«Η επ’ αόριστον μείωση των εξαγωγών του αγωγού Nord Stream1 στο μηδέν, αφήνει τις αγορές της βορειοδυτικής Ευρώπης να ισορροπήσουν χωρίς ρωσικό φυσικό αέριο στο μέλλον», εξηγούν οι Samantha Dart, Damien Courvalin και Daniel Moreno της Goldman Sachs.

«Και ενώ συχνά ακούμε το ερώτημα τι θα γίνει με την αποθήκευση, πιστεύουμε ότι μια καλύτερη προσέγγιση είναι να ρωτήσουμε τι θα κάνει αυτό στις τιμές, έτσι ώστε η αποθήκευση να συνεχίσει να δημιουργείται, όπως απαιτείται», συνεχίζουν οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας.

1

Αυτό είναι το παζλ που η Ευρώπη έχει λύσει με επιτυχία το τελευταίο έτος όπου ένας συνδυασμός μείωσης στη ζήτηση φυσικού αερίου εντός της Ευρώπης και εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ), έχει οδηγήσει σε δημιουργία αποθεμάτων άνω του μέσου όρου, σύμφωνα με το σχέδιο για αποθήκευση άνω του 90% για το τέλος Οκτωβρίου.

«Κατά συνέπεια, διατηρούμε την άποψή μας ότι, αν και σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που αναμέναμε προηγουμένως, οι τιμές του φυσικού αερίου στο TTF θα μειωθούν διαδοχικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, πιθανότατα πέφτοντας από 215 €/MWh σε κάτω από 100 €/MWh το α’ τρίμηνο του 2023, πολύ χαμηλότερα από τις προθεσμιακές τιμές των συμβολαίων στα 213 €/MWh», προσδοκούν οι αναλυτές του οίκου.

«Για να είμαστε σαφείς, καθώς θα διανύουμε το χειμώνα, αναμένουμε ότι τα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης στην αρχή της περιόδου θα αφήσουν πάνω από το 20% στις αποθήκες φυσικού αερίου μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου έτους. Αυτό, κατά την άποψή μας, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η αίσθηση του επείγοντος για την καταστροφή της ζήτησης, που βλέπουμε σήμερα, να αντικατασταθεί σταδιακά από μια αίσθηση ανακούφισης της αγοράς», εξηγούν οι αναλυτές της τράπεζας.

Με τις παρεμβατικές πολιτικές που έχουν ανακοινωθεί μέχρι στιγμής να δίνουν προτεραιότητα στην κάλυψη του ενεργειακού κόστους έναντι του περιορισμού της ζήτησης, η ανησυχία είναι ότι τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να καταλήξουν να δώσουν κίνητρα για υψηλότερη κατανάλωση ενέργειας. Είναι σημαντικό ότι οι προτάσεις για το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ εξακολουθούν να υποδηλώνουν αύξηση του ενεργειακού κόστους σε ετήσια βάση το φετινό χειμώνα, γεγονός που υποδηλώνει ότι η εξοικονόμηση κατανάλωσης λόγω τιμών θα συνεχιστεί.

Με τις ρωσικές ροές στο μηδέν από την αρχή του έτους, η ανοικοδόμηση της αποθήκευσης το 2023 γίνεται πολύ πιο δύσκολη σε σχέση με το 2022, απαιτώντας ακόμη μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης. Αυτό οδηγεί την τράπεζα να αυξήσει τις προβλέψεις της για τις τιμές για το καλοκαίρι του 2023 στο TTF στα 235 €/MWh, από 153 €/MWh προηγουμένως, έναντι των προθεσμιακών συμβολαίων στα 184 €/MWh.

Γιατί οι κίνδυνοι για τις τιμές παραμένουν

Παρόλο που η βασική υπόθεση είναι ότι η ευρωπαϊκή αποθήκευση φυσικού αερίου μπορεί να αντέξει το χειμώνα με βάση τις παραδοχές του μέσου όρου των καιρικών συνθηκών της τελευταίας δεκαετίας, οι κίνδυνοι για το ισοζύγιο παραμένουν, συμπεριλαμβανομένων: 1) ψυχρότερων από το μέσο όρο καιρικών συνθηκών, 2) χαμηλότερων από τις αναμενόμενες εισαγωγές ΥΦΑ και 3) υψηλότερων εξαγωγών από αγωγούς εκτός της περιοχής.

«Για παράδειγμα, ένας χειμώνας ψυχρότερος του μέσου όρου, θα μπορούσε θεωρητικά να αντισταθμιστεί από ένα ράλι 115 €/MWh στις τιμές του φυσικού αερίου. Παρόμοια με ένα ευρωπαϊκό καιρικό σοκ, μια διαρκής πτώση του ΥΦΑ στην Ευρώπη θα προκαλούσε επίσης πιθανότατα μια εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και πιθανή κυβερνητική παρέμβαση. Τέλος, αν και οι ρωσικές εξαγωγές προς τη βορειοδυτική Ευρώπη έχουν πλέον διακοπεί, δεν έχουν περιοριστεί όλες οι ροές προς την ΕΕ. Η Ιταλία εξακολουθεί να εισάγει περίπου 25 εκατ. κυβικά μέτρα/ημέρα ρωσικού αερίου. Εάν διακοπεί αυτή η ροή, ως αντίποινα για το ευρωπαϊκό ανώτατο όριο τιμών που επιβλήθηκε στο ρωσικό φυσικό αέριο π.χ., οι ιταλικές τιμές φυσικού αερίου θα κινηθούν πιθανώς πάνω από τις τιμές στο TTF για να προσελκύσουν πρόσθετες εισαγωγές από αγωγούς της βορειοδυτικής Ευρώπης.», καταλήγουν οι αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας.

Διαβάστε επίσης:

Έξι κορυφαίοι επενδυτικοί οίκοι προβλέπουν την επόμενη μέρα από την ιστορική αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ

Άμεση ανάλυση: Τι συμβαίνει με τις μετοχές των Alpha Bank, Εθνικής, Πειραιώς και ΟΤΕ