ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όλοι έχουμε στο σπίτι μας έναν Φασιανό. Με όποιον τρόπο. Σε κορνίζα ή όχι, στα βιβλία μας, στα διακοσμητικά αντικείμενα πάνω στο τραπέζι, σε είδη καθημερινής χρήσης. Συνηθίσαμε να μας συντροφεύουν οι μπλε και κόκκινες φιγούρες του με το μακρύ κασκόλ σαν αυτό που φορούσε ο ίδιος, αποπνέοντας την φρεσκάδα μιας ανοιξιάτικης μέρας μ΄έναν καταγάλανο ουρανό και με τις χαρούμενες νύξεις ενός ιδιωτικού σύμπαντος, που μπορεί να είναι και δικός μας. Γιατί εν τέλει ο Αλέκος Φασιανός πέτυχε μέσα από το έργο του να γίνει οικείος, αναγνωρίσιμος και αγαπητός όσο ελάχιστοι άλλοι εικαστικοί καλλιτέχνες, χάρις στο ιδιαίτερο προσόν του _πέρα από την καθ΄αυτό αξία της ζωγραφικής του _ να μεταδίδει χαρά και αισιοδοξία.
Κάποιοι ίσως, θα τον χαρακτήριζαν γι΄αυτό, ντεμοντέ, με την έννοια της ανάγκης για την κατάδειξη των προβλημάτων του ανθρώπου. Πόσο σπουδαίο όμως είναι, να μπορεί να μεταδώσει ένας καλλιτέχνης τη χαρά της ζωής στην σκοτεινιά της πραγματικότητας δεν θα έπρεπε κανείς να παραβλέψει.
Καθείς όμως εφ΄ ω ετάχθη. Κι ο δικός του ρόλος υπήρξε η σύνδεση του νέου ελληνικού πολιτισμού με τον αρχαίο και ο τονισμός της συνέχειας της ιστορίας μέσα από ανάλαφρες πλην σημαίνουσες εικόνες, η ανάταση του πνεύματος και η αποκάλυψη των αισθημάτων, και βέβαια η αποστολή να ομορφύνει τη ζωή μας.
Καλύτερα για όλα αυτά έχει μιλήσει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του ή σε γραπτά του κείμενα. Μια επιλογή από αυτά έχει κάνει σήμερα το mononews.
Ο ζωγράφος
-«Έγινα ζωγράφος για να είμαι ελεύθερος. Η ζωή είναι αναπνοή για μένα. Δράση, έκφραση, αγωνία για το επόμενο έργο, αλλά και λύτρωση κάθε φορά που υλοποιείται».
-«Τη ζωγραφική δεν σου την μαθαίνουν με λόγια. Δεν γίνεται. Πρέπει να δεις και να αισθανθείς, να κατανοήσεις. Αυτό έκανα εγώ».
-«Ζωγραφίζω ό,τι μ΄ αγγίζει, ό,τι αισθάνομαι γύρω από τη ζωή, έτσι πολύ απλά. Χρυσούς καβαλάρηδες που ζουν τώρα μόνο στο όνειρό μας, γυναίκες νωχελικές ή ζευγάρια ερωτευμένων. Η ιστορία των ερωτευμένων είναι πανάρχαιη, γιατί οι άνθρωποι ερωτεύονται επί αιώνες με τον ίδιο τρόπο, και η τέχνη έρωτας είναι, ηδονικός, χωρίς τύψεις.
-«Επιθυμώ τα έργα μου να αποπνέουν γαλήνη, ανάταση ψυχής. Γιατί όχι χαρούμενα χαμόγελα! Δεν θα μετέφερα σ’ αυτά κάποια σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Δεν ζωγράφισα ποτέ τη θλίψη της ζωής αλλά τη χαρά. Είναι δύσκολο για μένα να ζωγραφίσω τη θλίψη, κάτι που κάνουν άλλοι ζωγράφοι. Εγώ είμαι πάντα ένας χαρούμενος ζωγράφος.
