Οι ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς τη Γερμανία έχουν μειωθεί κατά περίπου 60% από τις αρχές Ιουνίου, οδηγώντας σε εκτίναξη των ευρωπαϊκών τιμών φυσικού αερίου, εξηγεί ο Schnittker της Goldman Sachs.

Ενώ η γερμανική ζήτηση φυσικού αερίου είναι ήδη κατά 14% χαμηλότερη φέτος σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021, οι χαμηλότερες ροές από τη Ρωσία εγκυμονούν κινδύνους ιδίως για τη χειμερινή περίοδο υψηλής ζήτησης.

«Αν οι ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία δεν ανακάμψουν και πάλι μετά το τέλος της περιόδου συντήρησης στα μέσα Ιουλίου, οι στόχοι της κυβέρνησης για την αποθήκευση σε συνδυασμό με την υποτονική προσφορά φυσικού αερίου συνεπάγονται σημαντικά υψηλότερες τιμές φυσικού αερίου, έως και 200 ευρώ ανά ΜWh. Σε ένα τέτοιο σενάριο, τα χτυπήματα στη βιομηχανία και την κατανάλωση θα ήταν πιθανώς σημαντικά και θα ωθούσαν τη Γερμανία σε ύφεση. Ενώ η κυβέρνηση έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή διασφαλίσεις με τη μορφή επιχορηγήσεων για επιχειρήσεις εντάσεως ενέργειας, θα περιμέναμε ότι ο προϋπολογισμός του φθινοπώρου θα περιλαμβάνει περαιτέρω μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, εάν οι τιμές του φυσικού αερίου συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά», εξηγεί η τράπεζα.

Αυτό έχει επίσης επηρεάσει τις γερμανικές επανεξαγωγές προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Αυστρία και η βασική πρόβλεψη για την ευρωπαϊκή τιμή του φυσικού αερίου TTF διαμορφώνεται πλέον στα 104 ευρώ ανά MWh σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, με σημαντικά υψηλότερες προβλέψεις σε περίπτωση που οι διακοπές συνεχιστούν.

«Ενώ η δημιουργία αποθηκών φυσικού αερίου στη Γερμανία παρέχει κάποια ασφάλεια για τη χειμερινή περίοδο με υψηλότερη ζήτηση, η καταστροφή της ζήτησης που είναι απαραίτητη για την επίτευξη αυτού του στόχου έχει ήδη επηρεάσει τη γερμανική οικονομία», εκτιμά η αμερικανική τράπεζα.

«Συνεχίζουμε να προβλέπουμε ότι η γερμανική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί το δεύτερο εξάμηνο του έτους, παρά το γεγονός ότι τα ευρύτερα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου διατηρούνται σχετικά καλά μέχρι στιγμής. Βλέπουμε κινδύνους ύφεσης στη Γερμανία σε περίπτωση που η ροή του ρωσικού φυσικού αερίου δεν ομαλοποιηθεί μετά την περίοδο συντήρησης του αγωγού στα μέσα Ιουλίου, και σε ένα τέτοιο σενάριο θα αναζητούσαμε πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη για τους καταναλωτές στον προϋπολογισμό του φθινοπώρου», συμπεραίνει ο αμερικανικός οίκος.

Η τράπεζα προβλέπει ότι ο γερμανικός πληθωρισμός θα κορυφωθεί στο 10,4% σε ετήσια βάση το Σεπτέμβριο, ενώ για το 2022 και το 2023 αναμένει ότι θα διαμορφωθεί στο 8,6% και 5,3 αντίστοιχα, αμφότερα πολύ πάνω από τις προβλέψεις της Bundesbank του Ιουνίου για 7,1% και 4,5%.

«Συνολικά, παραμένουμε βέβαιοι για την πρόβλεψή μας για τη Γερμανία και δεν αναμένουμε απότομη ανάκαμψη το επόμενο έτος, καθώς η αύξηση των μισθών δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει το πλήγμα του πραγματικού εισοδήματος από τις επίμονα υψηλότερες τιμές ενέργειας. Αναμένουμε ότι η αδυναμία θα επικεντρωθεί στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, όταν η κρίση του κόστους ζωής θα ενταθεί και το φυσικό αέριο μπορεί να γίνει πιο σπάνιο», καταλήγει ο αμερικανικός οίκος.

Διαβάστε επίσης:

Société Générale: Γιατί το 2022 είναι η χειρότερη χρονιά στην ιστορία των ευρωπαϊκών ομολόγων

Διπλασιάζει το σορτάρισμα στις ευρωαγορές ο Ray Dalio