«Μια εξέγερση ενάντια στη φύση. Μια γυναικεία μεγαλοφυΐα». Στην πρωτοπόρα καλλιτέχνιδα με το ασυμβίβαστο πνεύμα, την ανήσυχη προσωπικότητα αλλά κυρίως το σπουδαίο ταλέντο, την Καμίλ Κλοντέλ, αναφέρεται αυτός το χαρακτηρισμός από τον Γάλλο συγγραφέα και κριτικό τέχνης Οκτάβ Μιρμπό.

Μια γυναίκα, που από τα τέλη του 19ου αιώνα ως και τις αρχές του 20ού δημιούργησε εκπληκτικό έργο, που μπορούσε να συγκριθεί στη γλυπτική με εκείνο του Ροντέν, αν και ελάχιστοι το αναγνώρισαν όσο ζούσε, αλλά και για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια.

Παράλληλα όμως κι ένα δραματικό πρόσωπο, που η αδυναμία του κόσμου και κυρίως της οικογένειάς της να κατανοήσει, οδήγησε στην ακούσια απομόνωσή της, το εγκλεισμό της σε άσυλο πιο συγκεκριμένα, που έσβησε το θεϊκό φως του ταλέντου από μέσα της. Ένα θύμα της εποχής της και της νοοτροπίας απέναντι στο γυναικείο φύλο, ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης, όταν οι γυναίκες καλλιτέχνιδες ήταν αρεστές, το πολύ αν ζωγράφιζαν λουλούδια και ζώα αλλά σε καμία περίπτωση αν ήθελαν να διακριθούν, όπως αυτή στον κατ’ εξοχήν ανδροκρατούμενο κόσμο της γλυπτικής.

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο πολλά θα άλλαζαν στο Παρίσι, όπου είχε αρχίσει να πνέει ένας ακόμη δυνατότερος άνεμος δημιουργίας και ελευθερίας στην τέχνη, όμως εκείνη δεν θα είχε προλάβει να τα ζήσει.

Η δικαίωση για την Καμίλ Κλοντέλ θα ερχόταν πολύ αργότερα, στη σύγχρονη εποχή, όταν το όνομά της έπαυσε να αναφέρεται σε συνάρτηση με εκείνο του μέντορα και αγαπημένου της για αρκετά χρόνια, Ογκίστ Ροντέν, και τα έργα της αξιολογήθηκαν και αναδείχθηκαν σε νέα βάση. Κι ένα μουσείο στη Γαλλία, στην πόλη Νοζάν σιρ Σεν, όπου είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια και αφιερώθηκε στο έργο της μιλάει για όλα όσα δεν πρόλαβε η ίδια να πει.

Πολύ καθυστερημένα όμως, όλα αυτά για μία καλλιτέχνιδα, της οποίας το έργο είχε κερδίσει τιμητική διάκριση στο Salon des Artistes Français του 1888 και, παρά τις πολιτικές που ενώ περιόριζαν τη συμμετοχή των γυναικών, εκτέθηκε με επιτυχία στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900 και στη Société Nationale des Beaux-Arts.

Καμίλ Κλοντέλ
Καμίλ Κλοντέλ

Η πατρική ώθηση στην τέχνη

Από δώδεκα χρονών είχε δείξει το ταλέντο της όμως στη γλυπτική η Καμίλ Κλοντέλ (1864-1943). Είχε γεννηθεί στο Φερ-αν-Ταρντενουά, ένα αγροτικό χωριό μεταξύ Παρισιού και Ρανς σε μία ευκατάστατη οικογένεια, από πατέρα που εργαζόταν ως ανώτερος κρατικός λειτουργός και μητέρα που προερχόταν από πλούσιους κτηματίες. Όταν η Κλοντέλ ήταν 12 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στο Νοζάν σιρ Σεν, σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από το Παρίσι, ένα κέντρο παραγωγής κεραμικής και τόπο κατοικίας πολλών γλυπτών. Εκεί άρχισε και η ίδια να δημιουργεί τα πρώτα της μοντέλα από τον τοπικό πηλό.

