ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος μιλώντας σε μία συνέντευξή του στο mononews (19-1-21) θυμόταν αυτήν την άλλη πλευρά, μιας εποχής που σφράγισε και τη δική του ζωή, καθώς τότε, μέσα στον πόλεμο έκανε κι εκείνος τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία.
«Η εικόνα της Κατοχής που επικρατεί είναι μόνον η εικόνα της πείνας, του θανάτου, των αγώνων, των ηρωισμών, των μαχών», έλεγε. «Ταυτοχρόνως όμως υπήρχε και μία εντονότατη, πνευματική ζωή και πολιτισμικός οργασμός. Η Αθήνα ήταν γεμάτη θέατρα, έβγαιναν καινούργια περιοδικά, παρά τη λογοκρισία περνούσαν πολλές ιδέες, τυπώνονταν βιβλία, γίνονταν διαλέξεις, και από τους καθιερωμένους και σημαντικούς λογοτέχνες και από τους νεώτερους».
Τότε, το καλοκαίρι του 1943, ενώ ήταν μόλις 15 χρονών, δημοσίευσε κι αυτός άλλωστε το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Αν βρεις».
Σε πείσμα της ασφυκτικής λογοκρισίας των γερμανικών αρχών κατοχής, των περιορισμών μετακίνησης και κυκλοφορίας, της οικονομικής ανέχειας φυσικά, και κυρίως παρά την πείνα που στέρησε τη ζωή σε χιλιάδες Ελλήνων, τα γράμματα και οι τέχνες όχι μόνον δεν υστέρησαν στην περίοδο ΄41-΄44 αλλά η ανάγκη της επιβίωσης και καταγραφής των δραματικών όσο και ιστορικών ημερών έδωσε μια νέα ηρωική ώθηση στους ανθρώπους.
Καλλιτέχνες και λογοτέχνες βρήκαν νέους τρόπους έκφρασης, χρησιμοποιώντας τη δύναμή τους για να ανακουφίσουν τον κόσμο, να την κάνουν το όχημα για την εμψύχωσή του, για να ξορκίσει το φόβο του ή και να εκφράσει τα πατριωτικά του αισθήματα.
Από την Σοφία Βέμπο ξεκινώντας, που τα τραγούδια της γραμμένα από τον Μίμη Τραϊφόρο έφθαναν ως το Μέτωπο, με το ηρωικό «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» και το σκωπτικό «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» να δίνουν κουράγιο στους στρατιώτες.
Ως τους ζωγράφους και χαράκτες, όπως ο Τάσσος και η Βάσω Κατράκη που θα δημιουργήσουν και αφίσες περνώντας το μήνυμα της αντίστασης κατά των γερμανών κατακτητών. Ως τον Κάρολο Κουν που τότε, μέσα στην Κατοχή θα ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης. Αλλά βέβαια κι ως τον Οδυσσέα Ελύτη, παρόντα στο Αλβανικό έπος, που θα δημοσιεύσει το 1943 τον «Ήλιο τον πρώτο».
Το θέατρο
Δύσκολη και παράλογη εποχή, με πόνο και θυσίες αλλά η καταφυγή στην τέχνη είναι πάντα θεραπευτική. Τα γεμάτα θέατρα ήταν μια απόδειξη.
«Μας ζώνανε κίνδυνοι, στερήσεις, βία, τρομοκρατία. Γι΄ αυτό σαν άνθρωποι αισθανόμασταν την ανάγκη της πίστης, της εμπιστοσύνης, της συναδέλφωσης, της έξαρσης και της θυσίας», όπως έλεγε ο Κάρολος Κουν γι΄αυτήν την περίοδο.
Ο ίδιος ανεβάζει την «Αγριόπαπια» του Ίψεν και αμέσως μετά το «Σουάνεβιτ» (Κύκνος), ένα δραματοποιημένο παραμύθι του Στρίντμπεργκ και μετά πάλι Ίψεν, Πιραντέλο, Σεβαστίκογλου και Ξενόπουλο. «…Πεινούσαμε αγρίως, ήμασταν σε κατάσταση τρομακτική. Αλλά υπήρχε πίστη, που σήμερα δεν τη βρίσκεις εύκολα», όπως έλεγε.