-«Εμένα μ’ αρέσουν τα χρώματα, τα γυμνά κορμιά, τα υφάσματα, το κόκκινο δωμάτιο, η ιστορία ενός δραπέτη, τα γεγονότα τα μικρά, τ’ ασήμαντα. Το θέμα ανάμεσα στα βράχια και στους θάμνους, το κύμα που σκάει στα βότσαλα κροταλίζοντας είναι τα γεγονότα που συντελούν στη δημιουργία και κατευθύνουν το χέρι μου. . . Η θέα από το παράθυρό μου είναι ένα βουναλάκι με μοναστήρι και κυπαρίσσια. Από κει θαυμάζω και παρατηρώ τον κόσμο, το σύμπαν.
-«Με τη μητέρα μου κάναμε συχνά βόλτες στα αρχαία μνημεία. Ακουμπούσαμε το χέρι μας επάνω τους και μoυ έλεγε: “Σκέψου, Αλέξη, όλους εκείνους που δημιούργησαν αυτό τον πολιτισμό!”. Όσο το έλεγε εμένα η φαντασία μου ταξίδευε… Μία φορά είχα δει τυχαία να ξεπροβάλλει ένα μαρμάρινο χέρι από το χώμα. Στην αρχή τρόμαξα. Μετά πλησίασα και το άγγιξα. Μαγικό! Αυτό ήταν το έναυσμα να εμπνευστώ τον σύγχρονο Έλληνα. Αυτό που έρχεται από την αρχαιότητα αλλά με τη σύγχρονη μορφή του».
-«Τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μου τα ΄μαθα από τον παππού μου. Ήταν παππάς και τις ελεύθερες ώρες του, έφτιαχνε διάφορα πράγματα. Με φώναζε και μου έφτιαχνε καραβάκια. Έκανε υπέροχες πένες για να γράφει. Αυτός με κάλεσε μια φορά και με έβαλε να ζωγραφίσω μια βινιέτα… ένα αρχικό γράμμα σε ένα ευαγγέλιο που είχε γράψει. Το έκανα και μου βάλε 10 με τόνο».
Και η ζωγραφική
-«Εγώ έμαθα ζωγραφική από τους μπογιατζήδες. Βάφανε το σπίτι μας, τα βορινά δωμάτια κοκκινωπά για να κρατούν τη ζέστη και τα μεσημβρινά γαλάζια για να έχουν δροσιά, και επειδή δεν υπήρχαν έτοιμα χρώματα τα έφτιαχναν επί τόπου. Ανακατεύανε επί ώρες σκόνες με λάδι και στεγνωτικό μέσα στον τενεκέ για να φτιάξουν αυτό το μπλε. Και κάνανε χρώμα καταπληκτικό. Τους παρακολουθούσα πώς το κάνανε και μετά χρησιμοποίησα την ίδια τεχνική και εγώ. Δηλαδή αν δεν είχα τους μπογιατζήδες δεν θα γινόμουνα ζωγράφος εγώ. Γι’ αυτό έκανα κι εγώ τις μορφές σε φόντα μπλε ή κεραμιδιά. Γιατί ήτανε βγαλμένα από την πραγματικότητά μου. Δεν ήταν κάτι που φαντάστηκα
-«Την τέχνη της ζωγραφικής υπηρετώ πολλές φορές επειδή δεν είμαι ευχαριστημένος από τον κόσμο στον οποίο ζω και λέω θα φτιάξω το δικό μου κόσμο και να είμαι ευτυχισμένος. Η ευτυχία του δικού σου κόσμου που ανακαλύπτεις σε γεμίζει, ενώ άλλοι θέλουν να κάνουν κάθε μέρα εκδρομές για να βρουν ένα νέο κόσμο. Ανακαλύπτουν ότι το ταξίδι τελειώνει και δεν έχουν βρει το δικό τους χώρο. Επιστρέφουν και αναζητούν ένα νέο ταξίδι, μια φυγή. Ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να φεύγει, γιατί ζει στο δικό του κόσμο και δεν τον νοιάζει ακόμα και σε μια φυλακή να ζει ή σε ένα μικρό δωματιάκι. Έχει τον κόσμο δίπλα του που τον γεμίζει».