Η Καμίλ Κλοντέλ (στο κέντρο) με την οικογένειά της στο Παρίσι.

Η Καμίλ Κλοντέλ (στο κέντρο) με την οικογένειά της στο Παρίσι.
Η Καμίλ Κλοντέλ (στο κέντρο) με την οικογένειά της στο Παρίσι

Η μητέρα της, Λουίζ Αταναίζ Κλοντέλ, παρακολουθώντας την κλίση της είχε σπεύσει να την ενημερώσει, ότι όποιες κοπέλες είχαν την επιθυμία να γίνουν καλλιτέχνιδες έμεναν ανύπαντρες. Ο πατέρας της Λουί Προσπέρ Κλοντέλ ωστόσο, ήταν ενθουσιασμένος από το ταλέντο της κόρης του και γι΄αυτό παρουσίασε μερικά από τα πρώτα έργα της σε έναν γείτονά τους, τον γλύπτη Αλφρέντ Μπουσέρ. Εκείνος εντυπωσιάστηκε κι έγινε μέντορας του νεαρού κοριτσιού, μερικά χρόνια αργότερα μάλιστα, το 1881, ακολουθώντας τη συμβουλή του, η οικογένεια μετακόμισε στο Παρίσι, προκειμένου η Καμίλ να λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση. Πράγματι η Κλοντέλ γράφτηκε στην Académie Colarossi, μια προοδευτική σχολή τέχνης, που ήταν από τις ελάχιστες, που δέχονταν γυναίκες και τους επιτρεπόταν να ζωγραφίζουν ζωντανά, ακόμη και γυμνά, αντρικά μοντέλα. Τον επόμενο χρόνο θα αποκτούσε και εργαστήρι, μαζί με τρεις άλλες αγγλίδες γλύπτριες την Έμιλι Φόσετ, την Έμι Σίνγκερ και την Τζέσι Λίπσκομπ, με τις οποίες θα γίνει φίλη.

Η Καμίλ Κλοντέλ και μία φίλη της φωτογραφίζονται στο στούντιο του γλύπτη Αλφρέντ Μπουσέρ, το 1880.
Η Καμίλ Κλοντέλ και μία φίλη της φωτογραφίζονται στο στούντιο του γλύπτη Αλφρέντ Μπουσέρ, το 1880.

Ο Ροντέν στη ζωή της

Κάθε εβδομάδα ο Μπουσέρ επισκεπτόταν την μαθήτριά του στο Παρίσι για να παρακολουθεί την εξέλιξή της, το φθινόπωρο του 1882 όμως του δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδέψει στη Φλωρεντία.

Και μη θέλοντας να αφήσει Καμίλ χωρίς δάσκαλο, έπεισε τον φίλο του Ογκίστ Ροντέν να αναλάβει την προστατευόμενή του ως μαθήτρια. Έτσι κι έγινε. Εκείνη την εποχή, ο Ροντέν βρισκόταν στο κατώφλι της διεθνούς φήμης, και το όνομα του ήταν ήδη μύθος για τους νέους καλλιτέχνες, όντας 43 χρονών πλέον. Όταν η Καμίλ τον αντίκρισε, είδε έναν κοντό, μυωπικό άντρα με κοκκινωπή γενειάδα, χωρίς τίποτε ενδιαφέρον στην εικόνα του, όμως όταν άρχισε να εκθειάζει ένα γλυπτό της, συγκεκριμένα το μπούστο του μικρότερου αδελφού της Πολ, ταράχτηκε τόσο πολύ, που έφυγε τρέχοντας από το ατελιέ του. Όταν επέστρεψε για να πάρει το καπέλο της, που είχε αφήσει πίσω, βρήκε ένα σημείωμα του Ροντέν, που την προσκαλούσε στο εργαστήρι του.

