Η HSBC και ο Fabio Balboni εξηγούν ότι μετά τις ισχυρές επιδόσεις του τετάρτου τριμήνου πέρυσι (+1,1% τριμηνιαίως, αν και αναθεωρημένο προς τα κάτω από αρχική μέτρηση +1,4%), το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,1% τριμηνιαίως το α΄ τρίμηνο.

«Συνολικά, η πρόβλεψή μας μεταβάλλεται ελάχιστα, με ανάπτυξη 2,0% φέτος (από 2,1%) και 1,3% την επόμενη χρονιά (από 1,4%). Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, η ιδιωτική ζήτηση παρέμεινε ισχυρή (+1,4% τριμηνιαίως μετά από +1,8% το δ’ τρίμηνο), ενώ οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 1% τριμηνιαίως μετά από οκτώ διαδοχικές τριμηνιαίες αυξήσεις, αλλά εξακολουθούν να είναι σχεδόν 50% υψηλότερες από τα προ πανδημίας επίπεδα.

Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατακόρυφα (+5,7% τριμηνιαίως) με κινητήρια δύναμη τα αγαθά (οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 18% σε ετήσια βάση) και τις υπηρεσίες (οι εισπράξεις από τον εξωτερικό τουρισμό αυξήθηκαν εντυπωσιακά κατά 60% σε σχέση με το α’ τρίμηνο του 2022, ενώ ο κύκλος εργασιών στον τομέα του τουρισμού ήταν κατά 25% υψηλότερος). Παράλληλα, οι εισαγωγές συρρικνώθηκαν έντονα (-5,1%)», εξηγεί η βρετανική τράπεζα.

Ο τουρισμός είναι πιθανό να συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη φέτος. Οι αφίξεις ξένων τουριστών τον Απρίλιο αυξήθηκαν κατά 30% σε σχέση με τον περασμένο Απρίλιο και κατά 40% σε σχέση με τα προ της πανδημίας επίπεδα, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν επίσης κατά 40%. Οι εισπράξεις από τον τουρισμό συνέβαλαν περίπου στο 10% του ΑΕΠ το 2019 και περίπου στο 8,5% του ΑΕΠ πέρυσι και αν συνεχίσουν να αυξάνονται με τον ρυθμό που παρατηρήθηκε τον Απρίλιο, θα μπορούσαν να συμβάλουν σχεδόν στο 10% του ΑΕΠ φέτος, προσθέτοντας πάνω από 1% στην αύξηση του ΑΕΠ μόνο μέσω των εισπράξεων από το εξωτερικό.

Πέρα από τον τουρισμό, η αναπτυξιακή δυναμική παραμένει υγιής. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη ανακάμπτει, υποστηριζόμενη από την ισχυρή αύξηση των μισθών και παρά το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί (11,2% τον Απρίλιο) από τον Ιανουάριο (10,6%), αναμένεται να στηρίξει την κατανάλωση.

Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (ESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενισχύθηκε περαιτέρω σε σχέση με την αρχή του έτους.

Ο μεταποιητικός PMIs παρέμεινε σε θετικό έδαφος το Μάιο, παρά το γεγονός ότι έχει υποχωρήσει λίγο από την κορύφωση που σημείωσε το Μάρτιο, ενώ η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται πλέον σε θετικό έδαφος ανάπτυξης σε σχέση με πέρυσι.

Σε αντίθεση βρίσκεται ο δείκτης οικοδομικής δραστηριότητας, που υποχωρεί με ταχείς ρυθμούς, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από το Φεβρουάριο του 2021, γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένης της ανόδου των επιτοκίων των ενυπόθηκων δανείων.

Τα κονδύλια της ΕΕ και το NGEU, από τα οποία η Ελλάδα σκοπεύει να δαπανήσει επιχορηγήσεις ύψους 1,6% του ΑΕΠ το 2023 και 1,5% το 2024, επίσης συμβάλλουν στην άνοδο των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων (τα δάνεια θα διατεθούν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις με βάση το 20% του μετοχικού κεφαλαίου του έργου). Στην Ελλάδα διατέθηκαν 31 δισ. ευρώ από το NGEU και η χώρα ζήτησε πρόσφατα επιπλέον δάνεια ύψους 5 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα REPowerEU.

Η βελτιωμένη ικανότητά της να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, η οποία έφτασε σε επίπεδο ρεκόρ 3% του ΑΕΠ πέρυσι, έχει επίσης δώσει μια ώθηση στην ανάπτυξη, καθιστώντας παράλληλα την πρόσφατη επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – από 6,8% του ΑΕΠ το 2021 σε 9,7% πέρυσι, το υψηλότερο από το 2010 – λίγο λιγότερο ανησυχητική.