-«Είναι κάποια πράγματα που γίνονται αναπόφευκτα, σαν να έχουν προγραφεί από παλιά. Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγράφιζα στο δάπεδο, μπροστά στους συμμαθητές μου. Πολλές φορές έκλαιγα, κρυφά, γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω, τί ήταν ζωγραφική. Μου άρεσε όμως ν’ απλώνω ένα χρώμα έντονο, ένα κόκκινο ή ένα μπλε, σε μια μεγάλη επιφάνεια, που να παριστάνει κάτι. Όταν ζωγράφιζα τα μοντέλα, στην Σχολή, δεν αισθανόμουνα τίποτα. Μόνο την πρώτη μέρα, όταν το πράγμα ήταν φρέσκο. Μετά τελείωνα το έργο και δεν έβλεπα πια το μοντέλο. Ήταν σαν να μην υπήρχε. Ποτέ μου δεν κατάφερα να το σχεδιάσω, όταν το κοιτούσα. Άμα το έκανα από μνήμης, ήταν ωραίο. Έτσι λοιπόν, αποφάσισα να ζωγραφίζω ότι μου ερχόταν στη φαντασία».
-«Είχα κάνει αρκετά έργα, παραμορφωμένα ανθρωπάκια, με κάτι μικρά καπέλα. Ένα δειλινό είχα τελειώσει ένα πολύ ωραίο, πράσινο, έργο και το άφησα στην αυλή του σπιτιού μου για να στεγνώσει. Ήλθε όμως ο γαλατάς, το πέρασε για χαλί και σκούπισε πάνω σ’ αυτό τα παπούτσια του… Το τί έγινε μετά, δεν περιγράφεται. Όλη η αυλή γέμισε με πράσινα πατήματα. Αυτό επιβεβαίωσε ότι κάνω ρεαλιστική ζωγραφική. Αφού και ο γαλατάς είχε ξεγελαστεί!».
-«Η μεγαλύτερη επανάσταση στη τέχνη έγινε, όταν από τα αρχαία ειδώλια που στέκονταν ακίνητα κατόρθωσαν λίγο μετά οι κλασικοί να βάλουν το ένα πόδι μπροστά από το άλλο για να αποδώσουν τη κίνηση. Έτσι ξεφύγαμε από την ακινησία. Δεν είναι φοβερό;».
-«Είναι δύσκολο να αποδώσεις την κίνηση επειδή η ζωγραφική είναι ακίνητη. Μάλιστα κάποτε με είχαν ρωτήσει πώς γίνεται να ανεμίζουν τα μαλλιά από τη μια μεριά και η γραβάτα από την άλλη στους πίνακές μου; ‘‘Πρόκειται για tremboulance’’ τους είχα απαντήσει».
-«Ένας ζωγράφος είναι μεγάλος όταν μπορεί να εκφράζει αυτό που θέλει με το χρώμα και το σχέδιο και ένας ποιητής με λέξεις για αυτό που θέλει να πει».
-«Ο Τσαρούχης ήταν κάτι παραπάνω από δάσκαλος. Δεν τον ενδιέφερε να σου διδάξει αυτά που έκανε αυτός για να τον μιμηθείς, αλλά αντιθέτως σου άνοιγε δρόμους για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου».