Ογκίστ Ροντέν, Κεφάλι της Καμίλ Κλοντέλ, 1895. Χάλκινο με καφέ και μαύρη πατίνα
Ογκίστ Ροντέν, Κεφάλι της Καμίλ Κλοντέλ, 1895. Χάλκινο με καφέ και μαύρη πατίνα

Η Καμίλ ήταν τότε μόλις είκοσι χρονών κι είχε μια ξεχωριστή ομορφιά με τα σκούρα μακριά μαλλιά της και τα μεγάλα γαλάζια μάτια της να λάμπουν σ΄ένα γοητευτικό πρόσωπο. Εκείνο που σίγουρα όμως είδε, πέρα από αυτά ο Ροντέν ήταν το εξαιρετικό ταλέντο της, το πάθος και το ταμπεραμέντο ενός πραγματικού καλλιτέχνη. Όλα αυτά τον σαγήνευσαν γρήγορα και η μαθήτρια έγινε πρώτα μοντέλο του, ύστερα συνεργάτης, ερωμένη και μούσα. Κι είχε εκείνος την υπερδιπλάσια ηλικία από αυτήν και κι ας ήταν σε σχέση δύο δεκαετιών με άλλη γυναίκα.

Η σχέση τους κράτησε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, αλλά δεν έμειναν ποτέ μαζί. Δημοσίως άλλωστε, κρατούσαν τους τύπους, καθώς εκείνη τον αποκαλούσε «κύριο Ροντέν» κι εκείνος «δεσποινίδα Κλοντέλ». Οι ερωτικές επιστολές τους ωστόσο, μαρτυρούν το πάθος αυτής της σχέσης, όπως όταν η Καμίλ έγραφε «Κοιμάμαι γυμνή για να μπορώ να φανταστώ καλύτερα ότι είσαι εδώ μαζί μου» αλλά και την αγωνία της για την εξέλιξη που μπορεί να είχε.

Η αποκάλυψη ενός μεγάλου ταλέντου

Ο Ροντέν πάντως την εμπιστεύθηκε πολύ γρήγορα διακρίνοντας τις ικανότητές της κι έτσι της ζήτησε να συμμετέχει σε δύο πολύ σημαντικές παραγγελίες που είχε, τις «Πύλες της Κολάσεως» και τους «Αστούς του Καλαί», συνθέσεις στις οποίες η Καμίλ ανέλαβε να φιλοτεχνήσει τα χέρια και τα πόδια των μορφών. Ενώ επίσης συνέβαλε στα έργα «Σκλάβος» και «Άνδρας που γελάει», φιλοτεχνώντας τα κεφάλια. Ωστόσο, ο Ροντέν δεν αναγνώρισε ποτέ δημόσια τη βοήθειά της.

Παρ’ ότι το πρώιμο έργο της Κλοντέλ φέρει ξεκάθαρα ωστόσο την επιρροή του Ροντέν, σύντομα η νεαρή γλύπτρια θα ανέπτυσσε τη δική της, ισχυρή αίσθηση λυρισμού και δύναμης. Ενώ η δουλειά του ήταν λεπτή και εκλεπτυσμένη, η δική της ήταν αυθόρμητη και εκφραστική.

Το 1886 άρχισε να εργάζεται στο έργο «L’Abandon» (Εγκατάλειψη), ένα γλυπτό που παριστάνει ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι, εμπνευσμένο από το αρχαίο σανσκριτικό ποίημα Sakuntala. Μία ασπρόμαυρη φωτογραφία μάλιστα, που έχει διασωθεί από την εποχή αυτή δείχνει τη γλύπτρια, φορώντας τη μπλούζα των καλλιτεχνών και με τα μαλλιά της τραβηγμένα προς τα πίσω, να είναι βαθιά συγκεντρωμένη, καθώς λειαίνει την επιφάνεια του έργου. Σε κοντινή απόσταση, η φίλη της Τζέσι Λίπσκομπ δουλεύει πάνω σε ένα δικό της γλυπτό.

