ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Εκεί πρωτοείδε το φως του κόσμου ο Αλέκος Φασιανός, ένας από τους τελευταίους μεγάλους της ελληνικής ζωγραφικής, που φεύγοντας από τη ζωή, χθες το βράδυ στα 87 του χρόνια, μας άφησε παρακαταθήκη ένα σπουδαίο έργο καθαρής ελληνικότητας και βαθιάς ανθρώπινης προσέγγισης, συνδυάζοντας την αρχαιότητα με τη λαϊκή παράδοση και τη σύγχρονη καθημερινότητα, μ’ έναν τρόπο μοναδικό, εύληπτο και αξεπέραστο. Οι ωραίοι ποδηλάτες του με τα μαλλιά ν’ ανεμίζουν, οι καπνιστές του, οι φτερωτοί νέοι, τα ερωτευμένα ζευγάρια, όλα αυτά τα πρόσωπα ιδιαίτερης ευαισθησίας που έπλασε, διαμορφώνοντας το δικό του ζωγραφικό ιδίωμα, παραμένουν ζωντανά να συντροφεύουν τους Έλληνες και την ιστορία τους.
«Γεννήθηκα Έλληνας, μέσα σ’ ένα χώρο όπου τα νησιά ήταν γεμάτα βράχια, οι γειτονιές με χώματα και ωραία σπιτάκια με ώχρα, αυτά όλα τα νεοκλασικά που λέμε. Πιο ωραία μου φαίνονταν τα χαμόσπιτα, με τις αυλές μέσα. Αλλά η ελληνικότητα είναι ο τρόπος, δεν είναι η όψη. Η ελληνικότητα δεν είναι να αντιγράψεις τους Βυζαντινούς ούτε τους αρχαίους. Είναι για να παίρνεις μαθήματα απ’ αυτούς», όπως είχε πει. Δίνοντας και την αφετηρία της πορείας του στην τέχνη: «Από πολύ μικρός και εξ αιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα, άλλοτε φέρνοντάς του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές ή οι λαϊκές».
Και πράγματι η ζωγραφική των αρχαίων ελληνικών αγγείων, η βυζαντινή και λαϊκή παράδοση, ο Θεόφιλος αλλά και η σύγχρονη τέχνη, κυρίως ο Ματίς βρίσκονται στο υπόβαθρο της δημιουργίας του. Τα χρώματά του εκτυφλωτικά, δυναμικά και «ακραία», ένα πραγματικό σήμα κατατεθέν αυτά τα απίστευτα μπλε και κόκκινα, που «γεμίζουν» τις φιγούρες του, ακριβώς όπως στην μελανόμορφη αγγειογραφία. Και το σχέδιό του καθαρό και ευανάγνωστο, μια λεπτή γραμμή, ηθελημένα απλή, που περιγράφει ανθρώπους κυρίως, αλλά και αντικείμενα, με ζωντάνια και παιδικότητα, άμεσα αναγνωρίσιμη και ελκυστική. Για ειδήμονες και μη, αφού ανεξάρτητα από όλα τ΄άλλα ο Αλέκος Φασιανός έχει επιτύχει με το έργο του τον δύσκολο συγκερασμό, να βρίσκεται σε συλλογές ζωγραφικής, σε μεγαλοαστικά σαλόνια αλλά και στα σπίτια απλών ανθρώπων προσφέροντας σε όλους την ίδια ευχαρίστηση.
Η μαγεία
«Η εικαστική δημιουργία κατ’ εμέ επιτελεί τον σκοπό της, όταν ο θεατής ταυτιστεί για κάποιο λόγο με το έργο. Όταν του θυμίζει κάτι από τη ζωή του, του αγγίξει την ψυχή, τον ανυψώνει, προκαλεί τα ευγενή αισθήματα», όπως είχε πει σε συνέντευξή του. «Υπό αυτή την έννοια, η χαρά μου είναι η επικοινωνία με τους ανθρώπους μέσω των έργων μου. Κάποτε, ένας οδηγός ενός τεράστιου οχήματος μου φώναξε: ‘Κύριε Φασιανέ, κοιτάξτε με! Δεν μοιάζω με τα πρόσωπα των έργων σας; Μου αρέσουν. Μου δίνουν χαρά!’ Αυτό είναι η μαγεία. Να ταυτίζονται με τα έργα μου».
