Θα μπορέσει άραγε η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας να σπάσει την «κατάρα του 1»;

Το ερώτημα αυτό πηγάζει μέσα από τα εξαιρετικά δυσμενή, στατιστικά δεδομένα που «κουβαλά» η καινούργια χρονιά για τις ελληνικές μετοχές. Και τούτο γιατί στο διάστημα του τελευταίου μισού αιώνα, ο Γενικός Δείκτης κλείνει πάντα με ζημιές, τις χρονιές που έχουν καταληκτικό ψηφίο τους τον αριθμό 1…

Αν και αγορές κινούνται κατά κανόνα με άξονα το  μέλλον, επιχειρώντας να προεξοφλήσουν  με το δικό τους τρόπο τις εξελίξεις, εν τούτοις και η…προϊστορία μπορεί να έχει κι εκείνη την ξεχωριστή της σημασία. Κυρίως για όσους εντρυφούν στα στατιστικά ευρήματα, μέσα από τα οποία προκύπτουν «περιοδικοί κύκλοι» για τις μετοχές. Άλλοτε θετικοί και άλλοτε αρνητικοί. Χωρίς φυσικά όλα αυτά να εκλαμβάνονται ως ασφαλής πυξίδα, που οδηγεί αυτοδίκαια σε κερδοφόρες επιλογές.

Το στατιστικό παράδοξο για το ελληνικό χρηματιστήριο είναι η σταθερά αρνητική εικόνα που εμφανίζει στα 5 χρόνια που λήγουν σε 1: Αρχής γενομένης από το 1971 ο βασικός και συνάμα ο πιο αναγνωρίσιμος χρηματιστηριακός δείκτης, υποχώρησε κατά 1,75%. Το 1981 κατέγραψε απώλειες 13,41%. Το 1991 έχασε 13,12%.  Το 2001 η ετήσια πτώση ήταν 23,53%. Ενώ το 2011 ο Γενικός Δείκτης έχασε το 51,88% της αξίας του…

Ανεξάρτητα από την όποια ροή γεγονότων υπήρξε σε αυτές τις πέντε χρονιές, φαίνεται ότι το κοινό γνώρισμα είναι να…κοκκινίζουν από τις ζημιές τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια.

Οι βελτιωμένες διαθέσεις  και τα περσινά κατάλοιπα

Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τα ποδοσφαιρικά μάτς, οι παραδόσεις είναι για να σπάνε… Και τουλάχιστον από πλευράς επενδυτικών διαθέσεων , όλα δείχνουν ότι το χρηματιστηριακό 2021 θα είναι καλύτερο από το 2020. Το οποίο ξεκίνησε μεν καλά, αλλά στη συνέχεια ήρθε η επέλαση τις πανδημίας και οι πρωτόγνωρες καταστάσεις σε όλα τα επίπεδα. Γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστες ούτε και τις ελληνικές μετοχές.

Το τέλος της περσινής χρονιάς βρήκε τον Γενικό Δείκτη να κλείνει στις 808,99 μονάδες με απώλειες που (ετησίως) διαμορφώθηκαν  στο 11,75%. Σαφώς κατά πολύ λιγότερες από το -47,16% που βρέθηκε να «γράφει» η αγορά στις 16 Μαρτίου, όταν και είχε καταπέσει στα επίπεδα των 484,4 μονάδων.

Από πλευράς… στατιστικής, το χρηματιστηριακό 2020 είχε διττή ανάγνωση: Κατ’ αρχήν ως έτος που έληγε σε 0, κινήθηκε ακολουθώντας το… πλειοψηφικό ρεύμα της πτώσης. Καθώς στην κατηγορία αυτή , είχαν προηγηθεί 3 χρονιές με ζημιές ( το 1980, το 2000 και το 2010) έναντι 2 με κέρδη ( 1970 και 1990).

Από την άλλη πλευρά όμως, σαν δίσεκτο έτος, το 2000 δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της… στατιστικής. Διότι στις 13 δίσεκτες χρονιές της περιόδου 1968-2016, εννέα φορές το χρηματιστήριο είχε κέρδη και μόνο 4 κατέγραψε πτώση.

Σε κάθε περίπτωση το τέλος της περσινής χρονιάς βρήκε 83 μετοχές να παρουσιάζουν απώλειες, 61 να κινούνται ανοδικά και μία να μένει στα ίδια επίπεδα. Την ίδια στιγμή και από τις 60 μετοχές που συνθέτουν τον Γενικό Δείκτη, 35 ήταν ζημιογόνες, ενώ 25 είχαν κέρδη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το μέγεθος της αγοράς συρρικνώθηκε πέρσι κατά 7,5 δισ. ευρώ και πλέον η χρηματιστηριακή αξία όλων των εισηγμένων εταιρειών διαμορφώνεται στα 53,4 δισ. ευρώ.

Προσδοκίες και ανοικτά ερωτήματα

Έχοντας ενισχυθεί κατά 67% από τα χαμηλά του περσινού Μαρτίου, το αθηναϊκό χρηματιστήριο μπαίνει στη νέα χρονιά με υψηλές προσδοκίες. Το αν αυτές θα επιβεβαιωθούν ή όχι, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από τον έλεγχο της πανδημίας και από τις ροές των επενδυτικών κεφαλαίων. Στην τελευταία αυτή παράμετρο και ειδικά σε ότι αφορά τη στάση των διεθνών Funds, η Ελλάδα φαίνεται να πάσχει. Και αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει επιτρέψει στην αγορά να ακολουθήσει τον ταχύ βηματισμό των άλλων, ξένων χρηματιστηρίων. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, γιατί αυτό μπορεί να αλλάξει. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εισροή διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων είναι πασιφανές ότι θα αναπτερώσει τις ελληνικές μετοχές.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο περσινός Νοέμβριος ήταν ό μόνος μήνας του έτους που οι ξένοι επενδυτές στο σύνολό τους ήταν «καθαροί» αγοραστές. Χωρίς όμως να διεκδικούν δάφνες οι «καθαρές» εισροές κεφαλαίων που ήταν μόνο 14,67 εκατ. ευρώ. Όταν τον ίδιο μήνα που ήταν ο καλύτερος του 2020 (με άνοδο 29,4% για το Γενικό Δείκτη) οι ελληνικές μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες τοποθέτησαν στην αγορά 23,15 εκατ. ευρώ «φρέσκο χρήμα». Απομένουν βέβαια και τα στοιχεία του Δεκεμβρίου, αν και δεν φαίνεται ότι οι ξένοι «παίκτες» έκαναν κάτι το ιδιαίτερο.

Ούτως ή άλλως πάντως, εκείνοι που «αγοράζουν» το ανοδικό στοίχημα για την ελληνική αγορά δείχνουν να είναι περισσότεροι. Μια αγορά που όπως δείχνει η…προϊστορία, έχει για δυνατό της «χαρτί» τις χρονιές που λήγουν σε 6 και 7. Σε αυτές τις χρονιές, 12 συνολικά, το ελληνικό χρηματιστήριο έχει πάντα κέρδη…

Διαβάστε επίσης:

Λαζαράκου: Σε εγρήγορση η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς – Λαζαρίδης: Στον επιταχυντή η αγορά και η οικονομία το 2021

Πώς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα μετατραπεί σε «Ανεξάρτητη Αρχή»

Bitcoin: Το πρωί στα 30.000, το μεσημέρι στα 31.000, το απόγευμα στα 32.600 δολάρια. Το βράδυ;