Η Καμίλ Κλοντέλ (αριστερά) και η Τζέσι Λίπσκομπ στο ατελιέ τους στο Παρίσι, το 1887. Η Κλοντέλ δουλεύει τη γύψινη εκδοχή του έργου «Η εγκατάλειψη»
Η Καμίλ Κλοντέλ (αριστερά) και η Τζέσι Λίπσκομπ στο ατελιέ τους στο Παρίσι, το 1887. Η Κλοντέλ δουλεύει τη γύψινη εκδοχή του έργου «Η εγκατάλειψη»

«Έχω δύο μοντέλα την ημέρα: μια γυναίκα το πρωί και έναν άντρα το βράδυ», έγραφε σε μια φίλη της. «Δουλεύω τακτικά, δώδεκα ώρες την ημέρα, από τις επτά το πρωί έως τις επτά το βράδυ και όταν επιστρέφω σπίτι, μου είναι αδύνατο να σταθώ όρθια».

Αλλά όταν το έργο ολοκληρώθηκε, υπήρξε μία αποκάλυψη. Όχι μόνο εκτέθηκε στο Salon des Artistes Français του 1888 αλλά κέρδισε και τιμητική διάκριση με τον κριτικό Αντρέ Μισέλ να επαινεί το «βαθύ αίσθημα τρυφερότητας, τόσο αγνό όσο και παθιασμένο, μια αίσθηση τρεμούλας και συγκρατημένης οργής», όπως ανέφερε.

Το έργο της Κλοντέλ «Η εγκατάλειψη», 1888
Το έργο της Κλοντέλ «Η εγκατάλειψη», 1888

Το πικρό τέλος μιας σχέσης

Το L’Abandon ακολούθησε το La valse (Το βαλς), το οποίο η Καμίλ άρχισε να δουλεύει γύρω στο 1889. Απεικονίζει ένα γυμνό ζευγάρι σε pas de deux με τα σώματά τους να περιστρέφονται σε ένα μοναδικό, ιλιγγιώδες σχήμα. Το θέμα ωστόσο, θεωρήθηκε προκλητικό για να το απεικονίσει μια γυναίκα και καθώς απέτυχε στην προσπάθειά της να πείσει το γαλλικό κράτος, προκειμένου να της κάνει μία δημόσια ανάθεση η Κλοντέλ έντυσε τις φιγούρες. Και τα δύο έργα όμως, μπορεί να διαβαστούν και ως αλληγορίες της θυελλώδους σχέσης του ζευγαριού. Αλλά μπορεί επίσης να έπαιξαν ρόλο και σε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του Ροντέν, για παράδειγμα το «Αιώνιο είδωλο» και το «Φιλί», στα οποία οι μελετητές έχουν επισημάνει συσχετισμούς όσον αφορά τη φύση των ερωτικών συνθέσεων.

Καμίλ Κλοντέλ «Το βαλς»
Καμίλ Κλοντέλ «Το βαλς»

Μετά από σχεδόν μια δεκαετία, το ειδύλλιό της με τον Ροντέν έφτασε όμως, σε πικρό τέλος. Γύρω στο 1893 η Καμίλ άρχισε να απομακρύνεται από κοντά του, καθώς η υπόσχεσή του να την παντρευτεί δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Επιπλέον εκείνη είχε εξοργιστεί από τους κριτικούς, που συζητούσαν συνεχώς τη δουλειά της στο πλαίσιο της δικής του. Έτσι, ενώ η καριέρα του Ροντέν έφτανε σε απαράμιλλα ύψη, η Καμίλ προσπαθούσε ακόμη να αποδείξει τη μοναδικότητα και την αυτονομία της στα ανδροκρατούμενα υπουργεία, τα σαλόνια και τις σχολές του Παρισιού στα τέλη του αιώνα.

Ο Ροντέν στο ατελιέ του, 1905.
Ο Ροντέν στο ατελιέ του, 1905

Το 1895 όμως, η Κλοντέλ έλαβε επιτέλους μια παραγγελία από το γαλλικό κράτος. Το έργο της «Η εποχή της ωριμότητας» απεικονίζει έναν άνδρα που απομακρύνεται από την νεαρή αγαπημένη του από μια ηλικιωμένη γυναίκα, αλλά η όλη σκηνή θεωρήθηκε ως υπαινιγμός του ερωτικού τριγώνου μεταξύ του Κλοντέλ, του Ροντέν και της μακροχρόνιας συντρόφου του. Πράγματι, όταν ο Ροντέν είδε το έργο έγινε έξαλλος. Λίγο αργότερα, η σχέση τους θα έφτανε στην τελική της ρήξη, αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Και το κράτος απέσυρε την παραγγελία του στην Κλοντέλ, με την πιθανότητα να έγινε αυτό κατόπιν αιτήματος του Ροντέν, πολύ ισχυρή.