-«Πολλοί καλλιτέχνες σήμερα νομίζουν ότι η τέχνη είναι κάτι άλλο τη ζωή, και δημιουργούν καλλιτεχνήματά έξω απ’ τη ζωή και τις ανάγκες τους. Γι’ αυτό και δηλώνουν, ότι δεν τους ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Παρουσιάζουν ένα τετράγωνο ή μία φόρμα και σου λένε αυτό είναι τέχνη. Για μένα η τέχνη βγαίνει απ’ την ανάγκη. Δηλαδή ένα σχήμα που εξυπηρετεί τις ανάγκες μας είναι ωραίο. Αυτό που εξυπηρετεί απόλυτα την ανάγκη είναι μεγάλη τέχνη. Όταν κάνεις τέχνη δεν την κάνεις άνευ λόγου. Την κάνεις για να έρθεις επαφή με τους άλλους ανθρώπους».
– «Κάποτε με πλησίασε ένας ζωγράφος, ο οποίος ήταν απόλυτα ενταγμένος στο ρεύμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή και με ρώτησε: «Φασιανέ, είσαι καλός ζωγράφος, αλλά δεν βλέπεις τα ρεύματα γύρω σου; Δεν πρέπει να τα ακολουθήσεις; Εγώ, όπως βλέπεις, τα ακολουθώ…». Τότε του απάντησα: «Να σε ρωτήσω και εγώ κάτι;». «Ναι», απαντά. «Εγώ, όταν ζωγραφίζω, χαίρομαι πολύ, εσύ, όταν ζωγραφίζεις, χαίρεσαι καθόλου;». Έφυγε χωρίς να απαντήσει».
Τα υλικά
-«Εγώ την ύλη τη χρησιμοποιώ σαν ένα ιερό πράγμα. Ένα έργο υπάρχει πρώτα μέσα στο μυαλό σου και μετά το υλοποιείς με χρώματα, μουσαμάδες, πέτρα ή μάρμαρο. Μέσα από την ύλη βγαίνει το ιδεατό, αν βέβαια τη μεταχειριστείς σωστά».
-«Αυτό που με θέλγει, κάθε φορά, είναι το υλικό που έχω στα χέρια μου. Διαφορετικά θα εκφραστείς κάνοντας ένα εξώφυλλο βιβλίου με την τεχνική της λιθογραφίας, που έχεις ένα μυτερό εργαλείο και χαράσσεις πάνω στο χαλκό, και αλλιώς πάνω σε ένα τοίχο. Δεν σημαίνει ότι αν βάλεις περισσότερα ή λιγότερα χρώματα θα κάνεις καλύτερη ή χειρότερη τέχνη. Με διαφορετικά υλικά, το μπρούντζο, το χαλκό, το πλεξιγκλάς, το σίδερο, το ξύλο υπερνικώ την ύλη και την μετατρέπω σε ζωή. Όπως άυλη είναι και η ιδέα που έχεις μέσα σου για ένα έργο, αλλά χρειάζεσαι την ύλη για να την εκφράσεις. Αυτό είναι η υλοποίηση της ιδέας.»
-«Χρησιμοποιώ τα χέρια μου διαρκώς. Φτιάχνω έπιπλα με τα χέρια μου. Τραπεζάκια, κομοδίνα, καθίσματα με τον δικό μου τρόπο. Χρησιμοποιώ πολλά υλικά. Πλάθω με πηλό, χυτεύω σε μπρούντζο. Φτιάχνω φωτιστικά, αντικείμενα, πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια σαν δρακάκια, ψαράκια… διάφορα. Είναι συμπληρωματικά της ζωγραφικής απαραίτητα. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι πολυπράγμων».
-«Τα διακοσμητικά είναι για να κάνουν ευχάριστη τη ζωή. Για να ομορφαίνει το σύμπαν».
