Η έκθεση «Το τοπίο της Σαντορίνης στην ελληνική ζωγραφική του 20ού αιώνα, Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα» στο Μπενάκη, όπου πραγματοποιήθηκε η συνάντηση με τον εν λόγω συλλέκτη, επέτρεψε την ανασκόπηση στον δικό του πλούσιο βίο ως homo universalis.

«Είμαι δάσκαλος», εξηγεί και συμπληρώνει: «Αν δεν αφηγηθείς, δεν τα παίρνεις μαζί σου».

Καταπληκτικός Φασιανός, σπάνιος Χατζηκυριάκος Γκίκας, ιδιαίτερος Μόραλης: Μερικά από τα δείγματα της συλλογής του που αποκαλύπτει ο Δημήτρης Τσίτουρας στο μουσείο της Πειραιώς…

Η επικέντρωση στη Σαντορίνη επιτρέπει στον θεατή να μελετήσει τις πολλαπλές όψεις και μεταμορφώσεις ενός θέματος υπό το βλέμμα και τη σύλληψη διαφορετικών δημιουργών.

Κατά δεύτερον, επιτρέπει τη συγκριτική σπουδή ορισμένων από τους πιο σημαντικούς έλληνες ζωγράφους.

Σε αυτήν την ιδιωτική περιήγηση στον χώρο της έκθεσης αφηγήθηκε με χειμαρρώδη λόγο την περιπέτεια της συλλογής του.

Νικόλαος Χατζηκυριάκος Γκίκας, Σαντορίνη 1962

Σκηνική παρουσίαση

Όταν από την πολύβουη Πειραιώς ανεβαίνει κανείς στον όροφο του Μουσείου Μπενάκη όπου φιλοξενούνται τα εκθέματα, εισχωρεί σε μία όαση πολυτέλειας – μια υπέροχη ανθοδέσμη πάνω σε ένα περίτεχνο τραπέζι ανάμεσα σε δύο σκαλιστές, κεντημένες πολυθρόνες από το Γκστάαντ προδιαθέτουν τον θεατή ότι φιλοξενείται στο σαλόνι του συλλέκτη.

«Υπάρχει μια ιστορία», εξηγεί ο ίδιος: «Ήθελα να δημιουργείται εδώ ένα σκηνικό σχετικό με την τέχνη ώστε ο θεατής να αφιερώνει χρόνο να κάθεται να χαζεύει τα έργα». Διότι η τέχνη εμπεδώνεται συν τω χρόνω και όχι με βιασύνη.

Το στήσιμο της έκθεσης λοιπόν δημιουργεί την εντύπωση ζωντανής παράστασης με τις μελωδίες του Χατζηδάκη να πλαισιώνουν ηχητικά τα έργα της αίθουσας.

«Μπορεί να σας κάνει εντύπωση η παρουσίαση. Όταν το 1980 όμως παρουσίασα την πρώτη μου συλλογή στην έκθεση Η Σαντορίνη όπως την είδαν οι ευρωπαίοι περιηγητές τον 15ο με 17ο αιώνα με επιμελήτρια την Φανή Μαρία Τσιγκάκου του Μουσείου Μπενάκη, φάνηκε πάραυτα η ιδιαιτερότητά μου».

Στην εν λόγω έκθεση είχε φέρει έπιπλα από τη Σαντορίνη, έβαλε κλασική μουσική, ένα ποίημα του Σεφέρη, λουλούδια από το πάλαι ποτέ παλαιοπωλείο στην Πινδάρου (που ύστερα πέρασε στα χέρια του Μαρτίνου). Τότε τράβηξε για πρώτη φορά την προσοχή της Ελένης Βλάχου. Έναν χρόνο αργότερα, με αφορμή τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του Σεφέρη (ως φίλος του και δικηγόρος κρατούσε τα πνευματικά δικαιώματα του ποιητικού του έργου) για να σκηνοθετήσει κρατήθηκε από μια φράση του νομπελίστα: «Θέλω να τα παρατήσω όλα και να κάνω μουσική».

Πραγματοποίησε λοιπόν αυτήν την ευχή.

