ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Η Τέχνη μπορεί να είναι γένους θηλυκού, στο πέρασμα των αιώνων όμως, οι ίδιες οι γυναίκες δημιουργοί χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν απείρως περισσότερα και μεγαλύτερα προβλήματα από τους άνδρες, υποτιμήθηκαν και παραμερίστηκαν, αγνοήθηκαν και τελικώς ξεχάστηκαν.
Ακόμη και η καλλιτεχνική εκπαίδευση άλλωστε, υπήρξε για τις γυναίκες απαγορευμένη ως τις αρχές του 20ού αιώνα και αυτό σε όλες κοινωνικές τάξεις.
Κάποιες, ελάχιστες ωστόσο είχαν τη δύναμη να αντισταθούν, να αψηφήσουν το συντηρητισμό της εποχής τους και να διεκδικήσουν τη δική τους θέση, παλεύοντας για τα δικαιώματά τους, αν και όχι πάντα με επιτυχία. Γιατί και σήμερα ακόμη, οι διακρίσεις δεν έχουν εκλείψει, κάθε άλλο. Η απουσία των γυναικών από την ιστορία της τέχνης είναι η μεγάλη απόδειξη αυτής της ανισότητας, παρά τα βήματα που έχουν γίνει στη σύγχρονη ιδίως εποχής. Οι αιώνες -χιλιετίες- απομόνωσης δεν είναι εύκολο να καλυφθούν.
Οι τρεις περιπτώσεις γυναικών δημιουργών, που ακολουθούν, είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, πραγματική επαναστάστρια, που κατόρθωσε να επιβληθεί σε μια εντελώς ανδροκρατούμενη εποχή. Αντίθετα η γαλλίδα Μπερτ Μοριζό, παρ΄ότι υπήρξε η πρώτη γυναίκα ιμπρεσιονίστρια είναι σήμερα ξεχασμένη. Αλλά η σύγχρονη Λουμπαΐνα Χίμιντ έχει γίνει η φωνή των μαύρων γυναικών καλλιτεχνών.
Αρτεμισία Τζεντιλέσκι. Η μεγάλη ζωγράφος του 17ου αιώνα
Στην Κάζα Μπουοναρότι της Φλωρεντίας, πρώην οικία του Μιχαήλ Άγγελου, η οροφή μιας αίθουσας, τοιχογραφημένη εξ ολοκλήρου περιλαμβάνει και την απεικόνιση μιας νεαρής, γυμνής γυναίκας με φόντο τον ουρανό και κρατώντας μία πυξίδα.
Στον 17ο αιώνα, που οι γυναίκες αποκλείονταν από την μελέτη της ανατομίας και οι απεικονίσεις τους λογοκρίνονταν, συχνά με τρόπους καταστροφικούς για τη τέχνη, η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, μία από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της εποχής της δεν δίσταζε να παρουσιάσει τα θέματά της, όπως εκείνη ήθελε.
Οι περισσότεροι πίνακές της άλλωστε, απηχώντας τον βιασμό της σε νεαρή ηλικία είχαν ως ηρωίδες τους σπουδαίες γυναίκες, που είχαν υποστεί σεξουαλική βία.
Γυναίκες όμως, που όπως η ίδια, τις διέκρινε το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η ισχυρή προσωπικότητα και σίγουρα όχι οι «γυναικείες» ιδιότητες της ευαισθησίας και της αδυναμίας… Είναι οι ηρωίδες των Γραφών, της ιστορίας και του θρύλου, που ταπεινώθηκαν, απατήθηκαν, βιάστηκαν, αποπλανήθηκαν από το ανδρικό φύλο και κυρίως όμως αυτές, που πήραν το αίμα τους πίσω! Είτε με δόλο, είτε με φόνο ή ακόμη με αιμοβόρο ηρωισμό, κατέχουν περίοπτη θέση στη θεματογραφία της: Είναι η Βησθαβέε, η Εσθήρ, η Δαλιδά, η τρομερή Ιωήλ, η Σαλώμη, η Λουκρητία, η Κλεοπάτρα.
Πράγματι η δυνατή και θαρραλέα φωνή της Αρτεμισίας και βέβαια η ζωγραφική της δεξιότητα την οδήγησαν μακριά από το στερεότυπο της εποχής της, που όσον αφορά τις γυναίκες ζωγράφους δεν ήταν άλλο παρά η απεικόνιση λουλουδιών, πορτρέτων μικρών παιδιών, νεκρές φύσεις και άλλα ανώδυνα θέματα.