Μάταιες προσπάθειες αναγνώρισης

Η Καμίλ Κλοντέλ παρ΄όλα αυτά έγινε μία από τις πρώτες γυναίκες που εισήλθαν σε μεγάλα καλλιτεχνικά ιδρύματα κατά τη διάρκεια της ζωής της. Τα επόμενα χρόνια, σε μια προσπάθεια να αποδείξει, ότι οι ιδέες της ήταν εντελώς δικές της κέρδισε την υποστήριξη ενός παριζιάνου αντιπροσώπου, ονόματι Ουζέν Μπλο και ενός σημαντικού προστάτη στο πρόσωπο της Κοντές ντε Μεγκρέ. Επίσης, εξέθεσε τα έργα της Deep in Thought, Dream by the Fire και Ophelia στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900. Επιπλέον, υπέβαλε με επιτυχία την «Εποχή της Ωριμότητας» σε χαλκό, τον «Περσέα» σε μάρμαρο και μια τερακότα στην Société Nationale des Beaux-Arts, ακριβώς μόλις επιτράπηκε στις γυναίκες η συμμετοχή.

Η Καμίλ φωτογραφίζεται από τον Ναδάρ στο στούντιο του στο Παρίσι, το 1887.
Η Καμίλ φωτογραφίζεται από τον Ναδάρ στο στούντιο του στο Παρίσι, το 1887

Παρά την αυξανόμενη αναγνώρισή της όμως, οι προκλήσεις που αντιμετώπιζε για να γίνει κατανοητή και αναγνωρισμένη παρέμειναν απαγορευτικές και η Καμίλ γινόταν όλο και πιο επιφυλακτική και επιρρεπής σε κρίσεις άγχους, κατά τις οποίες μερικές φορές κατέστρεφε τη δουλειά της.

«Ήμουν σε τέτοια κατάσταση θυμού που πήρα όλα τα κέρινα μοντέλα μου και τα πέταξα στη φωτιά», έγραψε σε μια φίλη της γύρω στο 1912. «Έκαναν μεγάλη φωτιά και ζέσταινα τα πόδια μου στη λάμψη τους… Πολύ περισσότερες θανατικές ποινές εκτελέστηκαν αμέσως μετά, με ένα σωρό αποκαΐδια να συσσωρεύεται στη μέση του ατελιέ μου». Η απογοήτευσή της, αισθητή και στους γύρω της, δεν έμεινε ασχολίαστη και σύντομα κατηγορήθηκε για συμπεριφορές που θεωρούνταν ακατάλληλες για μια γυναίκα εκείνη την εποχή. «Φοβάμαι. Δεν ξέρω τι θα μου συμβεί. Τι νόημα είχε να δουλεύεις τόσο σκληρά και να είσαι ταλαντούχος, όταν ανταμείβεσαι έτσι;» είχε πει κάποτε. «Είναι φρικτό, δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί».

Οι σκέψεις αυτές και οι κρίσεις που εμφανίζονταν κάθε τόσο, την οδηγούσαν όλο και περισσότερο στην απομόνωση, έτσι που να θεωρείται μια παρεξηγημένη ιδιοφυΐα, που ήταν πολύ παθιασμένη με τη δουλειά της και που η φωνή φιμώθηκε από εκείνους, που είχαν κάτι να κερδίσουν από την πτώση της.

Καμίλ Κλοντέλ «Η παράκληση», 1898
Καμίλ Κλοντέλ «Η παράκληση», 1898

Η τραγική κατάληξη

Τον Μάρτιο του 1913, οκτώ ημέρες μετά τον θάνατο του αγαπημένου της πατέρα, ο οποίος υπερασπιζόταν πάντα τις επιλογές της η Καμίλ οδηγήθηκε στο άσυλο Μονφαβέ, κατόπιν αιτήματος του αδελφού της και της μητέρας της. Ήταν μόλις σαράντα χρονών και δεν θα ξαναδούλευε ποτέ. Εκεί παρέμεινε μέχρι το θάνατό της το 1943 σε ηλικία 78 ετών ενώ οι δικοί της την είχαν απαρνηθεί .

