυτή και πράξη», καταλήγει ο ίδιος.
Ηθική, Δίκαιο, Αρετή
Η Ηθική αποτελεί την αξιολογία της προσωπικότητας, σύμφωνα με τον Λάμπρο Σινανιώτη.
Δηλαδή, όπως γράφει στη σελίδα 213, «η βασική διαφορά του δικαίου και της ηθικής είναι ότι το δίκαιο αναφέρεται στην εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου ενώ η ηθική αναφέρεται στο εσωτερικό φρόνημα».
Αλλά και στην εσωτερική προαίρεση, όπως θα συμπληρώσει κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
«Η Ηθική δεν είναι ένας κώδικας επιταγών και προσταγών. Σου λέει να επιλέξεις μόνος σου με την προαίρεσή σου και την ελευθέρα σου βούληση πώς πρέπει να φερθείς. Ενώ το Δίκαιο σου επιβάλει αναγκαστικούς κανόνες τους οποίους πρέπει να τηρείς.
Τώρα εσωτερικά αν είσαι ηθικός άνθρωπος καλός ή κακός δεν ενδιαφέρει καθόλου το δίκαιο.
Σε ελάχιστες περιπτώσεις ηθικοί κανόνες περιλαμβάνονται στο Δίκαιο».
Ανακαλεί με ευκολία ορισμένα παραδείγματα άρθρων του αστικού κώδικα. Το άρθρο 181 όπου γίνεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ή το άρθρο 288 περί απροβλέπτου μεταβολής των συνθηκών. Όταν δηλαδή πρέπει να μειώνεται η απαίτηση του δανειστή, στηρίζεται σε ηθικά στοιχεία.
Ψήγματα ηθικής στο δίκαιο
«Επίσης το άρθρο 200 (που τα θυμάμαι;) που λέει ότι η σύμβαση ερμηνεύεται ως απαιτεί η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη.
Αυτά είναι στοιχεία ηθικά.
Υπάρχει δηλαδή ένα μικρό σπέρμα ηθικής εις το δίκαιο.
Διότι κατά βάση το δίκαιο στηρίζεται στη σκοπιμότητα. Και στην αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας».
Εν τέλει όμως, η «ηθική υπερβαίνει το δίκαιο. Γιατί η ηθική τα περνάει όλα από την αξιολόγησή της, κρατάει όλη τη ζωή του ανθρώπους στους ορισμούς της –Παπανούτσος, Ο νόμος και η αρετή».
Και ο Λάμπρος Σινανιώτης καταλήγει ότι «η αρετή από φιλοσοφική άποψη είναι αυτόχθοη συνέπεια της επιταγής του ηθικού νόμου που πραγματοποιείται από προαίρεση του ανθρώπου».
«Η αλήθεια είναι αδύνατη»
Ο Λάμπρος Σινανιώτης παραμένει ο ένας από τους κορυφαίους ερμηνευτές της δικονομίας.
Η δικονομία ασχολείται με το πώς απονέμεται το δίκαιο από τη δίκη. Με τα προσόντα των δικαστών και το πώς πρέπει να αποφασίζουν.
Ένα στοιχείο που ξαφνιάζει τον σκεπτόμενο αλλά μη νομικό αναγνώστη έχει να κάνει με την αλήθεια.
«Η διακρίβωση της πραγματικής αλήθειας είναι αδύνατη», όπως σημείωνε ο αείμνηστος Δεληκωστόπουλος.
«Πάντα κινούμαστε σχετικώς, στην πιθανολόγηση. Η αλήθεια είναι αδύνατη. Η ταύτιση δηλαδή του λόγου και του αντικειμένου που είναι η αλήθεια αντικειμενικώς, δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η νομική αλήθεια, δηλαδή ό,τι αποδεικνύεται. Η μεγάλη πιθανολόγηση είναι η αλήθεια», τονίζει ο Λάμπρος Σινανιώτης.
«Ο δικαστής οφείλει να διαπιστώσει την αλήθεια των υπό επίκλησιν γεγονότων. Αλήθεια υπό την απόλυτη έννοια είναι η συμφωνία του αντικειμένου προς τους κανόνες της νόησης», σημειώνει ο ίδιος.
Της δίκης δηλαδή με τη νόηση.
«Η ανεύρεση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου είναι αποκλειστικό έργο του δικαστή κατά τον κανόνα jura covit curia», όπως παρατηρεί ο Λάμπρος Σινανιώτης στο βιβλίο του (σελίδα 144).
Ότι ο δικαστής λέει τον νόμο. Ανεξαρτήτως του ό,τι λένε οι διάδικοι.
Έτσι η συζήτηση στρέφεται σε παράπλευρο ζήτημα το οποίο ο συγγραφέας θεωρεί εξαιρετικά κρίσιμο για τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Το περί δικαίου αίσθημα του λαού
Γράφει:
«Σοβαρό είναι το ζήτημα κατά πόσο είναι επιτρεπτή η δημόσια κριτική των δικαστικών αποφάσεων. Ως πράξη εφαρμογής του δικαίου, η απόφαση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής.
Η κριτική όμως αυτή δεν μπορεί να αναφέρεται στο πραγματικό της απόφασης.
Αυτό έχει ελεγχθεί τόσο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστή όσο και από την υποχρέωση αυτού να αιτιολογήσει την απόφασή του κατά το ανωτέρω.