Αντίθετα, σημαντικά ζητήματα αδικίας, προκατάληψης και κακοποίησης που θίγονται από την ζωγράφο ξαφνιάζουν ακόμη και σήμερα τον θεατή. Κυρίως μάλιστα η βία, που προβάλλει μέσα από αυτά και το αίμα που χύνεται στον καμβά χωρίς αναστολές.
Η απόλυτη αναγνώριση
Σήμερα, τρεισήμισι αιώνες μετά τον θάνατό της η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (1593- π.1653), έχει κατακτήσει την απόλυτη αναγνώριση.
Κι αυτό, γιατί επί αιώνες πριν, τα έργα της αποδίδονταν σε άλλους ζωγράφους, ανάμεσά τους και στον πατέρα και δάσκαλό της Οράτσιο. Κι όμως, το 1616 η Φλωρεντινή Ακαδημία θα την συμπεριελάμβανε στα μέλη της, ως την πρώτη και μόνη γυναίκα ζωγράφο-ακαδημαϊκό, σε ηλικία 23 ετών.
Μία ακόμη απόδειξη άλλωστε της ικανότητάς της και της αποδοχής που απολάμβανε, είναι το γεγονός, ότι ήταν γνωστή σε όλους με το μικρό της όνομα, όπως συνέβαινε, μόνον με τους μεγάλους μετρ της Αναγέννησης.
Κατόπιν αυτών δεν είναι παράξενο, που πριν λίγο καιρό ένας πίνακάς της, που απεικονίζει τον τραγικό θάνατο της Λουκρητίας πωλήθηκε στο Μουσείο Γκέτι του Λος Άντζελες σε δημοπρασία αντί 5,3 εκατομμυρίων δολαρίων.
«Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, η ρωμαλέα ζωγράφος του πρώιμου ρωμαϊκού μπαρόκ έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σύμβολο και λάβαρο ενός κραταιού φεμινισμού», όπως έγραφε η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Ενός φεμινισμού, που δεν στηρίζεται πλέον σε διακηρύξεις, διαδηλώσεις και συνθήματα, αλλά σε αποδείξεις της ικανότητας των γυναικών, όχι μόνο να δημιουργήσουν αλλά και να κυβερνήσουν. Γυναίκες ζωγράφοι ανασύρθηκαν από το καθαρτήριο της λήθης για να ανασκευάσουν με το έργο τους την κυρίαρχη προκατάληψη ότι η δημιουργία υπήρξε αποκλειστικό προνόμιο του άλλοτε θεωρούμενου ισχυρού φύλου».
Η ζωή της Αρτεμισίας δεν ήταν καθόλου εύκολη, πολλές φορές όμως, είχε κατορθώσει να αντιστρέψει την τύχη της αλλά και τους περιορισμούς που έθετε το φύλο της. Έτσι γνώρισε ημέρες δόξας, που θα τις ζήλευαν οι ομότεχνοί της ενώ κέρδισε το θαυμασμό και της πλέον απαιτητικής πελατείας της εποχής. Παρ΄ όλα αυτά, λίγο πριν πεθάνει θα χρειαζόταν να γράψει σε έναν πελάτη της: «Το όνομα και μόνο μιας γυναίκας γεννά την αμφιβολία, πριν ακόμη δουν και κρίνουν το έργο της».
Μπερτ Μοριζό. Η πρώτη ιμπρεσιονίστρια
Μαθήτρια του Κορό και μούσα του Μανέ, η Μπερτ Μοριζό (1841 – 1895) ήταν η πρώτη γυναίκα ιμπρεσιονίστρια και ένα από τα κύρια μέλη της ομάδας, που περιελάμβανε επίσης τον Μονέ, τον Ρενουάρ, τον Ντεγκά και τον Πισαρό.
Παρά την αποδεδειγμένη της αξία όμως, και σε αντίθεση με τους συναδέλφους της, πούλησε σχετικά λίγα έργα, γι΄ αυτό και η τέχνη της εκπροσωπείται ελάχιστα στα μουσεία. Αυτοί οι ίδιοι ωστόσο θαύμαζαν την επιδέξια σχεδίαση, την ελευθερία της χειρονομίας, τα ανοικτά χρώματα και παστέλ. Παντρεμένη εξάλλου με τον Ευγένιο Μανέ, αδερφό του φίλου και συναδέλφου της Εντουάρ Μανέ, υπήρξε συχνά το μοντέλο του για πίνακές του.
