Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση και την πλέον ευάλωτη στο ενεργειακό μέτωπο αν αυτό συνδυαστεί με μεγέθη όπως το χρέος προς το ΑΕΠ και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, συμπεραίνει η Citi.

Τα βασικά ερωτήματα που έχουν προκύψει σχετικά με την αγορά ενέργειας που βλέπει η Citi μετά από συζητήσεις με τους πελάτες της είναι τα ακόλουθα:

1)     Η Ευρώπη έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο, μετά τη μείωση των τιμών;

2)     Ποιο είναι το πιθανό αποτέλεσμα του σχεδίου της ΕΕ να θέσει πλαφόν επί των τιμών της ενέργειας;

3)     Τέλος, ποιες χώρες θα ωφεληθούν;

Η Citi πιστεύει ότι ο κίνδυνος για την Ευρώπη εξακολουθεί να υφίσταται αλλά ο οι επιδοτήσεις πράσινων έργων και η χρηματοδότηση του πακέτου NGEU θα μπορούσε να βοηθήσει. Και πάλι όμως, εντός της ΕΕ, Ολλανδία, Ιταλία και Ελλάδα φαίνονται ιδιαίτερα ευάλωτες.

Σε ότι αφορά το πρώτο ερώτημα, η Citi επισημαίνει πως οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν πρόσφατα, καθώς τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου έφτασαν το στόχο του 80% δύο μήνες νωρίτερα από το στόχο. Τα πρόβλημα είναι όμως ότι η Ευρώπη έχει προμηθευτεί αυτήν την αποθηκευμένη ενέργεια σε απίστευτα υψηλές τιμές και η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου παραμένει πολύ σφιχτή.

Με τον καιρό και τις ρωσικές ροές να παραμένουν ευμετάβλητες, το θέμα είναι τι μπορούν να κάνουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην ανακοίνωση της 14ης Σεπτεμβρίου από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφορικά με ποιόν τρόπο η ΕΕ σχεδιάζει να περιορίσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές.

Οι υπουργοί Ενέργειας συναντώνται στις 9 του μήνα οπότε θα υπάρξουν κάποια σχετικά νέα νωρίτερα. Εάν προκύψει ένα αποφασιστικό σχέδιο όπως είχε γίνει τον Ιούνιο του 2020, τότε θα μπορούσε να υπάρξει ανοδική πορεία για το ευρώ και οι ευρωπαϊκές μετοχές να υπεραποδώσουν, αλλά η ΕΕ έχει δώσει πολλά δείγματα γραφής στην απογοήτευση των προσδοκίων της αγοράς.

Σε ό,τι αφορά τις πιθανές λύσεις που υπάρχουν για τη στήριξη της αγοράς ενέργειας, οι οικονομολόγοι της Citi, βλέπουν τέσσερις κύριες επιλογές:

1) Ιταλική πρόταση – καρτέλ αγοραστών όπου η ΕΕ ενημερώνει τους πωλητές φυσικού αερίου ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο που είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Αυτό φαίνεται πολύ απίθανο καθώς θα απαιτούσε η Ρωσία να είναι ανοιχτή σε μια τέτοια συμφωνία και θα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό από τους αγοραστές LNG στην Ασία που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερες τιμές στην ανοιχτή αγορά.

2) Πρόταση της Ελλάδας – Να χωριστεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε δύο τομείς, ορυκτά καύσιμα και πράσινη ενέργεια. Αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς, πλαφόν και δομική αναδιάρθρωση στον ισχύοντα μηχανισμό της οριακής τιμής. Οι τελικοί χρήστες θα εξαντλούσαν αρχικά τις φθηνότερες προμήθειες πράσινης ενέργειας και στη συνέχεια το πιο ακριβό από τα ορυκτά. Ο μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει, αλλά θα ισοδυναμεί με επιδότηση των χωρών με υψηλή χρήση φυσικού αερίου από τις χώρες με χαμηλή χρήση αερίου.

3) Η Ιβηρική περίπτωση και εξαίρεση – Η πράσινη ενέργεια αντικαθιστά το όριο των τιμών φυσικού αερίου και η Ισπανία και η Πορτογαλία ουσιαστικά μειώνουν την εγχώρια τιμή του φυσικού αερίου σε δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιώντας κέρδη από τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένοι οικονομολόγοι στον πυρήνα της Ευρώπης που τάσσονται κατά της αποτελεσματικής επιδότησης του τομέα των ορυκτών, κάτι που μπορεί να καθιστά πολιτικά δύσκολη την εφαρμογή του. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί σε ολόκληρη την ΕΕ, η πρωτοβουλία θα λειτουργήσει πραγματικά μόνο για χώρες με μεγάλους τομείς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πυρηνικής ενέργειας που μπορούν να αντισταθμίσουν τον άνθρακα.

4) Φορολογική λύση: Για όσους δεν διαθέτουν μεγάλους μη ορυκτούς τομείς, η επιβάρυνση θα μπορούσε στη συνέχεια να πέσει είτε σε μεμονωμένα κράτη για να καλύψουν το κενό είτε σε αναπροσαρμογές των κεφαλαίων του προγράμματος NGEU.

«Πιστεύουμε ότι ένας συνδυασμός των παραπάνω επιλογών 3) και 4) είναι το πιθανότερο σε κάποια μορφή. Έτσι, οι ωφελημένοι θα πρέπει θεωρητικά να είναι οι χώρες με χαμηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την πυρηνική ενέργεια, με χαμηλό πληθωρισμό ενέργειας και δημοσιονομικό χώρο για να δαπανήσουν για ανώτατα όρια τιμών», καταλήγει η Citi.

Γιατί η Ελλάδα είναι ευάλωτη

Η χώρας μας βρίσκεται στην τελευταία θέση του πίνακα της Citi, η οποία εξετάζει έξι παράγοντες που αφορούν την ενέργεια και τη δημοσιονομική ευπάθεια:

1) Εξάρτηση από το Φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας,

2) Εξάρτηση από το Φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πλέον της πυρηνικής ενέργειας,

3) Ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού οφειλόμενη στο αέριο,

4) Ετήσια μεταβολή του πληθωρισμού από τον ηλεκτρισμό οφειλόμενη σε αέριο και ορυκτά καύσιμα,

5) Χρέος προς το ΑΕΠ (%) και

6) Ισοζύγιο προϋπολογισμού (ως % ΑΕΠ). Με αυτούς τους έξι παράγοντες, η Citi φτιάχνει μια βαθμολογία ευπάθειας (μέσος όρος κατάταξης).

Σε αυτή την κατάταξη, η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση της βαθμολογίας ενώ Βέλγιο, Ολλανδία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο ακολουθούν από κοντά. Για την Ευρώπη, ο κίνδυνος όμως ενός συντονισμένου σχεδίου δράσης (όπως το NGEU) σημαίνει ότι οι χώρες μπορεί να μην χρειαστεί να κάνουν όλη τη ‘σκληρή δουλειά’, αλλά στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κατάσταση είναι χειρότερη.

Διαβάστε επίσης:

Goldman Sachs: Γιατί η ΕΚΤ θα αυξήσει τα επιτόκια κατά 0,75% το Σεπτέμβριο

Αγορά ομολόγων: Εισέρχεται σε bear market μετά από 40 χρόνια