Ο Έλληνας
-«Ο ποδηλάτης είναι ένας σύγχρονος αρχαίος Έλληνας, ή μπορεί να προέρχεται από το Βυζάντιο. Οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. Οι ενδυμασίες και κάποιες πεποιθήσεις και συνήθειες αλλάζουν. Εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα, ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν. Έχει μεγαλώσει στον ίδιο τόπο με τα ήπια βουναλάκια και το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά αντί για χιτώνα και χλαμύδα φορά γραβάτα και φαρδιά παντελόνια και τρέχει ελεύθερος όχι με το άλογό του αλλά με το ποδήλατο ή τη μηχανή του. Όσο για το χρώμα, υπήρχε ανέκαθεν. Οι πόλεις, οι ναοί, τα δωμάτια οι άνθρωποι, είχαν χρώματα. Τα κτίρια, τα ενδύματά τους. Απλά στη ζωγραφική μου μπορεί να δείτε μπλε καρπούζια ή κόκκινους ανθρώπους. Το κάνω, γιατί αισθάνομαι με χρώματα. Δείχνω τα αισθήματά μου, όταν επιλέγω χρώμα».
-«Από τη Μεσόγειο αναδύθηκε ο πολιτισμός, γιατί οι άνθρωποι είχαν θερμή επαφή με τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα. Ήθελα να κάνω κύματα και δεν μπορούσα. Είχα δει το κύμα του Χοκουσάι, του Ιάπωνα χαράκτη, αλλά ήταν αρπακτικό. Και μετά θυμήθηκα τον Όμηρο που λέει, ότι ο αιθερογέννητος βοριάς γυρίζει μέγα κύμα. Λέω αυτό είναι. Είναι στρογγυλά τα κύματα. Παίρνεις μαθήματα από τους παλιούς και το εκφράζεις διαφορετικά. Άμα είσαι αντιγραφέας δεν είσαι τίποτε. Άμα δεν έχω τον δικό μου τρόπο δεν είμαι τίποτα. Ουδέν ωφελούμαι. Είναι η αγάπη να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Να γνωρίζεις πως είσαι εσύ. Μεγάλο πράγμα».
-«Είμαι φιλόπατρις, αλλά δεν θα ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική. Εκεί πρέπει να λες και ψέματα, έτσι δεν είναι; Δεν είμαι τελείως ανόητος, έχω μια κάποια νοημοσύνη, για να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Αλλά ακόμα και όταν τα πράγματα είναι άσχημα, εγώ ζωγραφίζω. Ζωγράφιζα και όταν είχαμε δικτατορία. Είμαι όπως ο Αρχιμήδης που είπε: ‘‘Μη μου τους κύκλους τάραττε’’… και πήγαν να τον σκοτώσουν».
-«Φυσικά και με εμπνέει η Ελληνική Επανάσταση, γιατί πάντα έβρισκα ενδιαφέρον ότι το πάθος για τη συνέχεια του έθνους μας δημιούργησε ιδεολογικές αφυπνίσεις όπως η υπεράσπιση της αρχαίας ελληνικής καταγωγής μας και η εμφάνιση του Γαλλικού Διαφωτισμού που μας κληροδότησε η Φιλική Εταιρεία».
– «Μέλημά μου δεν είναι να κάνω μια απλή καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος αλλά να περάσω ένα απλό μήνυμα: τη δύναμη που αντλούν οι άνθρωποι όταν τους συνδέουν η κοινή καταγωγή, οι διαχρονικές συνήθειες, τα ερεθίσματά τους και ο μύθος τους. Το θάρρος και η αυταπάρνηση για έναν κοινό σκοπό. Την προάσπιση της γλώσσας τους, της Ιστορίας τους και των αναμνήσεων».
Το χρήμα
– «Εγώ δεν σκεφτόμουν να ζήσω ή πώς να ζήσω. Το μεγαλύτερό μου πάθος και το πρόβλημά μου ήταν το πώς θα γίνω ζωγράφος, όχι πώς θα ζήσω».
– «Το θέμα δεν είναι να βγάζεις χρήματα, αλλά να κάνεις τέχνη. Μπορεί να μη βγάλεις ποτέ, μπορεί και να βγάλεις πολλά. Τι σημασία έχει αυτό; Καλύτερα να μιλάμε για το πώς θα γίνεις καλλιτέχνης παρά πώς θα ζήσεις ως καλλιτέχνης».