Το εκλογικό αποτέλεσμα και οι θετικές του συνέπειες

Το κεντροδεξιό κόμμα Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο στις εκλογές της 25ης Ιουνίου, με τον ηγέτη της Κυριάκο Μητσοτάκη να εξασφαλίζει δεύτερη θητεία ως πρωθυπουργός. Η πρώτη θητεία του χαρακτηρίστηκε από μια ισχυρή φιλοεπιχειρηματική ατζέντα με στόχο τις μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας για τις ΑΞΕ.

Στο προεκλογικό πρόγραμμα, η ΝΔ δεσμεύτηκε να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη (μεσοπρόθεσμος στόχος ανάπτυξης 3%), διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική πειθαρχία (μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ στο 120% έως το 2030). Το σχέδιο προβλέπει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ από 780 ευρώ έως το 2025, ενώ οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,4% το 2024.

Ο φόρος επί των αυτοαπασχολούμενων θα πρέπει να μειωθεί κατά 20% το 2025 και 30% το 2026, πριν καταργηθεί το 2027 και το αφορολόγητο όριο να αυξηθεί κατά 1 χιλ. ευρώ σε 10 χιλ. ευρώ για τα νοικοκυριά με παιδιά.

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν το 80% της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2030, διπλάσιο από το σημερινό επίπεδο. Το 2022 η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ (αφαιρώντας τις πληρωμές τόκων), επίδοση πολύ καλύτερη από το στόχο της κυβέρνησης για έλλειμμα 1,6%, ενώ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε 23 ποσοστιαίες μονάδες στο 171%. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει το δεύτερο χαμηλότερο έλλειμμα (0,6% του ΑΕΠ) στην ευρωζώνη το επόμενο έτος.

«Εμείς βλέπουμε τη Ελλάδα ακόμη πιο κοντά σε δημοσιονομική ισορροπία. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα πρέπει να μειωθεί σε περίπου 154%, πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από την κορύφωσή του στο 206,3% το 2020», προβλέπει ο Fabio Balboni.

Η επενδυτική βαθμίδα και οι κίνδυνοι στις εκτιμήσεις της βρετανικής τράπεζας

«Ένας σημαντικός ανοδικός κίνδυνος από την άποψη της αγοράς είναι η πιθανότητα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να αναβαθμιστεί σύντομα στην επενδυτική βαθμίδα (IG), γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας.

Με τη ΝΔ επιβεβαιωμένη στην εξουσία, η συνέχιση των πολιτικών που παρατηρήθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να μην απέχει πολύ από το να ξανακερδίσει την IG της για πρώτη φορά από το 2010. Η Ελλάδα χρειάζεται να ανέβει μόνο μία θέση στην κλίμακα αξιολόγησης της DBRS, της Fitch και της S&P, ενώ στις 24 Απριλίου η S&P αναβάθμισε τις προοπτικές της αξιολόγησής της σε “θετικές”.

Αυτό σημαίνει πιθανή αναβάθμιση σε IG τους επόμενους 6-12 μήνες, επικαλούμενη το πρόσφατο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και το κλείσιμο στο δημοσιονομικό έλλειμμα ταχύτερα από ό,τι ανέμενε και μέσω βιώσιμων βελτιώσεων», συνεχίζει ο Balboni.

«Με τα υψηλότερα επιτόκια και τις αυστηρότερες πιστωτικές συνθήκες να ωθούν ενδεχομένως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και τη λήξη των προγραμμάτων έκτακτης παροχής ρευστότητας για τις τράπεζες (TLTROs) που προσθέτουν πιέσεις χρηματοδότησης για τις τράπεζες, η Ελλάδα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής αστάθειας. Ωστόσο, το σύστημα εμφανίζεται ανθεκτικό. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σε περίπου 5% από ένα μέγιστο ποσοστό σχεδόν 50% το 2016, χάρη  και στις εγγυήσεις ύψους 18 δισ. ευρώ που παρέχονται στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων (Ηρακλής) που ξεκίνησε το 2019», καταλήγει ο Ιταλός οικονομολόγος της HSBC.

Διαβάστε επίσης:

UniCredit Bank: Μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ το β΄τρίμηνο – Πολιτική σταθερότητα με τη νέα Κυβέρνηση

Optima Bank: Κορυφαία επιλογή η Jumbo – Πώς συνεχίζεται το success story