Κάπως έτσι είχε διατυπώσει κι ο Οδυσσέας Ελύτης την απήχηση του Αλέκου Φασιανού, γράφοντας: «Τυχαίο δεν είναι ότι σε μια στιγμή που οι περισσότεροι καλλιτέχνες με απελπισία είχανε καταθέσει τα όπλα μπροστά στη χιλιομεταχειρισμένη παραστατική ζωγραφική, εκείνος, για να ’χει ακριβώς διατηρήσει σε συνεχή κατάσταση ανταρσίας την ιδιότυπη αθωότητά του, επέτυχε να διαχύσει ένα είδος δροσιάς που οι κουρασμένοι των σημερινών μεγαλουπόλεων, όχι χωρίς κάποιαν έκπληξη, αποδεχθήκανε σαν ευεργετική ανοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζόταν γι’ αυτό ένας θαυματοποιός. Και ο Φασιανός, μικρός ή μεγάλος, έδειξε ότι είχε τον τρόπο να βγάζει από το καπέλο του κουνέλια και σημαίες –στην περίπτωσή του φουμαδόρους και ποδηλάτες– με μια ευκολία που θα τη χαρακτηρίζαμε σαν επικίνδυνη αν, τις περισσότερες φορές, η ίδια του η χειρονομία δεν ήταν τόσο αυθόρμητη και πειστική».
Τα πρώτα χρόνια
«Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα μουσεία ή στην Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα», όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος για τη ζωή του. Η αρχαία ιστορία και η μυθολογία έγιναν κτήμα του έτσι, για να αναγνωρίσει αργότερα, ότι «Με τον μύθο αναπτερώνεσαι, βγάζεις φτερά και πετάς, σαν τον Δαίδαλο που έβγαλε φτερά για να φύγει από τη φυλακή. Ο μύθος σε οδηγεί προς την ελευθερία. Ο μύθος σε εμπνέει να γίνεις δυνατός και να φτάσεις στον σκοπό σου, όπως, ας πούμε, ο Οδυσσέας. Εγώ έχω τον μύθο στο μυαλό μου και έτσι ελευθερώνομαι. Ο μύθος σε βγάζει από την καταπίεση, τη φυλακή σου. Και γίνεσαι άλλος άνθρωπος, ελεύθερος. Είναι μεγάλο πράγμα η ελευθερία. Και βεβαίως η ελευθερία στην τέχνη, που δεν είναι τίποτε άλλο από το να πραγματοποιείς το δικό σου όραμα».
Και το δικό του όραμα έμεινε σταθερό, παρά το γεγονός, ότι ο στρατιωτικός και μουσικός πατέρας του τον έσπρωξε στη μουσική. «Έμαθα να παίζω βιολί αλλά δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων», όπως είχε πει.
Ως παιδί θα ζήσει όμως και τη γερμανική κατοχή, την πείνα -κάπου έχει αναφέρει με τι λαχτάρα είχε φάει μία πατημένη σταφίδα ή που δοκίμασε για πρώτη φορά σοκολάτα- τις εκτελέσεις, ανάμεσα στις οποίες του θείου του και βέβαια τον εμφύλιο. Εισάγεται όμως στο Ωδείο Αθηνών όπου θα σπουδάσει βιολί για δώδεκα χρόνια αλλά εκεί θα συναντήσει µουσικούς, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ντόρα Μπακόπουλου, που θα διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο στη ζωή του. Αλλά και στο Λύκειο θα συνδεθεί με άλλους νέους, ανάμεσα στους οποίους ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και θα μοιραστεί μαζί τους τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες.