Ο Λυκούργος Καλλέργης το επιβεβαιώνει: «Τρομοκρατία, συλλήψεις, εκτελέσεις, ένας μόνιμος εφιάλτης. Τεράστια τανκς, με κανόνια, γυροφέρνανε στην πόλη σαν φαντάσματα, προκαλώντας τρόμο και πανικό. Τα όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δεν περιγράφονται. Ήταν πρωτοφανή για την ανθρωπότητα. Ήταν μια παραφροσύνη. Ένας άγχος ατέλειωτο. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό περιβάλλον της πείνας και του τρόμου, εμείς κάναμε πρόβες στην «Αγριόπαπια». Αυτό είναι ένα γεγονός αποκαλυπτικό. Ο άνθρωπος διαθέτει ασύλληπτες δυνάμεις, ως πνεύμα και ως οργανισμός. Είχαμε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και τη μανία να προβάλουμε κάποιο φως μέσα από το σκοτάδι. Άλλοι από μας κάτι έβρισκαν να φάνε, άλλοι έμεναν νηστικοί. Θυμάμαι στην πρόβα του θεάτρου Αλίκης: Κάποιος κατάφερνε να βρει και ν’ αγοράσει μισή οκά -όπως μετρούσαν τότε- σταφίδες. Γινόταν διάλειμμα και ριχνόμασταν όλοι πάνω στις σταφίδες. Άλλοι τις καθάριζαν, άλλοι τις έτρωγαν έτσι, όπως ήταν. Ο Κουν τις έτρωγε αφηρημένος, περιμένοντας να αρχίσει η πρόβα. Ήταν μια εικόνα παράξενη και τραγική» (από το βιβλίο του «Στο διάβα του πολυτάραχου 20ου αιώνα»).
Παρ΄όλα αυτά ο κόσμος, αν και παγωμένος από το βαρύ κρύο του χειμώνα και πεινασμένος από την παντελή έλλειψη τροφίμων γέμιζε τα θέατρα, παρακολουθώντας από επιθεώρηση έως δράμα με ένα πάθος λυτρωτικό. Χωρίς αμφιβολία όμως, το μουσικό θέατρο ήταν εκείνο που επικρατούσε, ακόμη και από θιάσους του σοβαρού ρεπερτορίου. Μαρίκα Κοτοπούλη, Κώστας Μουσούρης, Κατερίνα, αλλά και Σοφία Βέμπο και αδελφές Καλουτά βεβαίως, μετέδιδαν ακόμη και μηνύματα από το Μέτωπο μέσα από τα επιθεωρησιακά νούμερα, παίζοντας σε κατάμεστα θέατρα.
Δεν έλειπαν όμως και οι «τροποποιήσεις» των έργων, προκειμένου να ξεγελαστεί η γερμανική λογοκρισία, όπως όταν ο Κουν είχε αλλάξει την εθνικότητα του αμερικανού συγγραφέα Κάλντγουελ κάνοντάς τον Γάλλο, αφού απαγορεύονταν οι δημιουργοί από τις συμμαχικές χώρες.
Και ακόμη, όταν εντελώς σουρεαλιστικά, ο θίασος Βεάκη- Μανωλίδου παρουσίασε τον Χριστό ως αντάρτη σε ένα ουκρανικό έργο, που το μετονόμασε σε πολωνικό! Ο Βασίλης Ρώτας εξάλλου πρόσφερε τα έσοδα από τις παραστάσεις του στο ταμείο της Αντίστασης. Άλλωστε το θέατρο βγήκε στους δρόμους, μπήκε στα νοσοκομεία, ανέβηκε στο βουνό!
Χρυσές δουλειές
«Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται σήμερα, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς θέρμανση, χωρίς ασανσέρ, με τις σκάλες του Ρεξ μισοσκότεινες, με τη σκηνή φωτισμένη από λάμπες ασετυλίνης, η μεγάλη αίθουσα του Ρεξ γέμιζε ασφυκτικά, τόσο που το καλοκαίρι του 1942 ο θίασος της Μαρίκας χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το ένα έμεινε στο Ρεξ και θριάμβευε με τις μουσικές κωμωδίες και το άλλο, με επικεφαλής το Βασίλη Λογοθετίδη, μεταφέρθηκε στο θερινό θέατρο Παρκ, στη γωνία των οδών Χέυδεν και Μαυροματαίων», έγραφε η ηθοποιός Έλένη Χαλκούση στο «Θεατρικό Ημερολόγιο».