Η Μοριζό είχε πάρει από μικρή καλλιτεχνική εκπαίδευση, σύνηθες για τις κόρες των αστικών οικογενειών της εποχής της, μόνον που εκείνη συνέχισε σπουδές, μαθητεύοντας στην γκαλερί του Λούβρου όπου αντέγραφε έργα ζωγραφικής, καθώς η επίσημη καλλιτεχνική εκπαίδευση ήταν απαγορευμένη στις γυναίκες.
«Ανεπισήμως» έτσι, και υπό την επιρροή του Κορό άρχισε να ζωγραφίζει σε ανοιχτούς χώρους, στη συνέχεια σπούδασε υπό τον Ασίλ Ουντινό και τον χειμώνα του 1863-64 πήρε μαθήματα γλυπτικής από τον Αιμέ Μιλέ, αλλά κανένα από τα γλυπτά της δεν είναι γνωστό. Κι όσο για τα θέματά της από τα τοπία της Νορμανδίας και τα θαλασσινά τοπία γύρω από τη Νίκαια πέρασε στους ανθισμένους κήπους και στα «νεαρά κορίτσια με λουλούδια», που αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι του έργου της.
Υπό το πρίσμα του φύλου
Το 1864 η Μοριζό συμμετείχε για πρώτη φορά στο διάσημο Σαλόνι του Παρισιού, που ήταν η επίσημη, ετήσια έκθεση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών ενώ το έργο της επιλέχθηκε για έκθεση και στα έξι επόμενα Σαλόνια.
Το 1874 όμως, συμμετείχε μαζί με τους «απορριφθέντες» ιμπρεσιονιστές, που αποτελούσαν όλη την παρέα της, στην πρώτη δική τους έκθεση, που πραγματοποιήθηκε στο φωτογραφικό στούντιο του Ναντάρ. Σχετικά με αυτό το γεγονός έγραφε προς τη θεία της: «Αν διαβάσετε κάποια από τις εφημερίδες του Παρισιού, πρέπει να ξέρετε, ότι ανήκω σε ομάδα καλλιτεχνών, που διοργανώνουμε την δική μας έκθεση και πρέπει να έχετε δει πόσο λίγη εύνοια απολαμβάνει η έκθεσή μας στα μάτια των κυρίων του Τύπου. Από την άλλη, έχουμε επαινεθεί στις ριζοσπαστικές εφημερίδες… Είμαστε υπό συζήτηση. Είμαστε όλοι τόσο περήφανοι για αυτό και είμαστε όλοι πολύ χαρούμενοι».
Παρά τη συντροφικότητα όμως, που ένιωθε με τους άνδρες συναδέλφους της είχε επίγνωση, ότι η δουλειά της αντιμετωπιζόταν μέσα από το πρίσμα του φύλου.
΄Ετσι σε ένα άλλο γράμμα προς την αδερφή της, λίγα χρόνια αργότερα, η Μοριζό εξέφραζε την ανησυχία της για τη δική της αδυναμία να ανταγωνιστεί οικονομικά στην αγορά τέχνης.
Ποτέ δεν προσέλαβε έναν έμπορο για να πουλάει συνεχώς τη δουλειά της, την ίδια στιγμή, η γκαλερί Durand-Ruel είχε προωθήσει 1.500 Ρενουάρ και 1000 Μονέ. Άλλωστε όπως αναφέρουν σήμερα οι ιστορικοί της τέχνης, ο Κλοντ Μονέ, ο οποίος ζωγράφισε ίσο αριθμό λουλουδιών και φυτών με εκείνην – ίσως και περισσότερων – χαιρετίστηκε ως «πρωτότυπος και ζωηρός». Ενώ το έργο της Μοριζό χαρακτηρίστηκε ως «γοητευτικό και λεπτό»…
Ένα χρόνο μετά τον απροσδόκητο θάνατό της σε ηλικία 54 ετών από πνευμονία, οι φίλοι της Ντεγκά, Μονέ, Ρενουάρ και Μαλαρμέ οργάνωσαν μια έκθεση μνήμης με σχεδόν 400 έργα της, που κρίθηκαν με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια. Ένας κριτικός χαρακτήρισε αυτή την έκθεση ως «το ποίημα μιας σύγχρονης γυναίκας όπως το φαντάζεται και το ονειρεύεται μια γυναίκα».
Λουμπαΐνα Χίμιντ. Η φωνή των μαύρων γυναικών καλλιτεχνών
Γνωστή για τις καινοτόμες προσεγγίσεις της στη ζωγραφική αλλά και για τη συνεισφορά της στο κίνημα των βρετανικών μαύρων τεχνών είναι η Λουμπαΐνα Χίμιντ, με διεθνή αναγνώριση για τους παραστατικούς της πίνακες, οι οποίοι εξερευνούν παραγνωρισμένες και αόρατες πτυχές της ιστορίας και της σύγχρονης καθημερινής ζωής.