«Αυτοδίδακτος»
Εκείνος που θα τον ωθήσει στη ζωγραφική είναι παππούς του, έτσι εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών και με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη μαθαίνει για τις «επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός», όμως το δικό του μυαλό τρέχει αλλού: «Στους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες», όπως έλεγε.
Την ίδια εποχή άλλωστε παρακολουθεί μαθήματα και στο εργαστήρι του Τσαρούχη, και η δική του ματιά είναι αυτή, που θα λειτουργήσει καταλυτικά για εκείνον και θα τον κινητοποιήσει για το µελλοντικό του έργο. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα, ότι παρά τις σπουδές του ο ίδιος δήλωνε πάντα «αυτοδίδακτος», διευκρινίζοντας όμως: «Έχω σπουδάσει τέχνη, αυτό όμως που κάνω δεν μου το έχουν διδάξει, γι’ αυτό είμαι αυτοδίδακτος. Έχω δημιουργήσει κάτι δικό μου. Πρόσεχα τα έργα μου να είναι αυθεντικά, να μην είναι επανάληψη των προηγούμενων. Για παράδειγμα, οι ποδηλάτες και οι καπνιστές είναι δικά μου ευρήματα».
Ούτε με κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ή εικαστικό ρεύμα θέλησε ποτέ να ταυτισθεί. «Δεν ακολούθησα κανένα», έλεγε. «Είμαι σαν τη μέλισσα. Μαζεύει γύρη από πολλά λουλούδια και φτιάχνει το δικό της μέλι. Έτσι ακριβώς. Παίρνω στοιχεία που θεωρώ αιώνια και φτιάχνω το δικό μου. Προσπαθώ να αφήσω το λιθαράκι μου». Με τον ίδιο τρόπο προσπάθησε να κατακτήσει και όλα τα υλικά: «Με ό,τι πέφτει στα χέρια μου μπορώ να δημιουργήσω. Δεν πρέπει να είσαι δούλος των υλικών, αλλά να τα κατακτάς», έλεγε. «Γιατί το υλικό είναι μέσο με το οποίο μπορείς να δημιουργήσεις. Μπορεί να είναι πέτρα, ξύλο ή οτιδήποτε άλλο. Και για τη ζωγραφική χρειάζονται απλώς χρώματα. Τα υλικά τα φτιάχνω μόνος μου. Φτιάχνω χρώματα με κόλλα και σκόνη. ΄Οταν μαγειρεύεις σπίτι σου, δεν μαγειρεύεις καλύτερα από αυτά τα εστιατόρια; Κάπως έτσι κάνω και εγώ. Το ατελιέ μου είναι σαν κουζίνα. Μαγειρεύω και φτιάχνω μοναδικές συνταγές».
Το στέκι των διανοουμένων
Στην Αθήνα της εποχής του ’50-’60, στέκι των διανοουμένων είναι το brazilian, όπου αρχίζει να συχνάζει και ο Φασιανός συναντώντας την αφρόκρεμα της ποίησης και της τέχνης. Τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Τάκη Σινόπουλο, την Ελένη Βακαλό, τον Νίκο Καρούζο, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Ανδρέα Εµπειρίκο, τον Κώστα Ταχτσή, αργότερα μάλιστα θα εικονογραφήσει συλλογές τους. Η πρώτη του έκθεση θα γίνει ενώ είναι σπουδαστής ακόμη, στην γκαλερί Α23 μαζί με τον Σταμάτη Σταματόπουλο και τον Παντελή Ξαγοράρη, ενώ ένα χρόνο μετά, με τον Τσαρούχη, τον Μιγάδη, τον Αργυράκη και τον Μάινα συμμετέχει σε έκθεση στην γκαλερί Κούρος με θέμα τον πόλεμο.