Ο αδερφός της Πολ, ο οποίος έγινε επιτυχημένος ποιητής και διπλωμάτης και ο οποίος, κατά κάποιο τρόπο την ζήλευε για το ταλέντο της, την επισκέφτηκε μόνο λίγες φορές, δέκα σ΄αυτά τα τριάντα χρόνια. Όσο για τη μητέρα της, ουδέποτε. Ήταν μάλιστα κατηγορηματική στις επιστολές του νοσοκομείου προς την οικογένεια, που ανέφεραν ότι η Καμίλ μπορούσε να βγει από το άσυλο. Δεν την ήθελε κοντά της, γιατί τους είχε προκαλέσει πολύ πόνο, όπως απαντούσε στο νοσοκομείο. Η τελευταία γνωστή φωτογραφία της Κλοντέλ, η οποία τραβήχτηκε το 1929, όταν την επισκέφθηκε η παλιά της φίλη Τζέσι Λίπσκομπ, την δείχνει να μοιάζει απελπισμένη, αποτυπώνοντας στην όψη της, την τραγωδία του δεύτερου μισού της ζωής της.

Τα έργα του Ροντέν «Το φιλί» και «Αιώνιο είδωλο» στα οποία επισημαίνονται συσχετισμοί με έργα της Κλοντέλ
Τα έργα του Ροντέν «Το φιλί» και «Αιώνιο είδωλο» στα οποία επισημαίνονται συσχετισμοί με έργα της Κλοντέλ

Παρά τη λάμψη της ως καλλιτέχνιδας άλλωστε, αυτή η ζωή κύλισε μέσα στις σκιές των ανδρών, που την περιέβαλλαν. Και το έργο της μετά από την τραγική, μετέπειτα παραμονή της σε ιδρύματα, έγινε υποσημείωση στις ιστορίες τους για σχεδόν έναν αιώνα.

Στη δεκαετία του 1950, ο Πολ Κλοντέλ δώρισε δύο εκδοχές του έργου «Η εποχή της ωριμότητας» σε γύψο και μπρούτζο, το Clotho σε γύψο και το L’Abandonne σε μάρμαρο, στο Μουσείο Ροντέν.

Ο Πολ Κλοντέλ
Ο Πολ Κλοντέλ

Πριν από το θάνατό του άλλωστε, το 1917 ο Ροντέν είχε επιμείνει να αφιερωθεί μία αίθουσα στο έργο της μέσα στο μουσείο, που θα έφερε το όνομά του. Ωστόσο, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η φήμη της Καμίλ Κλοντέλ άρχισε πραγματικά να επανεμφανίζεται. Σ΄αυτό έπαιξε ρόλο και μια βιογραφική ταινία με τίτλο «Camille Claudel» με πρωταγωνίστρια την Ιζαμπέλ Ατζανί και τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ ως Ροντέν που κυκλοφόρησε το 1988 ενώ το 2013 προβλήθηκε μια άλλη ταινία, η «Camille Claudel 1915», στην οποία τον ομώνυμο ρόλο έπαιξε η Ζιλιέτ Μπινός.

Έχοντας σταματήσει τη γλυπτική στα μέσα της καριέρας της, το έργο της που έχει διασωθεί, είναι περιορισμένο. Στο Μουσείο πάντως εκτίθενται τα μισά περίπου από τα 90 έργα της που υπάρχουν, ενώ τα υπόλοιπα βρίσκονται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο Μουσείο J. Paul Getty και στο Musée d’Orsay.

Το Μουσείο Καμίλ Κλοντέλ
Το Μουσείο Καμίλ Κλοντέλ

Ανακαλύψτε το αφιέρωμα Γυναίκες που μας εμπνέουν