– «Ζω απλά, σχεδόν ασκητικά. Αποφεύγω ακόμα και να πουλάω έργα μου, παρά μόνο αν έχω ανάγκη».
Η Αθήνα
-«Όταν ζεις σε μια πολυκατοικία, δεν βλέπεις την ανατολή. Και στην Καρχηδόνα υπήρχαν πολυκατοικίες, και στη Βαβυλώνα. Δεν είναι σωστό ότι χάλασε η Αθήνα λόγω της πολυκατοικίας. Χάλασε από τον τρόπο που χτίζουνε τις πολυκατοικίες, που δεν έχει χώρο να βγαίνεις έξω και να παίζεις».
-«Νέος ακόμα βρέθηκα σε διάλεξη του Δ. Πικιώνη, τον οποίο άκουσα να λέει: Να χτίζετε με τα υλικά που βρίσκετε μπροστά σας. Αυτό με έκανε να συνειδητοποιήσω πολλά και για τη δική μου τέχνη. Η χρήση των φυσικών υλικών στη δόμηση θα έπρεπε να είναι η πρώτη λύση. Η ανάγκη οδηγεί στην καλύτερη λύση στους λαϊκούς οικισμούς, εκεί που χτίζουν με τα χέρια τους, με ό,τι έβρισκαν γύρω τους, χώμα, πέτρες, πλίνθους που έφτιαχναν μόνοι τους. Είναι καλό να παραδειγματίζονται οι αρχιτέκτονες και από τους λαϊκούς οικισμούς, όπως ο Le Corbusier και άλλοι μεγάλοι του 20ού αιώνα που, πριν σχεδιάσουν, έβλεπαν την αρχιτεκτονική του κάθε τόπου, το κλίμα, τη φύση»
-«Σπουδάσανε πολλοί στο εξωτερικό. Και μεταφέρανε τις τζαμαρίες που είδαν εκεί, στη Γερμανία, ας πούμε, εδώ. Ενώ δεν πρέπει να βάλεις τζαμαρίες στην Ελλάδα. Μπαίνει πολύ φως μέσα και προκαλεί φοβερή ζέστη».
-«Με το αιρκοντίσιον χαλάει η σχέση με την πραγματικότητα που έχεις, με το ελληνικό φως. Δηλαδή δεν σε χαϊδεύει πια ο ζεστός αέρας και το μελτέμι. Είσαι σε μια ακροθαλασσιά, σ΄ ένα βουναλάκι κοντά στη θάλασσα, αισθάνεσαι τον αέρα να σου χαϊδεύει το πρόσωπο. Αλλά όταν είσαι στο σπίτι, πρέπει να κλείσεις τα παράθυρα για να μην χάσεις το αιρκοντίσιον. Χάνεις όμως τον αέρα της Ελλάδας και του καλοκαιριού».
-«Προτιμώ τα σπίτια των μικρών μαστόρων, όπως, για παράδειγμα, στον Κολωνό, στις λαϊκές συνοικίες στο Γκάζι και στην Ακαδημία Πλάτωνος, με τα μικρά σπιτάκια και τις αυλές τους σε σχήμα Γ και όχι τα πομπώδη κτίρια της Βασιλίσσης Σοφίας. Με ενδιαφέρει πόσο φως έχει μια πόλη κι έτσι παραβλέπω πολλές φορές την τσαπατσουλιά που υπάρχει».