Όπως επίσης αναφέρει η ίδια οι υπαίθριες παραστάσεις δίνονταν απόγευμα ώστε να προλάβουν οι θεατές την απαγόρευση κυκλοφορίας. «Πολλές φορές οι σειρήνες και οι αεροπορικές επιδρομές μας ανάγκαζαν να τις διακόψουμε στη μέση», έλεγε, ενώ δεν μπορούσε να ξεχάσει και το τρομερό κρύο του χειμώνα: «Εκείνο τον κατοχικό Νοέμβριο ήταν τόσο ανυπόφορο το κρύο στην ανοιχτή σκηνή του Ρεξ που θυμάμαι ότι σ’ ένα δραματικό ντουέτο που είχαμε με τη Μαρίκα χτυπούσαν τόσο τα δόντια μου κι έτρεμαν τα γόνατά μου, που η Μαρίκα με λυπήθηκε και μου ψιθύρισε σε μια στιγμή: -Μην τα λες όλα! Πήγαινε στο καμαρίνι μου που είναι πιο ζεστά!»
Από την ίδια προκύπτουν και πληροφορίες για τα οικονομικά του θεάτρου, αφού επιμένει πως «Τα θέατρα, όλα τα θέατρα, δούλεψαν καταπληκτικά στην Κατοχή.Κι όλοι οι θεατρικοί επιχειρηματίες των μαύρων εκείνων χρόνων θησαύρισαν! Οι καταπληκτικές εισπράξεις γίνονταν αμέσως χρυσές λίρες. Κι από ώρα σε ώρα πολλαπλασιαζόταν η αξία τους…». Χωρίς πάντως αυτό να ευνοεί και τους ηθοποιούς, που όπως γράφει «Οι μισθοί παρέμεναν οι ίδιοι. Ευτυχώς που υπήρχε το νερόβραστο συσσίτιο με τα φασόλια και το φασουλόζουμο του “Κουρτουλούζ’’».
Ο κινηματογράφος
Ποιος θα περίμενε εξάλλου, ότι μέσα στην Κατοχή θα έμπαιναν και τα ουσιαστικά θεμέλια του ελληνικού κινηματογράφου. «Η φωνή της καρδιάς» λεγόταν η ταινία που γύρισε μια πρωτοεμφανιζόμενη εταιρεία με την ονομασία Φίνος Φιλμ το 1943.
Με πρωταγωνιστές τον Αιμίλιο Βεάκη και τους νεαρότατους τότε Δημήτρη Χορν, Λάμπρο Κωνσταντάρα και Καίτη Πάνου σκηνοθεσία Δημήτρη Ιωννόπουλου επρόκειτο για ένα κοινωνικό δράμα, που έκανε πάνω από 100.000 εισιτήρια, αριθμό εντυπωσιακό σε κάθε περίπτωση. Στο σινεμά Ρεξ μάλιστα, παιζόταν από τις 10 το πρωί!
Ένα χρόνο αργότερα, λίγο πριν την απελευθέρωση παρουσιάζει την πρώτη του ταινία κι ένας σπουδαίος δημιουργός του κινηματογράφου ο Γιώργος Τζαβέλλας, που θα διαπρέψει στη συνέχεια. Είναι τα «Χειροκροτήματα» με τον Αττίκ να ερμηνεύει ως ένα βαθμό τον εαυτό του, παίζοντας το ρόλο ενός γερασμένου καλλιτέχνη που έχει ξεχαστεί από το κοινό.
Η ζωγραφική
Δυναμική ήταν εξάλλου η παρουσία της ζωγραφικής, με τους καλλιτέχνες όμως να στρέφονται προς τις πιο παραδοσιακές φόρμες, αφήνοντας για λίγο στην άκρη τις αναζητήσεις. Άλλωστε πολλοί από αυτούς θα φιλοτεχνήσουν χαρακτικά και αφίσες, στην υπηρεσία της αντίστασης κατά των Γερμανών.
Όπως είχε πει ο Τάσσος στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών «όλο το εργαστήριο είχε επιστρατευτεί για την παραγωγή αφισών».