Ακολουθούν σπουδές στο Παρίσι από το 1960 έως το 1963 με µια υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, που θα του επιτρέψει να μάθει τη τεχνική της λιθογραφίας στο ατελιέ του καθηγητή Clairin. Εκεί γνωρίζει τον Βασίλη Σπεράντζα και τον Νίκο Στεφάνου, αλλά και γάλλους ποιητές και συγγραφείς, όπως ο Jacques Lacarrière, o Yves Navarre και ο ζωγράφος René Laubiès. Το 1966 θα κάνει έκθεση για πρώτη φορά στην Galerie 2+3 και η επιτυχία της θα αποτελέσει την ουσιαστική έναρξη της καριέρας του. Έκτοτε άλλωστε και για τα επόμενο 50 χρόνια θα ζει μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας.
Οι ποδηλάτες
Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1963 οι τρεις φίλοι νοικιάζουν ένα ατελιέ στην Καλλιθέα, που ως το 1967 εκτός από εργαστήρι θα είναι και ένα καλλιτεχνικό στέκι με συναθροίσεις φίλων και οι σουρεαλιστικές παραστάσεις. Ο ίδιος περιγράφει εκείνα τα χρόνια:
«Εκεί αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι. Ερχόταν συχνά ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Άναλις και πολλοί άλλοι. Ετσι, με την ηθική υποστήριξή τους και τις συμβουλές τους, παίρναμε πολύ θάρρος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, όταν κανείς αρχίζει, να είναι σίγουρος για το έργο του…. Με τον Σπεράντζα μέναμε στο επάνω πάτωμα και ο Στεφάνου στο κάτω…. Εκεί, σ’ αυτό το σπίτι της Καλλιθέας, γεννήθηκε ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. ΄Οταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. Κατόπιν έκανα ένα άλλο, μπλε, και ύστερα ένα κόκκινο. Μέχρι τώρα, έχω ζωγραφίσει αρκετούς, για ποδηλατικούς αγώνες». Άλλωστε ο ποδηλάτης του Φασιανού είναι ένα διαρκές πρότυπο: «Ο ποδηλάτης είναι ένας σύγχρονος αρχαίος Έλληνας, ή μπορεί να προέρχεται από το Βυζάντιο. Οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι», όπως έχει πει.
Παράλληλα πάντως άρχισε να σχεδιάζει κοστούμια και σκηνικά για παραστάσεις αρχαίου δράματος του Αλέξη Σολομού στην Επίδαυρο, του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν και άλλων, αρχίζει την εικονογράφηση του βιβλίου του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεµπέτικα Τραγούδια» και κάνει την πρώτη μεγάλη έκθεσή του στην Αθήνα, στην γκαλερί Μέρλιν.
Η καταξίωση
Με την επιβολή της δικτατορίας όμως στην Ελλάδα όλη αυτή η δραστηριότητα θα σταματήσει και ο Αλέκος Φασιανός θα βρεθεί και πάλι στο Παρίσι, όπου θα γνωρίσει τον συγγραφέα και συλλέκτη Ζαν Μαρί Ντρο με τον οποίο θα γίνουν στενοί φίλοι, επίσης τους σκηνοθέτες Κώστα Γαβρά και Κώστα Νάτση. Το 1968 εκθέτει στο Μόναχο και το 1969 στο Αμβούργο ενώ την ίδια εποχή ξεκινάει μια δυνατή συνεργασία με τον Paul Facchetti ο οποίος του οργανώνει δυο ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί του στο Παρίσι και την Ζυρίχη που είναι καθοριστικές για την μετέπειτα εξέλιξή του, που θα είναι ταχύτατη.
Το 1971, εκθέτει στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1972, συμμετέχει στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο και την ίδια εποχή ο Αλέξανδρος Ιόλας εκθέτει το έργο του στην γκαλερί του στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη, στο Μιλάνο και στη Γενεύη. Ταυτόχρονα και στην Αθήνα, στην γκαλερί Ζουµπουλάκη, που συνεργάζεται µε την γκαλερί Ιόλα.