Οι μνήμες
-«Έχω μνήμες από τον πόλεμο του ’40. Θυμάμαι με πόση λαιμαργία έφαγα μια πατημένη σταφίδα που βρήκα στον δρόμο. Πόσες ώρες περνούσα ξαπλωμένος, ακίνητος, μικρό παιδί, για να αντέξω την πείνα να μη λιποθυμήσω. Τα σκάγια που βρίσκαμε στους δρόμους και παίζαμε με αυτά. Την πρώτη φορά που δοκίμασα σοκολάτα. Μου την πρόσφερε ένας Γερμανός αξιωματικός. Τον συνάντησα τυχαία και από τον φόβο μου την έφαγα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι θα με σκότωνε αν δεν την έτρωγα. Αηδίασα από την άγνωστη γεύση».
-« Όσα διαδραματίζονταν γύρω μου ήταν σαν ζωντανό μυθιστόρημα, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας. Παρά την τραγικότητα των γεγονότων διέγειραν τη φαντασία μου. Έβλεπα τους στρατιώτες σαν γίγαντες… κρυβόμουν κάτω από ένα τραπέζι και έβλεπα οράματα».
-«Εγώ προτιμώ την πόλη μου που ζω, όπως είναι. Γιατί στην πόλη δημιουργείται ο πολιτισμός. Μέσα σ’ αυτή την πόλη, όσο ελεεινή και να είναι, δημιουργούμε. Εγώ, άμα δεν είχα περιπλανηθεί στους δρόμους της πόλης, δεν θα είχα αναπτυχθεί πνευματικά. Περιπλανιόμουν στην Πανεπιστημίου, κοιτούσα φωτογραφίες των κινηματογράφων, πήγαινα στο Σινεάκ, στο Pοζικλέρ και στην Αλάσκα, στο Πεδίον του Άρεως, στο Γκρην Πάρκ, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στα θέατρα Περοκέ και Σαμαρτζή, στη Βικτώρια και στο Αλκαζάρ, τα δύο σινεμά στο σταθμό Λαρίσης, στο Άστρα, με τα νέα ταλέντα που γαλουχήθηκαν εκεί. Και μετά πήγαινα στο Ωδείο Αθηνών-Πειραιώς και στη Σχολή Καλών Τεχνών, οδός Πατησίων, στην πιο ωραία σχολή. Και μετά στο Σύνταγμα, στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο θέατρο Κουν. Καθόμασταν και στα παγκάκια πολλές φορές στο Βασιλικό Κήπο, όπου πηγαίνω ακόμα. Όταν μπαίνω εκεί, έχω πάντα αυτή τη μυρωδιά της δροσιάς των δέντρων. Μου άρεσαν και οι ανδριάντες, οι προτομές που πρόβαλλαν στο πράσινο φόντο των φυτών. Και μάλιστα ζωγράφισα πολλά έργα με αυτό το θέμα».
Και ο έρωτας
-«Είναι λάθος να προσπαθεί κάποιος να δώσει ορισμό στον έρωτα. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Άλλοι έρωτες διαρκούν λίγο, άλλοι πολύ. Δεν μπορείς να το εκφράσεις, μόνο το αισθάνεσαι».
-«Ο έρωτας σε κάνει να βλέπεις την ομορφιά εκεί που οι άλλοι δεν την ανακαλύπτουν, έτσι να λες δεν είναι αυτός ή αυτή ωραία αλλά εσύ έχεις ανακαλύψει τη ψυχή του άλλου. Η ψυχή εξάλλου μένει πάντα αγέραστη, νεανική. Κάπως έτσι είναι η αισθητική. Δεν προσπαθώ πρώτα να κάνω κάτι αισθητικό, αλλά οργανικό».
Διαβάστε επίσης:
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Marc Benioff (CEO Salesforce): «Όχι» στην πώληση του Τime στον όμιλο Ant1
- International Chamber of Shipping: Νέος Γενικός Γραμματέας ο Θωμάς Α. Καζάκος
- Αυτοδιαχείριση: Πάνω από 13 εκατ. ευρώ μοιράζει για τα πνευματικά δικαιώματα
- Ψηφιακά Εργαλεία ΜμΕ: Περισσότερες από 65.000 αιτήσεις υποβλήθηκαν στον πρώτο κύκλο