Ο Γιώργος Κεφαλληνός, καθηγητής χαρακτικής της ΑΣΚΤ, ο Κώστας Γραμματόπουλος, ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο Αλέκος Κοντόπουλος, ο Γιώργος Σικελιώτης, ο Βάλιας Σεμετρζίδης, ο Ορέστης Κανέλλης είναι, μεταξύ πολλών άλλων, οι δημιουργοί, που δραστηριοποιήθηκαν με το έργο τους, υψώνοντας φωνή διαμαρτυρίας και αντίστασης εναντίον των Γερμανών.
Ανάμεσά τους και ο Περικλής Βυζάντιος, που στα ημερολόγιά του αποκαλύπτει και το εμπόριο έργων τέχνης, που όπως φαίνεται άνθησε πρωτόγνωρα αυτή την περίοδο. Αγοραστές, άνθρωποι άσχετοι με την τέχνη, που πίστεψαν πως μπορεί να επενδύσουν σ΄αυτήν τα κέρδη τους, όπως κι αν είχαν αποκτηθεί αυτά.
«Οι έμποροι των έργων ζωγραφικής κάνουν χρυσές δουλειές», γράφει συγκεκριμένα ο Βυζάντιος. «Αφού πούλησαν ό,τι υπήρχε από έργα πεθαμένων ζωγράφων, άρχισαν να πουλάνε τάχατες παλιά έργα άγνωστων καλλιτεχνών. Αυτή η φάμπρικα, που κατέστρεψε κάθε κίνηση στην τέχνη, άρχισε από πέρυσι και κατάκτησε αμέσως το νοήμον κοινό…. ΄Ετσι μεγάλα ποσά που διατίθενται από τους καινούργιους πλουσίους που δημιούργησε η νέα κατάσταση καταλήγουν στα πορτοφόλια διαφόρων επιτηδείων».
Ο ίδιος μιλά και για ένα είδος «γκαλερί», που δημιουργήθηκε από το κατοχικό κράτος «ένα είδος πρατηρίου ζωγραφικής στη γωνία των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου», όπως αναφέρει, όπου πουλούσαν τα έργα τους οι καλλιτέχνες.
Οι αρχαιότητες
Πελάτες ήταν και Γερμανοί, ακόμη και κάποιοι ελάχιστοι ξένοι, που είχαν την δυνατότητα να βρίσκονται στην Ελλάδα, αν και πρωτίστως αυτοί ενδιαφέρονταν για τα αρχαία. Το ζήτημα των αρχαιοτήτων κατά τη Γερμανική Κατοχή είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, όπως υποστηρίζεται μάλιστα από πολλούς, δεν έχει λήξει οριστικά, καθώς και οι καταστροφές που προκάλεσαν οι κατακτητές και οι κλοπές που έγιναν, παραμένουν μια ανοιχτή πληγή.
Η επιχείρηση απόκρυψης των αρχαιοτήτων μεγάλων μουσείων της χώρας είχε αρχίσει αμέσως με την κήρυξη του πολέμου, με την έκδοση απόφασης που περιελάμβανε οδηγίες για την προστασία τους από «εναέριους κινδύνους».
Υπόγεια, φρέατα, λάκκοι, ακόμη και σπηλιές και αρχαίοι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν από τους αρχαιολόγους, προκειμένου να φυλάξουν εκεί τα αρχαία. Συνταρακτικές είναι οι λεπτομέρειες αυτής της επιχείρησης, ειδικά στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο άδειασε κυριολεκτικά, αφού τα σπουδαιότερα έργα του τοποθετήθηκαν σε ειδικά ορύγματα που ανοίχτηκαν μέσα στο κτίριο.
«Όλοι δουλεύαμε ενάντια στον χρόνο, με τον φόβο της εισβολής των Γερμανών, και βέβαια με τεράστια προσοχή. Οι Ταναγραίες τυλίγονταν εύκολα. Όμως τα αγγεία έσπαγαν ακόμα πιο εύκολα», όπως είχε αφηγηθεί ο αρχαιολόγος Σπύρος Ιακωβίδης, που είχε πάρει μέρος στην απόκρυψη ως φοιτητής τότε. «
Η δουλειά γινόταν στα υπόγεια του μουσείου. Τα αγάλματα τοποθετούνταν σαν άνθρωποι σε διαδήλωση. Στη συνέχεια χυνόταν πάνω τους άμμος που ξεχώριζε το ένα από το άλλο και τα σκέπαζε και από πάνω έπεφτε πλάκα τσιμέντο. Τα παράθυρα των υπόγειων χώρων τα φράζανε με τσουβάλια από άμμο. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαν να πάθουν τίποτε από αεροπορική επιδρομή».