Στο Παρίσι του ΄75-΄80 ο Αλέκος Φασιανός όμως θα συναντήσει και τον Λουί Αραγκόν, επίσης τον Αμίντ Φουλαντβάν, τον Αντρέ Λοντ, τον Φερνάντο Αραμπάλ και τον Μπρούνο Ρόι των εκδόσεων Fata Morgana µε τους οποίους θα συνεργαστεί συστηµατικά, όπως και µε τον εκδότη Αντρέ Μπιράν για τον οποίο θα φιλοτεχνήσει πολλές εκδόσεις τέχνης, περιορισµένων αντιτύπων.
Και οι εκθέσεις συνεχίζονται, μεταξύ άλλων στη Σουηδία, το Τόκιο, το Μόναχο, στο Mουσείο Iστορίας και Θρησκείας στην Αγία Πετρούπολη. Σπουδαία η µονογραφική παρουσίασή του στο κέντρο Georges Pompidou και η μεγάλη αναδρομική που οργανώνεται στο κάστρο του Σενονσό και η συμμετοχή του στη διεθνή έκθεση σύγχρονης τέχνης (FIAC).Αναδρομική θα οργανωθεί και από τον Δηµήτρη Πιερίδη στο Πολιτιστικό Κέντρο της Λευκωσίας στην Κύπρο, το 2000 θα φιλοτεχνήσει δύο µεγάλες τοιχογραφίες για το σταθµό Μεταξουργείο του µετρό, το 2004 θα γίνει η μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη, το 2019 στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β&Μ Θεοχαράκη, το 2020 στο Παρίσι για την φιλία του με τον συγγραφέα Υβ Ναβάρ.
Έχοντας τιμηθεί με τον Ταξιάρχη του Τάγµατος του Φοίνικα από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δηµοκρατίας το 1985, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών το 1999, Ιππότης του Τάγµατος των Τεχνών και των Γραµµάτων από τον γάλλο υπουργό Πλιτισµού Ζακ Λανγκ ο Αλέκος Φασιανός μόλις πέρυσι τιμήθηκε και με το παράσημο του Διοικητή της τάξης των Γραμμάτων και των Τεχνών από την Γαλλική Δημοκρατία.
«Η τέχνη είναι το θείο, είναι το φως. Η τέχνη δίνει μια ελπίδα και μια συνέχιση της ζωής. Γιατί, όταν βλέπεις μια τοιχογραφία σε κάνει να νιώθεις την αιωνιότητα, γιατί μπαίνεις μέσα στο έργο και ταξιδεύεις. Σου ανοίγει καινούργιους δρόμους και λες ότι συνεχίζεται η ζωή, αφού υπάρχουν τέτοιες δημιουργίες, που μας οδηγούν προς μια πνευματική ευωδία και μια πνευματική χαρά», είχε πει ο ίδιος σε μία τελευταία του συνέντευξη. Ή μπορεί να κρατήσεις κανείς αυτό που είπε ο Λουί Αραγκόν για τον φίλο του: «Φασιανέ, εσύ μας έμαθες έναν καινούργιο τρόπο να αγαπάμε».
Συλλυπητήρια μηνύματα
Σε δήλωσή της, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αφού εξέφρασε τη βαθιά της λύπη και τα συλλυπητήριά της στην οικογένεια του Αλέκου Φασιανού, τόνισε:
«Αποχαιρετούμε σήμερα έναν ζωγράφο από τους πλέον αναγνωρίσιμους, ξεχωριστούς, οικείους και αγαπητούς της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, έναν αυθεντικό δημιουργό που έχτισε έναν εντελώς δικό του, προσωπικό κόσμο. Το έργο του, γεμάτο σφρίγος και ζωντάνια, εποικισμένο με χαρακτηριστικές μορφές ζωγραφισμένες σε ηρωική κλίμακα, συναιρώντας επιρροές από την αρχαιοελληνική τέχνη, τη λαϊκή παράδοση, τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, αποπνέει μια ιδιαίτερη αίσθηση της ελληνικότητας και καταφέρνει, με την αλήθεια του, να καταστήσει οικουμενικό το τοπικό, κατακτώντας τη διεθνή αναγνώριση».