«Έστησα μια μικρή ορχήστρα με αναλόγιο και πάνω εκεί τοποθέτησα όλο το έργο του. Τα βιβλία του που είχαν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και το εξωτερικό και την εικονογραφία τους από τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Σπύρο Βασιλείου και τον Πικάσο καθώς και ένα πορτρέτο του από την Εθνική Πινακοθήκη. Αυτή η έκθεση γύρισε την Ελλάδα και τον κόσμο. Έφτασε στο Κέιμπριτζ, στο Πρίνστον, στο Μέριλαντ, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στην Ουάσινγκτον και στη Νέα Υόρκη. Είχα βάλει μουσική που άρεσε στον ίδιο τον Σεφέρη, από Ραβέλ ως Στραβίνσκι».

Ο Μόραλης στη Σαντορίνη

Εξ απαλών ονύχων πνευματική και υλική κληρονομιά

Από την κούνια του όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τη συλλογή αντικειμένων και έργων τέχνης.

«Η γιαγιά μου όταν με ρωτούσε τι ήθελα για τα γενέθλιά μου, εγώ ονομάτιζα ένα πράγμα από το σπίτι που μου άρεσε με αποτέλεσμα να έχω αποκτήσει μια προίκα με πράγματα του σπιτιού μου ήδη από πολύ νωρίς», αφηγείται.

Ο πατέρας του, Παναγιώτης, διακρίθηκε ως δικηγόρος ενώ δίδασκε Νομικά όπως και ο Δημήτρης Τσίτουρας: «Έχω βγάλει περίπου δώδεκα χιλιάδες φοιτητές στην πορεία μου -από τη Γιάννα Αγγελοπούλου μέχρι τη Φάνη Πάλλη Πετραλιά. Όταν δίδασκα, ίδρωνα. Γιατί οι φοιτητές μου σε δύο – τρεις μήνες θα γινόντουσαν συνάδελφοί μου. Έπρεπε να είμαι άψογος. Καταπιάστηκα με πολλά πράγματα στη ζωή μου, αλλά σε όλα έδειχνα πολύ φιλότιμος, έβαζα τα δυνατά μου για να είμαι ο καλύτερος».

Ύστερα από μεταπτυχιακά Ναυτικού Δικαίου στο Λονδίνο, εργάστηκε στην N.J. Goulandris και η εμπειρία του σε αυτόν τον κολοσσό της ναυτιλίας τον καθόρισε. Τότε, δηλαδή εν έτει 1974, στο Λονδίνο και όντας ήδη παντρεμένος αρχίζει να συλλέγει πιο συστηματικά.

Ωστόσο για τον ίδιο «μεγαλύτερο πανεπιστήμιο πέρα από σπουδές και σχολεία» αποτέλεσε το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη όπου σε ηλικία έντεκα ετών τον έστειλε  ο πατέρας του να εργαστεί. Εκεί παιδιόθεν συγχρωτίστηκε με το πάνθεον της ελληνικής διανόησης: Όχι μόνο απέκτησε ισότιμη σχέση μαζί τους, “έγινα ο εξ απορρήτων τους”, διευκρινίζει.

«Τότε δεν συνειδητοποιούσα τι σήμαινε αυτό για έναν μαθητή αλλά σήμερα, στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια μου, καταλαβαίνω ότι ήμουν ένα παιδί διαφορετικό», ομολογεί.

Τσίτουρας – Φασιανός

Και υπογραμμίζει: «Για μένα τρεις άνθρωποι συμπυκνώνουν την Ελλάδα: Ο Τσαρούχης, ο Σεφέρης και ο Χατζηδάκης. Όλοι οι άλλοι μεσουρανούσαν πέριξ αυτών».

Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο οποίος του χαρίζει την ωδή στη Σαντορίνη και φιλοξενείται στο σπίτι του συλλέκτη στο νησί (στην έκθεση παρουσιάζεται χειρόγραφο το ποίημα καθώς και σπάνιο φωτογραφικό ντοκουμέντο του νομπελίστα κάτω από μια ελιά στο εν λόγω σπίτι), δεν αποκτά ποτέ εφάμιλλη θέση στην καρδιά του συλλέκτη.

«Του είχα εξηγήσει: Οδυσσέα, εγώ δεν έχω καιρό να μελετήσω την ποίησή σου διότι ακόμη βρίσκομαι στον Καβάφη και στον Σεφέρη», ομολογεί αφοπλιστικά.

Τσίτουρας – Ελύτης κάτω από τον ίσκιο της ελιάς

“Η χήρα του Σεφέρη”, όπως αποκαλεί τη Μάρω ο συλλέκτης, φωτογραφίες της οποίας κοσμούν την έκθεση, «με κάλεσε να αναλάβω τα δικαιώματά του τα πνευματικά ως δικηγόρος. Διέθετα ολόκληρη τη συλλογή των έργων του -από το πρώτο βιβλίο του ως το τελευταίο αλλά αργότερα αυτά παραχωρήθηκαν στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη. Νομίζω αυτό ήταν το σωστό».

Από όλα αυτά τα πνευματικά θηρία «περισσότερο με σημάδεψε ο Τσαρούχης. Ο τελευταίος έλληνας σοφός, τον τοποθετώ στην ακροτελευταία σειρά των φιλοσόφων μας -που είχε μελετήσει και ο ίδιος ιδιαιτέρως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Διαβάζαμε την νεκρώσιμη ακολουθία δυνατά, ένα αυτοτελές ποιητικό έργο, διότι τόνιζε: αυτό θέλω να το ακούω ζωντανός!».

Επίσης θυμάται την πανηγυρική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, όταν ο Τσαρούχης παρατήρησε οξυδερκώς: «Πότε θα βγει επιτέλους μια κυβέρνηση μη φιλελληνική;».

Πάτρονας της Σαντορίνης

Επειδή το όνομα του Δημήτρη Τσίτουρα έχει ταυτιστεί με τη Σαντορίνη (στο ευρύ κοινό από το μουσείο και το ξενοδοχείο του κυρίως), υπάρχει εν πολλοίς η παρανόηση ότι κατάγεται από το νησί ενώ αντιθέτως εκείνος γεννήθηκε στην Αθήνα και έχει καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και την Καλαμάτα.

«Νομίζω ήταν κάρμα», παρατηρεί ο Δημήτρης Τσίτουρας.

«Είχα μία σπουδαία δασκάλα Γαλλικών, τη Λίνα Σπάρταλη. Ο πατέρας της ήταν πρίγκηψ της Λεγεώνας της Τιμής και ιδρυτής της Γαλλικής Ακαδημίας -μετέπειτα γαλλικό Ινστιτούτο- που δημιούργησε και τα ελληνογαλλικά λεξικά το 1930. Η δασκάλα μου ταξίδευε πολύ και τη ρωτούσα πάντα τι ξεχώριζε από όλα αυτά τα εξωτικά ταξίδια της και εκείνη πάντα απαντούσε «παιδί μου, η Σαντορίνη»! Ενώ εγώ ονειρευόμουν το Παρίσι. Ωστόσο μου έμειναν τα λόγια της. Και όταν το 1968 μέσω Ζυρίχης έφτασα στη Σαντορίνη συγκινήθηκα και σκέφτηκα αμέσως ότι εδώ θέλω να δημιουργήσω κάτι. Μετά από λίγα χρόνια, όταν ήταν να παντρευτώ πήγα εκεί με τη μετέπειτα σύζυγό μου Αγγέλα και της λέω αν σου αρέσει, θα σου κάνω πρόταση γάμου!», παρατηρεί με χιούμορ.

Φωτογραφία πριν από το πορτρέτο της Σκιαδαρέση

 

Ζωή Σκιαδαρέση, Ο Δημήτρης ίπταται της Σαντορίνης

Δεν άργησε πολύ η περίοδος που άρχισε να ασχολείται με το νησί και ως συλλέκτης.

«Ένας πολύ καλός μου φίλος, ο Στάθης Φινόπουλος που πέθανε πρόσφατα, μεγάλος δωρητής του Μουσείου Μπενάκη με είχε συμβουλεύσει: εσύ θα καταστραφείς οικονομικά διότι αγοράζεις ό,τι σου αρέσει χωρίς να παζαρεύεις την τιμή. Και κατά δεύτερον μου έδειξε το δρόμο του θέματος: Αφού αγαπάς τη Σαντορίνη γιατί δεν στρέφεις το βλέμμα σου εκεί; Μην κοιτάτε που αυτά τα πράγματα είναι σήμερα γνωστά. Το 1974 εμείς προσπαθούσαμε να γίνουμε εφάμιλλοι της Ευρώπης αλλά πηγαίναμε στα τυφλά», σημειώνει.

Ξεκίνησε λοιπόν με τη Σαντορίνη και μια πρώτη μαγιά από χάρτες και γκραβούρες 15ου-19ου αιώνα. Το 1980 εγκαινίασε το Μουσείο της Σαντορίνης στο Μέγαρο Γκύζη (κτίσμα του 1780) όπου εξέθεσε τον πυρήνα αυτής της πρώτης του συλλογής με τίτλο «η Σαντορίνη από τον ΧV μέχρι τον ΧΙΧ αιώνα», μέσα από χάρτες, τοπία και φορεσιές. Καθώς επίσης και με πίνακες ελλήνων ζωγράφων µε θέμα «το τοπίο της Σαντορίνης στην ελληνική ζωγραφική του 200υ αιώνα». Συμπεριλαμβάνει έργα του Γκίκα, του Μόραλη και του Πρέκα.

«”Μπορεί κανείς να μελετήσει το πώς ήταν η Ελλάδα όλη εκείνη την εποχή», εξηγεί.

Ταυτόχρονα μάζευε έπιπλα από τη Σαντορίνη με αποτέλεσμα να διαθέτει πλέον μια «καταπληκτική επίπλωση» με αντικείμενα που διατρέχουν τους αιώνες.

Το 1986 αγόρασε γη με σκοπό κάποια στιγμή να δημιουργήσει ένα σύγχρονο, ιδιόκτητο μουσείο (δεν θα αργήσει να ανοίξει τις πύλες του πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη -βλέπε μουσείο της Ακρόπολης).

Το 1988 δημιούργησε το γνωστό, πεντάστερο ξενοδοχείο που δεσπόζει στο φρύδι της Καλντέρας υπό τον τίτλο The Tsitouras Collection (έτσι ονομάζεται και ο οίκος ελληνικού ντιζάιν με κοσμήματα, ρουχισμό και objets d’ art που ο ίδιος δημιουργεί στην Αθήνα και άλλες πόλεις με χαρακτηριστικό σήμα κατατεθέν το δάφνινο στεφάνι που σχεδίασε ο Τσαρούχης).

Ο ίδιος ο Φινόπουλος πρότεινε στον Δημήτρη Τσίτουρα να στραφεί προς την ελληνική ζωγραφική.

«Εγώ όμως, ερχόμενος τότε από το Λονδίνο και τη μεγάλη ζωγραφική, θεωρούσα τα ελληνικά έργα δευτερεύουσας σημασίας. Με βαριά καρδιά άρχισα να μαζεύω. Έχω εφτά σπίτια στη Σαντορίνη και τρία στην Αθήνα και δεν στόλισα ποτέ κανένα με τα έργα αυτά», εξομολογείται.

Συνιστούν το corpus της δεύτερης συλλογής του.

Αλλά στη συγκεκριμένη έκθεση στο Μπενάκη τα ογδόντα τέσσερα συνολικά έργα που εκτίθενται δεν συνιστούν παρά μόνο τα λιγότερα από τα μισά της συνολικής περιουσίας του συλλέκτη. Βρίσκονταν τόσο καιρό σε ένα ντεπό με σκοπό να κοσμίσουν το μελλοντικό μουσείο της Σαντορίνης.

Εντούτοις, με την παρουσίαση της συγκεκριμένης συλλογής πραγματοποιεί hommage στην ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα «τέχνη επηρεασμένη περισσότερο από τη Δύση παρά από την Ανατολή» όπου το εξασκημένο μάτι διακρίνει “διαμάντια κομμάτια”.

Νίκος Εγγονόπουλος, Καμάρα στα Κάτω Φηρά

Η τρίτη συλλογή που κατά καιρούς παρουσιάζει αφορά έργα του Τσαρούχη (στις 30 Σεπτεμβρίου κατέβηκε η έκθεση με ενενήντα έργα του ζωγράφου που παρουσιάστηκαν στο σπίτι του Πέτρου και της Μαρίκας Κυδωνιέως στην Άνδρο σε επιμέλεια Αθηνάς Σχινά).

Η τέταρτη περιλαμβάνει έργα του Σπύρου Βασιλείου.

Διαθέτει επίσης μεγάλη συλλογή με στεφάνια από την αρχαιότητα έως σήμερα καθώς και με αγγέλους (αρχαίους έρωτες και νίκες).

Δεν θεωρεί όμως τον εαυτό του μαικήνα της τέχνης.

“Σε καμία περίπτωση. Ένας μαικήνας πρέπει να έχει τεράστια περιουσία. Εγώ δεν είχα. Όλα αυτά π0υ έκανα τα κατάφερα με ό,τι έβγαζα από τον κόπο μου… Δεν ήταν εκ του περισσεύματος αυτά αλλά εκ του υστερήματός μου. Είμαι χορτάτος στη ζωή, ευχαριστημένος. Έχω χαρεί πολύ, έχω πονέσει πολύ, όλα σε μεγάλο βαθμό…”.

Η ζωή του έχει αποτελέσει αντικείμενο ταινίας του Discovery Channel, απαύγασμα των εμπειριών του.
Με τις δημιουργίες του διείσδυσε στον Λευκό Οίκο: “Είχαμε παραγγελία από το Πατριαρχείο να δημιουργήσουμε τα δώρα της επίσκεψης του Βαρθολομαίου στις ΗΠΑ. Ετυχε να βρίσκομαι στην Αμερική και με κάλεσαν. Η Χίλαρι Κλίντον φορούσε τα σκουλαρίκια και την καρφίτσα μου  ενώ ο Τζορτζ Στεφανόπουλος φορούσε τη γραβάτα μου” Εκεί γνώρισε και την Μαντλέν Ολμπράιτ. Στην παρθενική ομιλία της ως πρέσβης των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Εθνη, φορούσε μία καρφίτσα-φίδι εξού και την αποκαλούσαν έκτοτε «φίδι της διπλωματίας». Συνειδητοποίησε ότι “φορώντας μια καρφίτσα μπορούσε να περάσει κάποιο μήνυμα. Αργότερα, σε ένα βιβλίο της με φωτογραφημένες τις καρφίτσες της, παρουσίασε και τη δική μου”.

Η ξενάγηση στην έκθεση

Από τη δημιουργία της συλλογής αυτής συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια.

Κογεβίνας, Ο γιαλός των Φηρών

Ένας υπέροχος κεντρικός τοίχος στην έκθεση στολίζεται με τον Παύλο Σάμιο, τον Μηνά, τον Κώστα Τσόκλη (τρίπτυχο), τον Κώστα Πανιάρα και τον Αργύρη Στυλιανίδη (στο συγκεκριμένο έργο επηρεασμένος από τον Πικάσο). Παρακάτω ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γεράσιμος Τέρης, ο Γιάννης Μηταράκης, ο ‘Αγγελος Θεοδωρόπουλος, ο Αλέξανδρος Καραγιαννάκης. Η Δέσποινα Μεϊμάρογλου, “εικαστικός πολύ προχωρημένη με παρουσία στη Νέα Υόρκη, γνωριζόμασταν από παιδιά και όταν ήρθε στη Σαντορίνη ζήτησε να κάνει αυτά τα τυπώματα από τη βεράντα μου”.

Ένα σπάνιο λάδι του Φασιανού με σκαλιστή κορνίζα 18ου αιώνα βουτηγμένη στο χρυσό: “Πολλά έργα όταν τα αποκτώ τα φέρνω στο κρεββάτι μου και σαν λατρευτικό αντικείμενο κοιμούνται μαζί μου αρκετό καιρό”.

Παρακάτω: ο χαράκτης της αντίστασης Βάλιας Σεμερτζίδης, η Όπη Ζούνη με δυο έργα της (το ένα πολύ πρώιμο), ο Σπύρος Βασιλείου: ζωγραφίζει το σπίτι του Δημήτρη Τσίτουρα και αιχμαλωτίζει την κίνηση της Αγγέλας Τσίτουρα καθώς ανοίγει μια πόρτα συλλαμβάνοντας ακόμη και την κίνηση του φουστανιού της από τον αέρα.

Όπη Ζούνη

Στέκεται μπροστά στο έργο της μαθήτριας του Μόραλη, Ζωής Σκιαδαρέση. “Αν παρουσίαζα έκθεση στην Αμερική αυτό θα ήταν η αφίσα μου”. Και αναφέρεται στη μικρή ιστορία του έργου “Ο Δημήτρης ίπταται της Σαντορίνης”:  Η Ζωή είχε έρθει στο σπίτι μας στη Σαντορίνη για το οικογενειακό μας πορτρέτο. Ποζάρω στον φακό του Μάκη, του άνδρα της κρατώντας στο χέρι μου τον Σεφέρη -έχω ήδη γίνει γνωστός για τη Σαντορίνη, τις γκραβούρες και τον Σεφέρη. Εκείνη την ώρα περνάει μια γειτόνισσα και λέει κύριε Δημήτρη σας έφερα σταφύλια και μου λέει η Ζωή κράτα το καλάθι. Όταν φτιάχνει όμως το έργο εγώ ίπταμαι της Σαντορίνης, το καλάθι έχει αλλάξει μορφή ενώ υπάρχει μια βούλα για να παραπέμπει στις γκραβούρες μου”

Επίσης: Άννα Μενδρινού (“πολύ σημαντική, που βρίσκεται στο Μουσείο Γουλανδρή, ανιψιά της Γουλανδρή”), Μόραλης (“σπάνιο έργο του 1934 ή του 36”), Γκίκας (“ξέρω ότι αγαπάτε τη Σαντορίνη, θα μου επιτρέψετε να σας χαρίσω το πρώτο μου σχέδιο;”).

Πρέκας, Η θέα από τον Πύργο

Μία τεράστια τοιχογραφία της ελληνικής τέχνης: Πάρις Πρέκας, Λυκούργος Κογεβίνας, Χριστόφορος Ασιμής (Σαντορινιός), Ζερβός, Βάσος Γερμενής, Γιάννης Γαϊτης, Πέτρος Ζουμπουλάκης, Παναγιώτης Γράββαλος, ο κορυφαίος χαράκτης της μεταπολεμικής γενιάς Α.Τάσσο

«Κανείς δεν έχει συλλέξει έτσι με το δικό μου το μεράκι», λέει. Και συμπληρώνει με διάθεση σκωπτική αλλά και αναστοχαστική: «Με θαύμαζαν σαν μικρό παιδί, γι’ αυτό τώρα νιώθω πολύ δεσμευμένος όσον αφορά τι θα λένε για όλα όσα κάνω!».

Καλογεροπούλου, Η Σαντορίνη της φαντασίας μας

Οι γυναίκες καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος της συλλογής: Σοφία Μαζαράκη Καλογεροπούλου, Ντιάνα Αντωνακάτου, Αλίκη Τόμπρου, Έρση Χατζημιχάλη (κόρη της Αγγελικής), Λουίζα Μοντεσάντου…

“Μου αρέσουν, τις θεωρώ αξιόλογες. Οι γυναίκες όμως έχουν ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη…” Ίσως διότι παραμένουν πιο προσγειωμένες, γήινες, καθώς γεννούν και έτσι η ιδιοφυία παραμένει προνόμιο ανδρικό; “Δεν θα έλεγα ιδιοφυΐα. Είναι πιο σπουδαίες από τους άνδρες -κατ’αρχάς είναι οι μόνες που μπορούν να αισθανθούν τα χρώματα του έρωτα. Οι άνδρες με το δόσιμο δεν τα πάνε καλά… άρα οι γυναίκες σαφώς είναι οι κερδισμένες. Απλώς δεν τον βρίσκουν τόσο εύκολα όσο οι άνδρες…”.

Σπυριούνης, Άγιος Μηνάς

Το τοπίο της Σαντορίνης στην ελληνική ζωγραφική του εικοστού αιώνα, στο Μουσείο Μπενάκη/ Πειραιώς 138, θα διαρκέσει έως τις 3 Νοεμβρίου 2019.