Με καταγωγή από τη Ζανζιβάρη –γεννήθηκε το 1954- αλλά μεγαλωμένη και σπουδασμένη στην Αγγλία έχει τιμηθεί με το μεγάλο Βραβείο Τέρνερ το 2017 ενώ το 2018 της απονεμήθηκε ο τίτλος του Διοικητή του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας για της υπηρεσίες της στην τέχνη.
Ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες άλλωστε, που συμμετείχαν στο κίνημα της Μαύρης Τέχνης στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του ΄80 δημιουργώντας χώρο για την έκφραση και την αναγνώριση της εμπειρίας των μαύρων και της γυναικείας δημιουργικότητας. Εκτός από δημιουργός η ίδια εξάλλου, είναι και επιμελήτρια εκθέσεων με έργα μαύρων γυναικών καλλιτεχνών.
Καθοριστικό έργο της έχει θεωρηθεί το «Naming the Money» του 2004, που παρουσιάζει ένα μεγάλο πλήθος εκατό σκλάβων, στους ρόλους, που αναγκάστηκαν να παίζουν στις πριγκιπικές αυλές της Ευρώπης. Δηλαδή από εκπαιδευτές σκύλων, χορευτές και μουσικούς, ως αγγειοπλάστες, τσαγκάρηδες και κηπουροί, καθώς είχαν αγοραστεί και αποτελούσαν «ιδιοκτησία» πλούσιων Ευρωπαίων, σε μια εποχή που οι Αφρικανοί θεωρούνταν νομισματικές μονάδες και οι μαύροι υπηρέτες ήταν σύμβολα καθεστώτος.
Πίστη, σοφία και εκπαίδευση
Σ΄αυτό το πλήθος των «κινούμενων» σχεδίων του έργου οι φιγούρες είναι ντυμένες με κοστούμια του 17ου αιώνα και κάθε μια από αυτές έχει μια ετικέτα στην πλάτη με το αρχικά ονόματα και τα επαγγέλματά τους όσο και αυτά που τους επιβλήθηκαν από τους νέους Ευρωπαίους ιδιοκτήτες τους. Κι όλα αυτά υπό τους ήχους μιας υποβλητικής μουσικής, που ανακαλεί διάσπαρτα αφρικανικά, κουβανέζικα, ιρλανδικά και εβραϊκά μοτίβα.
Στην ίδια κατηγορία με αναφορά κυρίως στις γυναίκες είναι και το έργο της «Carrot Piece», που δείχνει έναν λευκό άνδρα, ο οποίος αποτυγχάνει να δελεάσει μια μαύρη γυναίκα με ένα καρότο. Γιατί η αγκαλιά της είναι ήδη γεμάτη με όλα όσα χρειάζεται… Όπως λέει η Χίμιντ το έργο αυτό δημιουργήθηκε σε μία εποχή, που τα διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα έπρεπε να φαίνονται, ότι ενσωματώνουν μαύρους στα προγράμματά τους. «Εμείς ως μαύρες γυναίκες καταλάβαμε όμως, ότι προσπαθούν να μας πατρονάρουν», λέει η ίδια. «Μας κορόιδευαν, επιχειρώντας να αποσπάσουν την προσοχή με ανόητα παιχνίδια και άσκοπες προσφορές. Το καταλάβαμε, γιατί ξέραμε, τι χρειαζόμασταν πραγματικά ώστε να κάνουμε μια θετική πολιτιστική συνεισφορά: πίστη στον εαυτό μας, σοφία, εκπαίδευση και αγάπη».
Διαβάστε επίσης
Ενώ ο κόσμος καίγεται, τέχνη και είδη πολυτελείας φέρνουν δισεκατομμύρια
Ανακαλύψτε το αφιέρωμα Γυναίκες που μας εμπνέουν
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Τι ζητάει ο Μασκ για να δουλέψεις στο υπουργείο κυβερνητικής αποτελεσματικότητας
- Αντίστροφη μέτρηση για την αξιολόγηση της Fitch – Περιορισμένες προσδοκίες για αναβάθμιση – Αποκαλυπτήρια στις 22 Νοεμβρίου
- Prem Watsa: Τα χρυσά μερίσματα των €400 εκατ. από την επένδυση στη Eurolife
- Metlen: Ανοίγει ο δρόμος των επιχορηγήσεων για την επένδυση βωξίτη-γάλλιου-αλουμίνας ως Εμβληματική Επένδυση