Για την απώλεια του Αλέξη Φασιανού σε μήνυμά του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρει:
«Η Ελλάδα δεν έχει πια μαζί της έναν μεγάλο καλλιτέχνη που χάρισε απλόχερα χρώμα στην καθημερινότητά της. Έναν ζωγράφο, αληθινό ποιητή. Όχι μόνο γιατί ο Αλέκος Φασιανός έγραφε ο ίδιος ποιήματα και πεζά. Αλλά κυρίως γιατί με τον χρωστήρα του ισορροπούσε πάντα ανάμεσα στον ρεαλισμό και την αφαίρεση. Στις απλές και τις ονειρικές στιγμές. Στην πραγματικότητα και τον μύθο. Σφράγισε, έτσι, για δεκαετίες μία αισθητική που γεννούσε γνήσιο και πλούσιο συναίσθημα. Είχα την τιμή να τον γνωρίζω προσωπικά, όπως και την αγαπημένη του Μαρίζα. Στις περισσότερες δημιουργίες του πρωταγωνιστούσε ο άνθρωπος. Όπως και στη σκέψη του. Πριν από λίγο καιρό, άλλωστε, με αφορμή την πανδημία, μάς καλούσε να την αντιμετωπίσουμε με ‘αλληλεγγύη, αγάπη και Παιδεία’. Και να απαντήσουμε στις δυσκολίες φέρνοντας οι ίδιοι ‘τον παράδεισο μέσα μας και στον χώρο μας’. Ακριβώς όπως και εκείνος είχε επιλέξει να είναι λιτός, προσηνής, ευαίσθητος και υπεύθυνος. Ο Αλέκος Φασιανός μάς αφήνει πολύτιμη κληρονομιά το έργο του στη ζωγραφική, στη σκηνογραφία, στην εικονογράφηση. Σε αυτό, όμως, δεν κατατάσσονται μόνο οι ελεύθερες φιγούρες και τα έντονα χρώματα που προσέφερε στο σύγχρονο πολιτισμό μας. Αλλά και ο δυναμισμός που έκρυβε ο γαλήνιος χαρακτήρας, η σωστή κρίση και η υποδειγματική συμπεριφορά του. Γιατί ως ζωγράφος ο Φασιανός έκανε ό,τι και ως άνθρωπος: εστιάζοντας στη μορφή, προσέγγιζε πάντα την ψυχή. Μαζί με όλους τους Έλληνες αποχαιρετώ έναν φίλο. Και μοιράζομαι τη μεγάλη θλίψη με την σύζυγο, τα δύο παιδιά του και όλους τους δικούς του ανθρώπους».
Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, αναφέρει:
«Ολόκληρο το έργο του Αλέκου Φασιανού, τα χρώματα που γέμισαν τους καμβάδες του, οι «επίπεδες», αλλά πολυδιάστατες μορφές που κυριαρχούν στους πίνακές του, αποπνέουν Ελλάδα. Από τα πρώτα του βήματα, στο εικαστικό του έργο, αλλά και στη δουλειά του για το θέατρο, ο Φασιανός δεν άφησε ρεύματα και επιρροές να αλλοιώσουν τα βασικά, προσωπικά, χαρακτηριστικά του.
