Ένα προσεκτικό διάβασμα των δηλώσεων του Valdis Dombrovskis σχετικά με την διαχείριση του χρέους των κρατών-μελών της ευρωζώνης οδηγεί στο ερώτημα πως ο άνθρωπος αυτός είναι επικεφαλής της ευρωπαϊκής επιτροπής για Μία Οικονομία για τους Πολίτες;
Αυτά που υποστηρίζει δείχνουν πως κάθε άλλο παρά τους πολίτες της ευρωζώνης έχει στο νου του.
Στην ουσία, χρησιμοποιώντας τις Συνθήκες – δηλαδή ένα νομικό επιχείρημα – ο Dombrovskis απορρίπτει την πρόταση των έξη οικονομολόγων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας να αναγνωριστεί ότι το μέγιστο αποδεκτό ύψος του δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι το 100% και όχι το 60% που ισχύει σήμερα.
Κι αυτό μολονότι οι Francova, Hitaz, Goosen,Kraemer από τον ΕΜΣ, Lanarac από το ΔΝΤ και Παλαιοδήμος από την Τράπεζα της Ελλάδος βάσιμα και με σαφήνεια περιγράφουν πως η πρόταση τους δεν απαιτεί αλλαγή των ιδρυτικών συνθήκων και έγκριση από τα εθνικά κοινοβούλια.
Επιδεικνύοντας μία εντυπωσιακή αδιαφορία ως προς τους κινδύνους του ελλοχεύουν να περάσουν τα κράτη -μέλη σε φάση ύφεσης και να αυξηθούν οι ήδη απαράδεκτες ανισότητες, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής αντιπροτείνει να μειωθεί το ετήσιο ποσοστό της υποχρεωτικής προσαρμογής κάτω από το 1/20 του υπερβάλλοντος χρέους που ισχύει σήμερα.
Φυσικά δεν αποκαλύπτει ποια θα είναι η προτεινόμενη μείωση. Διότι άλλο η προσαρμογή που αρχίζει π.χ. από χρέος που ανέρχεται στο 150% του ΑΕΠ για να φτάσει με το εργαλείο του 1/20 θεωρητικά στο 60% και άλλο αν ο στόχος είναι να φτάσει στο 100%.
Αυτό που προξενεί εντύπωση είναι ότι στον απόηχο σχεδόν της μελέτης των έξη οικονομολόγων (EU Fiscal rules: reform considerations) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ήδη εξετάζει με αξιοθαύμαστη ευελιξία με ποιόν τρόπο οφείλει η νομισματική πολιτική να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.
Όπως εξηγεί το ανώτατο στέλεχος της Cornelia Halthausen η ΕΚΤ αναλύει τα ρίσκα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, έχει επισημάνει—μεταξύ άλλων — ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν τα ενσωματώνουν πλήρως και διερευνάει αλλαγές που ίσως να χρειαστεί να κάνει στις εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό. Για παράδειγμα, αλλάζοντας τους ορισμούς του σκληρού πυρήνα του πληθωρισμού και του ονομαστικού πληθωρισμού (core and headline inflation).
Ταυτόχρονα, η επικεφαλής της ΕΚΤ Christine Lagarde έχει με σαφήνεια ξεκαθαρίσει πως δεν είναι υπέρ της αύξησης των επιτοκίων στο άμεσο μέλλον, καθώς εκτιμά ότι ο πληθωρισμός που έχει δημιουργήσει η ενεργειακή κρίση είναι παροδικός.
Ενώ, δηλαδή, τόσο ο ΕΜΣ και η ΕΚΤ επιδεικνύουν σημαντικό βαθμό ευελιξίας ως προς τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής, η Επιτροπή – στο βαθμό που εκφράζεται από τον Λετονό αντιπρόεδρο—υιοθετεί μία σκληρή στάση.
Η εμμονή στο όριο του 60%, όχι μόνο δεν είναι πλέον ρεαλιστική, καθώς ο μέσος όρος της ευρωζώνης είναι ήδη στο 100%, αλλά συνεπάγεται την εφαρμογή σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής. Τι σημαίνει και τι φέρνει η σκληρή δημοσιονομική πολιτική το έχει ζήσει όλος ο ευρωπαϊκός Νότος και ειδικά η Ελλάδα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο ακούγονται φωνές οικονομολόγων που σεκοντάρουν αυτές πολιτικών για την ανάγκη προσεκτικής διαχείρισης του χρέους και, ειδικά για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, την διαγραφή έστω μέρους του.
Φαίνεται ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει πως οι σύγχρονες πανδημίες — ο κορωνοϊός, η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση και η ψηφιακή επανάσταση — έχουν ανατρέψει τα δεδομένα που ξέραμε. Ότι κανείς δεν πρέπει να αναζητά την επιστροφή στην κανονικότητα που αφήσαμε, γιατί αυτή η κανονικότητα μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.
Η μάχη στην ευρωζώνη για το χρέος προμηνύεται σκληρή. Η αποχώρηση του διοικητή της Bundesbank, Jens Weidmann οπωσδήποτε ανοίγει μεγαλύτερο πεδίο ελευθερίας κινήσεων στην Lagarde. Ας ελπίσουμε ότι από κοινού η ΕΚΤ και ο ΕΜΣ θα υπερνικήσουν την στυγνή τεχνοκρατική αντίληψη του Λετονού. Διότι είναι μία αντίληψη που δεν συνάδει με την απλή έννοια της ανθρωπιάς.