Όσο για τα χρυσά έργα και τα άλλα πολύτιμα ευρήματα του θησαυρού των Μυκηνών είχαν παραδοθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος μέσα σε ξύλινα κιβώτια, μαζί με τα βιβλία καταγραφής των αρχαίων.
Ανάλογα κινήθηκαν και άλλα μουσεία, έτσι ως τον Απρίλιο του 1941 όλα είχαν τελειώσει. Τα μουσεία εξάλλου έκλεισαν τις πόρτες τους για το κοινό, αντιμετωπίζοντας έτσι την επιθετικότητα των φιλάρχαιων κατακτητών.
Κάποιοι από τους αξιωματικούς τους εκμεταλλευόμενοι τις καταστάσεις διέπραξαν κλοπές ή και ανασκαφές σε διάφορα μέρη της χώρας. Κάποιοι άλλοι έκαναν αγορές, αφού ο νόμος τότε το επέτρεπε και μεταξύ αυτών ένας σουηδός διπλωμάτης του Ερυθρού Σταυρού που στα απομνημονεύματά του αναφέρει ότι αγόραζε αρχαία από την οδό Πανδρόσου στο Μοναστηράκι, όπου υπήρχε αγορά αρχαιοπωλών, αν και παραπονιέται πάντως για τις τιμές…
Η λογοτεχνία
Την 1η Νοεμβρίου 1940 ο Κωστής Παλαμάς θα απευθύνει το επίγραμμα «Στη Νεολαία μας» και τρία χρόνια αργότερα ο Άγγελος Σικελιανός θα αναπτερώσει το φρόνημα του υπόδουλου λαού με το περίφημο ποίημα και την ομιλία του στην κηδεία του εθνικού ποιητή.
Το χειμώνα του ΄41 γυρίζοντας από το μέτωπο ο Οδυσσέας Ελύτης θα γράψει το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» («Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά… έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός», όπως έχει πει).
Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει την «Τελευταία Π.Α. Εκατονταετία» το 1942, ο Νίκος Καζαντζάκης ολοκληρώνει το μυθιστόρημά του «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» το 1943 και την ίδια χρονιά ο Νίκος Γκάτσος κυκλοφορεί την «Αμοργό» του.
Ο Εγγονόπουλος εξάλλου συνθέτει το 41-42 τον «Μπολιβάρ» του, που θα εκδοθεί το ΄44. Έχει πάρει κι αυτός μέρος στον πόλεμο. « Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα με τους συναδέλφους μου παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια», γράφει ο ίδιος. (Σημειώσεις, Ποιήματα).
Δεν ήταν ο μόνος. Στον πόλεμο βρέθηκαν και ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Λουκής Ακρίτας, ο Άγγελος Βλάχος, ο Νίκος Καββαδίας, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Γιώργος Σαραντάρης που δεν επέστρεψε και τόσοι άλλοι, κι ολονών τα βιώματα πέρασαν μέσα στο έργο τους. Κι οι άνθρωποι άλλωστε διάβαζαν πολύ περισσότερο. Κι οι εκδόσεις, παρ΄ότι άλλοτε δεν υπήρχε χαρτί, άλλοτε δεν υπήρχε ρεύμα, συχνά τίποτε από τα δύο, υπήρχε τρόπος να γίνονται.
Τίποτε από όλα όσα προαναφέρθηκαν ωστόσο, δεν ακυρώνει τον τρόμο, την πείνα και την εξαθλίωση, τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις, την απέραντη θλίψη, το μαύρο σκοτάδι, που είχε σκεπάσει έναν ολόκληρο λαό. Ως ένα βαθμό όμως συνετέλεσαν στο να διατηρεί το ηθικό του ακμαίο, το κουράγιο του για αντίσταση και τον αγώνα του για την λευτεριά.