Στις 8 Σεπτεμβρίου με τον τίτλο «Ο διχασμός τρέφει τον ΣΥΡΙΖΑ» είχα επισημάνει ότι με αφορμή το μέτωπο της πανδημίας ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να διχάσει τους Έλληνες στα δύο στρατόπεδα: εμβολιαστές κόντρα στους αντι-εμβολιαστές – κατά το πρότυπο μνημονιακοί εναντίον αντί-μνημονιακών που τον έφερε στην εξουσία. Μολονότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι από κομματικής πλευράς το εγχείρημα αυτό δεν κερδίζει έδαφος, ο κίνδυνος του κοινωνικού διχασμού παραμένει ορατός στον ορίζοντα.
Η διαφορά που χωρίζει την υπεύθυνο πολίτη που εμβολιάστηκε χωρίς φανφάρες και φιγούρες από αυτόν που μηχανεύεται απάτες με πλαστά πιστοποιητικά, επιδιώκει με μανία να προσηλυτίσει, πρόθυμα στερεί την παιδεία από τα παιδιά του, με μένος κατεβαίνει στα οδοφράγματα, είναι τεράστια, Το κυριότερο; Δεν γεφυρώνεται.
Η λογική δεν υπεισέρχεται στην σύγκρουση αυτή. Η εμμονή σε θέσεις που εξυπηρετούν προκαταλήψεις και καθησυχάζουν φόβους είναι η ίδια με αυτήν που παθιασμένα υποστήριζε ότι η Γη είναι επίπεδη ή ότι ο πλανήτης μας είναι το κέντρο του ηλιακού συστήματος μας.
Αυτή η ικανότητα της μειοψηφίας να επιβάλει την θέση της ήταν πάντα και εξακολουθεί να είναι σήμερα, η Αχίλλειος Πτέρνα της δημοκρατίας. Γι’ αυτό, οφείλει να επικρατήσει η ψυχραιμία και να αποφευχθούν κινήσεις που δυνητικά θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν σ’ αυτόν ακριβώς το νέο διχασμό που επιδιώκει η αξιωματική αντιπολίτευση.
Στο θέμα της πανδημίας, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν έχει ουσιαστικά άλλη λύση παρά να σφίξει τα δόντια και να ελπίζει πως ο φόβος σε συνδυασμό με την επικείμενη (απ’ ότι φαίνεται) κυκλοφορία χαπιού θα επιτρέψει την έξοδο από την κρίση. Με άλλα λόγια πάμε για την άνοιξη.
Όταν μία κυβέρνηση αντιμετωπίζει κρίση από την οποία αποκλείεται να βγει αλώβητη, η απάντηση βρίσκεται στην υιοθέτηση πολιτικών σε άλλους τομείς που φέρνουν θετικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, στην στρατηγική αυτή, η κυβέρνηση εμφανίζεται λίγο ελλιπής.
Στις 25 Μαΐου είχα σημειώσει από την στήλη αυτή ότι «Ο πολίτης εδώ θα κρίνει την κυβέρνηση και το κόμμα: στην ικανότητά τους να μοιράσουν τα αγαθά της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού, των μεταρρυθμίσεων.» Η ελληνική κοινωνία ψήφισε Μητσοτάκη διότι ήθελε να αισθανθεί ασφάλεια μετά την λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά, πρωτίστως διότι ήταν ώριμη να δει πράγματα να αλλάζουν.
Σωστά η κυβέρνηση προχωρά το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα. Αλλά, δεν δείχνει εκείνη την αποφασιστικότητα και πυγμή που θα ανταποκρινόταν στο κοινό αίσθημα. Μερικά αντιπροσωπευτικά ερωτήματα είναι: Γιατί σταμάτησε τις κατεδαφίσεις των αυθαιρέτων όταν νομικά το θέμα έχει κλείσει; Γιατί ανέχεται παράνομες απεργίες; Γιατί δεν εφαρμόζει το νόμο για τις διαδηλώσεις; Γιατί συζητά για επενδύσεις που θέλουν (στην σημερινή εποχή) 15 χρόνια (!) για να υλοποιηθούν; Γιατί άφησε σχεδόν δύο χρόνια να πάνε χαμένα στον σχεδιασμό για ένα νέο, σύγχρονο ΕΣΥ; Γιατί εγκατέλειψε το σχέδιο για το Αρχαιολογικό Μουσείο; Γιατί έχει αποδεχτεί αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στο εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης; Γιατί δεν έχει παρέμβει στα χάλια των φυλακών; Γιατί ανέχεται μεγάλες παρεκκλίσεις στα χρονοδιαγράμματα υλοποίησης σημαντικών έργων; Γιατί δικαιολογεί και ανέχεται την αναβολή χειρουργείων – χωρίζοντας έτσι τους πολίτες σε διαφορετικές κατηγορίες και μάλιστα σε βάρος των νοικοκυραίων;
Μπορεί τα περισσότερα από αυτά να είναι δευτερεύοντα στην ατζέντα της. Για τον πολίτη όμως είναι σημαντικά. Πρώτον, διότι θέλει επιτέλους να δει μία κυβέρνηση που να τηρεί τον λόγο της. Το γεγονός ότι αυτή η κυβέρνηση έχει την μεγαλύτερη αξιοπιστία από οποιαδήποτε άλλη στα τελευταία 30 χρόνια δεν του επαρκεί: ο πήχης είναι ψηλά. Δεύτερον, και ίσως το κυριότερο: όταν βλέπει στοχευμένη ανοχή σε παραβατικότητα, τότε χάνει την εμπιστοσύνη του στην αρχή που έχει την εξουσία. Ακόμη χειρότερα: αρχίζει να γλιστρά στη σκέψη ότι «οφείλει» κι αυτός να επιδείξει ανυπακοή — δεν θέλει να πιαστεί «κορόιδο».
Ένα τελευταίο παράδειγμα. Με την άρνηση της να διασφαλίσει την τήρηση των νόμων στην είσοδο στους ναούς, η Εκκλησία το τερμάτισε. Η ανακοίνωση της δείχνει τα πραγματικά πιστεύω της. Θέλει, δηλαδή, να πιστέψουμε ότι, τα γκαρσόνια που επιφορτίζονται με το ανάλογο βάρος στα εστιατόρια έχουν «τις δυνατότητες, αρμοδιότητες και δημόσιες εξουσίες»; Πρόκειται για ανακοίνωση κοροϊδίας και μάλιστα με θράσος.
Η κυβέρνηση δεν απάντησε. Μπορεί κι αυτό να εμπίπτει στον ακροβατισμό. Χρειάζεται απάντηση—έστω και απλά λεκτική αλλά σκληρή– για να αισθανθεί ο κόσμος ότι υπάρχει κράτος και εξουσία.
Η ακροβάτης ισορροπεί. Μπορεί να γλιστρήσει αλλά σημασία έχει να μην πέσει. Τώρα η κυβέρνηση γέρνει ελαφρά προς μία μορφή ανοχής που η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν …ανέχεται. Στο χέρι της είναι να το διορθώσει. Και να ισορροπήσει.
Διαβάστε επίσης: