Το «ράλι» του ελληνικού Χρηματιστηρίου τον Νοέμβριο τράβηξε την προσοχή της εφημερίδας Handelsblatt, η οποία σε άρθρο της αναφέρεται στην πορεία ανάκαμψης της χρηματαγοράς της Αθήνας που ξεκίνησε τις τελευταίες εβδομάδες.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «το ελληνικό Χρηματιστήριο έσπασε τον Νοέμβριο όλα τα ρεκόρ», καθώς η αύξηση του δείκτη κατά 33% ήταν η ισχυρότερη μηνιαία αύξηση στην 150ετή ιστορία του, ενώ ο τραπεζικός δείκτης FTSB αυξήθηκε κατά περισσότερο από 70% τις τελευταίες εβδομάδες.

Η εφημερίδα αναμεταδίδει τα θετικά σχόλια του ελληνικού Τύπου για την πορεία του χρηματιστηρίου τον Νοέμβριο, ενώ αναφέρει πως  «παρατηρητές της αγοράς βλέπουν δυναμική περαιτέρω ανόδου: Οι αναλυτές της Morgan Stanley αναμένουν φέτος αύξηση του δείκτη κατά 27%, ο οποίος προς το παρόν συνεχίζει να βρίσκεται στο -17% σε επίπεδο έτους».

«Η Ελλάδα κατάφερε να ξεπεράσει το πρώτο κύμα της πανδημίας την άνοιξη καλύτερα από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες χάρη στους περιορισμούς των επαφών που εισήχθησαν σε πρώιμο στάδιο και τηρήθηκαν επαρκώς», ωστόσο το Χρηματιστήριο «δεν είχε ανακάμψει πραγματικά ποτέ από τη βαθιά πτώση του το Μάρτιο», αναφέρει ο ανταποκριτής της Handelsblatt

Κατά την άποψη των επενδυτών, «το ποτήρι δεν είναι μισοάδειο, αλλά μισογεμάτο», γράφει χαρακτηριστικά ο ανταποκριτής της έγκυρης οικονομικής εφημερίδας. «Ενώ οι μέτοχοι φοβούνταν ακόμη ένα Grexit στα χρόνια της κρίσης χρέους, τώρα στοιχηματίζουν ότι η χώρα θα επιστρέψει δριμύτερη».

«Υπάρχουν αρκετοί χειροπιαστοί λόγοι για να είναι κανείς αισιόδοξος. Εν μέρει έχουν να κάνουν με τις παγκόσμιες εξελίξεις, εν μέρει όμως και με τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας. Στα μάτια πολλών επενδυτών, η προοπτική πρώιμης έναρξης του μαζικού εμβολιασμού υπερτερεί των βραχυπρόθεσμων αρνητικών συνεπειών του δεύτερου lockdown. Είναι αλήθεια ότι ο δείκτης χρέους της Ελλάδας πιθανόν θα αυξηθεί φέτος στην τιμή-ρεκόρ του 208% του ΑΕΠ ως αποτέλεσμα της ύφεσης και του υψηλότερου δανεισμού. Ωστόσο, η πολιτική χαμηλού επιτοκίου της ΕΚΤ και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ελαφραίνουν το βάρος της εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους» και αυτό ενισχύει την ζήτηση των ελληνικών ομολόγων, εξηγεί.

Η απόδοση των δεκαετών κρατικών ομολόγων, η οποία το Μάρτιο ήταν ακόμα στο 4%, έπεσε την Τρίτη στο νέο χαμηλό του 0,622%, προσθέτει ο συντάκτης και τονίζει ότι το μαζικό ενδιαφέρον για ελληνικά ομόλογα αυξάνει και την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις ελληνικές μετοχές.

«Πάνω απ’ όλα ωστόσο τη φαντασία των μετόχων εξάπτει η προοπτική της βροχής χρημάτων από το Πρόγραμμα Ανάκαμψης της ΕΕ για τον κορονοϊό», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Επιπλέον, σημειώνεται ότι σε ανοδική πορεία τις μετοχές οδηγεί και η ελπίδα για γρήγορη ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού, ο οποίος συνέβαλε πέρυσι περίπου στο 1/4 του ΑΕΠ, ενώ γίνεται αναφορά στην αύξηση των τιμών των μετοχών των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.

«Οι επενδυτές επιβραβεύουν κυρίως την πρόοδο που σημείωσαν τα τέσσερα συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στη μείωση των προβληματικών δανείων τους. Οι αναλυτές της Morgan Stanley συνιστούν επομένως την αγορά πολλών ελληνικών τραπεζικών μετοχών, αλλά και μετοχών άλλων ελληνικών εταιριών», καταλήγει η εφημερίδα.