Η Goldman Sachs παραθέτει τα «καλά» νέα αλλά και τα «κακά» που σηματοδοτεί η συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse από την έτερη ελβετική τράπεζα UBS.

Από τη μια πλευρά, το θέμα του συστημικού κινδύνου της Credit Suisse επιλύεται αλλά ο τρόπος διαχείρισης των ομολογων ΑΤ1 «ανοίγει άλλες πληγές».

«Η UBS ανακοίνωσε ότι πρόκειται να εξαγοράσει την Credit Suisse σε μια συναλλαγή που θα περιλαμβάνει όλες τις μετοχές και θα αποτιμάται σε 3,25 δισ. δολαρίων», εξηγεί ο Lotfi Karoui της Goldman Sachs.

Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης την υποστήριξη της ελβετικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, της Ελβετικής Εποπτικής Αρχής Χρηματοοικονομικών Αγορών (FINMA) και την Ελβετική Εθνική Τράπεζα (SNB).

Η SNB θα προσφέρει μια γραμμή ρευστότητας ύψους 100 δισ. ελβετικών φράγκων, η οποία υποστηρίζεται από μια ομοσπονδιακή εγγύηση αθέτησης πληρωμών, ενώ η ελβετική ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα παράσχει επίσης εγγύηση ύψους έως και 9 δισ. ελβετικών φράγκων, με την UBS να αναλαμβάνει τα πρώτα 5 δισ. ελβετικά φράγκα πιθανής απώλειας.

Η συμφωνία παρέχει στους επενδυτές αρκετή σαφήνεια σχετικά με τα άμεσα και έμμεσα ανοίγματα στην Credit Suisse.

Για τις πιστωτικές αγορές, η ανάγνωση είναι διττή:

  • Τόσο στην δολαριακή αγορά του όσο και στην αγορά του ευρώ των τραπεζικών ομολόγων, το υπερβάλλον premium που οι επενδυτές απαιτούσαν για να διακρατήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο των ευρωπαϊκών τραπεζών, έχει τώρα το περιθώριο να μειωθεί. Την Παρασκευή, η GS υποστήριξε ότι οι επιδόσεις του ευρύτερου ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα θα παραμείνει υπό πίεση έως ότου υπάρξει σαφήνεια σχετικά με το μέλλον της Credit Suisse και συνιστούσε ουδέτερη κατανομή στις τράπεζες στην αγορά του ευρώ (από υπερεπενδεδυμένη προηγουμένως). Το αποτέλεσμα παρέχει αυτή τη σαφήνεια. Πιο συγκεκριμένα, οι εγγυήσεις ρευστότητας και ζημιών που παρέχονται από την SNB και την ελβετική κυβέρνηση είναι πιθανό να λειτουργήσουν ως κατευναστικά  ως προς τον κίνδυνο και να βοηθήσουν να κλείσει το πρόσφατο χάσμα αποτίμησης μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, δεν θεωρεί ότι δικαιολογείται μια ουδέτερη κατανομή και μετατοπίζει πάλι τη θέση της σε υπερεπενδεδυμένη. Η κατάσταση μεταξύ των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ παραμένει ρευστή, όμως, η περιορισμένη μετάδοση από τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ στις μεγαλύτερες τράπεζες, είναι μια τάση που αναμένει η GS ότι θα διατηρηθεί.
  • Το κλίμα έναντι της κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων των ομολόγων ΑΤ1 θα παραμείνει πιθανότατα αδύναμο μετά τη συμφωνία. (σ.σ. τα ομόλογα AT1, όπως είναι ευρέως γνωστά αυτά τα μέσα, είναι ένας τύπος διηνεκούς ομολόγου που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να αυξήσουν τη βασική τους κεφαλαιακή βάση και να συμμορφωθούν έτσι με τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ. Τα ομόλογα αυτά εισήχθησαν από τη συμφωνία της Βασιλείας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση για την προστασία των καταθετών). Η εξαγορά της UBS θα προκαλέσει μια πλήρη απομείωση της αξίας της Credit Suisse στα ομόλογα AT1 σε δολάρια, μια κίνηση που μπορεί να ερμηνευθεί ως μια αποτελεσματική υποκατάσταση των κατόχων ομολόγων AT1 προς τους μετόχους της Credit Suisse. Αντιπροσωπεύει επίσης τη μεγαλύτερη απώλεια που προκλήθηκε ποτέ στους επενδυτές των κατόχων AT1 από τη γέννηση της κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η απόφαση για την απομείωση των ομολόγων AT1, διατηρώντας παράλληλα κάποια αξία των μετόχων, αποδυναμώνει σημαντικά την προσθήκη κινδύνου. Είτε οι επενδυτές αντιμετωπίσουν αυτή την απόφαση ως one off ή αν θα επανεξετάσουν την ασυμμετρία κινδύνου-απόδοσης σε περιόδους αυξημένης οικονομικής δυσπραγίας, μένει να το δούμε. Κατά την άποψή τους, η απόφαση θα περιορίσει την ‘όρεξη των επενδυτών’ προς την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων AT1.

Διαβάστε επίσης:

UBS – Credit Suisse: Ιστορικό deal 3,25 δισ. δολαρίων με παγκόσμια στήριξη

Πτώση στις ασιατικές αγορές, αρνητικά τα futures στην Ευρώπη μετά την εξαγορά της Credit Suisse