Αμφότερα αποτελούν επαρκείς εγγυήσεις της ορθότητας της αποφάσεως ως προς το πραγματικό. Παραμένει μόνο προς κριτική η ορθή εφαρμογή του δικαίου. Πράγμα που γίνεται με τον σχολιασμό των δικαστικών αποφάσεων».
Εν ολίγοις (σελ 143): «Ο δικαστής πρέπει να αποφεύγει την έξωθεν επίδραση… Να παραβλέπει το περί δικαίον αίσθημα του λαού».
Και σήμερα παρατηρεί:
«Οι αποφάσεις δεν μπορούν να κριθούν κατά το πραγματικόν. Δηλαδή την πραγματική ουσία της υποθέσεως. Μόνο για τη νομική τους ορθότητα.
Διότι συγχέουν το περί δικαίου αίσθημα του λαού με την κρίση του αντικειμένου, δηλαδή των πραγματικών περιστατικών. Το οποίο είναι ανέλεγκτο. Δεν μπορείς να το ελέγξεις. Και κατά μείζονα λόγο με το περί δικαίου αίσθημα του λαού.
Προσπαθούν να επηρεάσουν την δικαιοσύνη με το περί δικαίου αίσθημα του λαού το υγιές. Το οποίο δεν υπάρχει διότι είναι υποκειμενικό στον καθέναν και δεν έχει καμία νομική σημασία. Απεναντίας, εχρησιμοποιήθει το δόγμα αυτό στα ναζιστικά καθεστώτα για τη δίωξη των αντιπάλων των μειονοτήτων», τονίζει ο Λάμπρος Σινανιώτης.
Η Τραγωδία και η Τέχνη
Υπάρχει στο βιβλίο Φιλοσοφία και Φιλοσοφία του Δικαίου, το κεφάλαιο περί Φιλοσοφίας και Τέχνης.
Κατά τον συγγραφέα, έχουν το εξής κοινό: Ότι τείνουν στον μετασχηματισμό της πραγματικότητας και τη μεταφορά της τελευταίας στον κόσμο των ιδεών. Η τέχνη όμως ενίοτε εγκιβωτίζει και το μεταφυσικό στοιχείο.
Περισσότερο από όλες τις μορφές τέχνης ο Λάμπρος Σινανιώτης θαυμάζει την τραγωδία. «Όχι μόνο είναι ποιητικά έργα σπουδαία. Είναι και σπουδαία φιλοσοφικά έργα και διδάσκουν φιλοσοφία. Μάλιστα όπως λέει ο Παπανούτσος, όταν θέλετε να μάθετε φιλοσοφία, μην συντρέχετε στα συγγράμματα των φιλοσόφων αλλά στις ελληνικές τραγωδίες».
Η εντελέχεια του Αριστοτέλη
Ο Λάμπρος Σινανιώτης στο βιβλίο του συμπυκνώνει γνώσεις και έννοιες απόλυτα αφηρημένες με εντελώς συγκεκριμένο και απλό τρόπο.
«Δίνω μεγάλη σημασία στη γλώσσα», παραδέχεται.
«Όταν γράφω είναι σαν να φτιάχνω ένα κόσμημα. Το κάθε κεφάλαιο το είχα στο μυαλό μου όλο και ύστερα το κατέγραφα».
Όπως γράφει στον πρόλογό του συμφωνώντας με τον Βιτγκενστάιν, όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας οφείλονται στη μη κατανόηση της λογικής της γλώσσας από τους φιλοσόφους.
«Οι νεώτεροι αντίθετα προς τους αρχαίους, διακρίνονται από λεξιλαγνεία. Χρησιμοποιούν λέξεις ώστε το κείμενό τους να μην είναι αντιληπτό. Ενώ οι αρχαίοι έγραψαν με γλώσσα απλή».
Η απλότητα της γραφής υποννοεί μεγαλύτερη εμβάθυνση και κατανόηση σύνθετων νοημάτων. Ενώ η δυσνόητη γλώσσα προδίδει την ατελή επεξεργασία τους.
«Μία νέα λέξη ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε σε όλο του το φιλοσοφικό έργο. Τη λέξη εντελέχεια. Ένα αξίωμα που κατέγραψε στο Περί ψυχής.
Είναι δηλαδή η αρχή σύμφωνα με την οποία τα πάντα τείνουν να φτάσουν στο ανώτατο σημείο προόδου», θυμίζει ο Λάμπρος Σινανιώτης.
Ο Λάμπρος Σινανιώτης τείνει προς την εντελέχεια, την προσπάθεια της ψυχής να φτάσει το ανώτατο όριο της αυτοπραγμάτωσής της…
Το credo που τήρησε με ευλάβεια στη ζωή του. Που μεταλαμπαδεύτηκε στα τρία παιδιά και στα εγγόνια του. Ένα λαμπρό παράδειγμα για την ελληνική οικουμένη.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Λίβανος: Η Χεζμπολάχ λέει ότι κατέστρεψε 6 ισραηλινά άρματα – Σφοδρές μάχες στα νότια σύνορα με το Ισραήλ
- ΣΥΡΙΖΑ: Κοντά σε νίκη από τον πρώτο γύρο ο Φάμελλος με 49,60% στο 75% της ενσωμάτωσης(upd)
- Ουκρανία: Παρουσίασε συντρίμμια του ρωσικού πυραύλου Oreshnik
- Αντώναρος για εκλογές ΣΥΡΙΖΑ: Δεν έχουν ψηφίσει ούτε το 20% από τα νούμερα που δίνει η Κουμουνδούρου