Είναι από τους κορυφαίους σύγχρονους δημιουργούς της ελληνικότητας στη ζωγραφική. Οι ρίζες του προέρχονται από την παραδοσιακή τέχνη, η τεχνική του από τις σπουδές του δίπλα στον Γιάννη Μόραλη και στη συνέχεια στη Γαλλία, όπου έζησε για μεγάλο διάστημα. Στις μορφές του αναγνωρίζεις τα κυκλαδικά ειδώλια, τα αρχαία ελληνικά αγγεία, τις βυζαντινές εικόνες. Η τέχνη του Αλέκου Φασιανού είναι ταυτόχρονα λαϊκή και υψηλή, γι αυτό και συνεχίζει να είναι από τους πλέον αναγνωρίσιμους, αναγνωρισμένους και αγαπητούς καλλιτέχνες. Ο Αλέκος ήταν αγαπημένος φίλος από του Παπάγου και την Τζια. »Δεν ξεχνώ τις μακρές συζητήσεις μας, με τον ίδιο και την μητέρα του, διαπρεπή φιλόλογο, η οποία τον δίδαξε την ελληνική τέχνη, για την αξία των αυτόραφων ενδυμάτων, το χρώμα στα αρχαία αγάλματα και την μοναδικότητα του αρχαίου δράματος. Στην Τζια, ψάρεμα στις Τρεις Αμμουδιές με τον Τσαρούχη, τον Χάρο, τον Στεφάνου.
Μνήμες που δεν θα σβήσουν ποτέ. Κι όταν οι πόροι για την ανασκαφή στην Καρθαία ήταν λιγοστοί, ο Αλέκος πουλούσε πίνακές του και κάλυπτε τις ανάγκες του εργοταξίου μας. Στην Μαρίζα, την Βικτωρία και το Νίκο, που τόσο πολύ αγάπησε, εκφράζω τη βαθειά μου θλίψη. Πέρα από την καλλιτεχνική του παρακαταθήκη ο Αλέκος τους χάρισε την καλοσύνη, την ευγένειά του, την απλότητα και την λιτότητά του, την παιδεία του και το χιούμορ του. Δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ».
Και ο ο υφυπουργός Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης: «Ο Αλέκος Φασιανός σφράγισε μια ολόκληρη εποχή. Η ανθρωποκεντρική του προσέγγιση σε συνδυασμό με την ξεκάθαρη ελληνικότητα της τέχνης του τον καταξίωσε καλλιτεχνικά διεθνώς και παράλληλα τον κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλή μεταξύ όλων των Ελλήνων. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, ‘εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν’. Ο Φασιανός, μέσα από την θεματική του, αλλά και το εύρος της δράσης του συνέβαλε στο να κάνει την εικαστική τέχνη πιο οικεία. Εκφράζω τα συλλυπητήριά μου στην οικογένεια του».
Σύντομη η αναφορά του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα:
«Οι παρισινές γκαλερί και η βαθιά ελληνικότητα. Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι στην Τζια του. Οι φιγούρες και οι ποδηλάτες του. Το μπλε και το κόκκινό του. Βαθιά ευγνωμοσύνη για την πολιτιστική κληρονομιά που μας αφήνει ο Αλέκος Φασιανός, θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του».
Διαβάστε επίσης:
Πέθανε ο εμβληματικός ζωγράφος Αλέκος Φασιανός
Πρώτη δημοσίευση: Ύψιστη τιμή από τη Γαλλία στον Αλέκο Φασιανό
Ο Αλέκος Φασιανός στο Παρίσι συνομιλεί με τον περίφημο Ιβ Ναβάρ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Σωκράτης Φάμελλος: Είναι μια καλή μέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι μια καλή μέρα για την αριστερά
- Τουρισμός: Πανευρωπαϊκή πρωτιά της Ελλάδας στη φορολογία των ξενοδοχείων
- Γιώργος Οικονόμου: Επιμένει για την «άλωση» της Performance με στόχο την Αλίκη Παληού, η οποία «πυροβολεί» στο αδύνατο σημείο του
- Τι μαγειρεύει ο maître Λιβάνιος, τα ραντεβού του Εξάρχου και το ράλι στην Αττικής, τα μυστικά της ΓΕΚ και τα 19 ευρώ, το beef Σταϊκούρα – Ταχιάου, τι θα στηρίξει ο Μηταράκης, και ο καινοτόμος Ρέμος