ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Σε περιβάλλον αναταράξεων, υπό το βάρος της «Ο» αλλά και των δυσμενών στοιχείων για τον πληθωρισμό, αλλά και της υψηλής προσφοράς που αναμένεται εξαιτίας εκδόσεων ομολόγων από μεγάλους παίκτες της ευρωζώνης μέσα στο μήνα, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παρακολουθεί αναζητώντας το παράθυρο για την πρώτη έκδοση του χρόνου.
Προχθες, Παρασκευή, η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου σκαρφάλωνε ενδοσυνεδριακά πάνω από το 1,5%, σε υψηλό από τον Μάιο του 2020, με πηγές της αγοράς να αποδίδουν την ανοδική τάση αφενός στην ευρύτερη τάση στην ευρωζώνη μετά την ανακοίνωση των στοιχείων για επιτάχυνση του πληθωρισμού κατά 5% σε ετήσια βάση το Δεκέμβριο, αφετέρου σε σενάρια στην αγορά για επικείμενη νέα έκδοση ομολόγου.
Το ερώτημα εάν θα υπάρξει ελληνική έκδοση με άνοιγμα του βιβλίου προσφορών την ερχόμενη εβδομάδα ή σε κάποια από τις επόμενες εβδομάδας του Ιανουαρίου είναι κυρίαρχο στην αγορά ενώ, διαχρονικά και κατά πάγια πρακτική, δεν πρόκειται για κάτι που επιβεβαιώνεται ή διαψεύδεται από τα αρμόδια στελέχη στο οικονομικό επιτελείο.
Η ερχόμενη εβδομάδα ωστόσο είναι μια εβδομάδα που έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική αγορά καθώς την Πέμπτη αναμένεται – εκτός απροόπτου – να δημοσιοποιήσει η Fitch την αξιολόγηση της για την ελληνική οικονομία με την Αθήνα να ελπίζει σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα, που θα έφερνε πια την οικονομία στην κυριολεξία σε απόσταση αναπνοής από την επενδυτική βαθμίδα.
Το ερώτημα, επομένως, που θα απαντηθεί στην πράξη από τη Δευτέρα, είναι εάν το Δημόσιο θα πραγματοποιήσει μια έκδοση πριν «μιλήσει» η Fitch ή μετά. Παράγοντες της αγοράς πάντως σημειώνουν πως εν αναμονή μιας έκθεσης – που θα βγει πρακτικά δύο 24ωρα μετά την ολοκλήρωση μιας έκδοσης στο θεωρητικό σενάριο που θα άνοιγαν τα βιβλία αυτή την εβδομάδα – είναι ένα επιπλέον ρίσκο να γίνει μια έκδοση.η Ιανουαρίου θα πραγματοποιηθεί η πρώτη έξοδος της Αθήνας στις αγορές ομολόγων για τη νέα χρονιά, με έκδοση 15ετούς ή 20ετούς ομολόγου ύψους 3 δις. ευρώ. Ο οίκος, φέρεται να εκτιμά επίσης πως μέσα στον Ιανουάριο, η Ιρλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία και το Βέλγιο θα εκδώσουν 10ετή ομόλογα, ενώ η Γαλλία θα βγει στις αγορές με ένα μακροπρόθεσμο ομόλογο (20 ή 30 χρόνων).
Αργά ή αργότερα πάντως ή ώρα που το Δημόσιο θα δοκιμάσει τις αγορές για πρώτη φορά μέσα στο 2022 πλησιάζει και η πρώτη έκδοση είναι σίγουρα ένα μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση και την ελληνική οικονομία. Πολύ σημαντικό από κάθε άποψη θα είναι το report που θα δημοσιοποιήσει η Fitch την Πέμπτη. Στο ενδεχόμενο που θα προκύψει αναβάθμιση – κάτι που για ορισμένους παράγοντες στην αγορά δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα απίθανο σενάριο – διαμορφώνεται ένα θετικό πεδίο για την εγχώρια αγορά καθώς θα ξεκινήσει να «παίζει» πλέον δυνατά το story της τελικής ευθείας προς την επενδυτική βαθμίδα.
Πρέπει να σημειωθεί πως μετά τη Fitch προγραμματισμένες εκθέσεις για την Ελλάδα έχουν στις 18 Μαρτίου η Moody’s και η DBRS και στις 22 Απριλίου η S&P. Όπως όμως έχει γράψει το Mononews το ταξίδι προς την επενδυτική βαθμίδα δεν θα είναι σπριντ.
Σύμφωνα με ορισμένους παράγοντες στην αγορά η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, μετά από σχεδόν 12 χρόνια υποβάθμισης της αγοράς εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2010 ωθώντας στο junk την ελληνική οικονομία, ίσως εν τέλει να μην αποδειχθεί ασύνδετη με το χρόνο των εκλογών. Δηλαδή να δοθεί η επενδυτική βαθμίδα εάν και όταν είναι ξεκάθαρο το πολιτικό τοπίο στη χώρα, μετά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, όποτε αυτή προκύψει για να είναι απολύτως καθαρός ο ορίζοντας της πολιτικής.
Σε κάθε σενάριο ωστόσο είναι προφανές πως οι προσεχείς 12 – 18 μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι για την αγορά καθώς όλες οι κινήσεις στα δημοσιονομικά αλλά και στο μέτωπο της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα βρίσκονται στο μικροσκόπιο των οίκων που θέλουν να πειστούν για δύο πράγματα:
Πρώτον πώς η Ελλάδα δεν θα χρησιμοποιήσει την πανδημία ως δικαιολογία για να μην επανέλθει στη δημοσιονομική κανονικότητα.
Δεύτερον πώς θα κινηθεί δυναμικά στο μέτωπο της αξιοποίησης των αναπτυξιακών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν για να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια και να έχει βιώσιμα δημόσια οικονομικά.