ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Την αποκάλεσαν «Διαβολογυναίκα της τέχνης». Και ίσως να μην είχαν άδικο.
Δύο σύζυγοί της πέθαναν την κατάλληλη για εκείνη στιγμή, προκαλώντας υποψίες για την θανάσιμη ανάμειξή της. Ενώ ο υιοθετημένος γιος της γλύτωσε δύο φορές, την μία από απόπειρα δολοφονίας και την άλλη φυλάκισης, ενορχηστρωμένα από την ίδια. Γιατί όλα αυτά; Μα, για την τέχνη, συνοδευόμενη από το χρήμα φυσικά.
Γιατί η Ντομένικα Γκιγιόμ – Βαλτέρ είχε πάθος για την τέχνη. Κληρονομώντας από τον πρώτο της σύζυγο Πολ Γκιγιόμ, γκαλερίστα, συλλέκτη και κριτικό τέχνης μία εκπληκτική συλλογή με Πικάσο, Ντε Κίρικο και Μοντιλιάνι -μεταξύ άλλων- έκανε τα πάντα στη συνέχεια, για την διατηρήσει και να την αυξήσει. Πράγμα που πέτυχε αλλάζοντας συζύγους και συντρόφους και διαπραγματευόμενη ως το τέλος -πέθανε το 1977- με το γαλλικό δημόσιο, για την μεταβίβαση μέρους αυτής της συλλογής. Ήταν τόσο μεγάλη όμως, και τόσο πλούσια, που σήμερα 65 έργα της, που είχαν απομείνει στον γιο του τελευταίου της συντρόφου βγαίνουν σε δημοπρασία από τους Christie’s. Με Πικάσο, Ντιμπιφέ, Πολ Μπιούρι και Χανς Χάρτουνγκ αυτή η συλλογή διηγείται μια απίστευτη ιστορία γύρω από την τέχνη και το χρήμα, ενώ φέρνει ξανά στην επικαιρότητα την πολυσυζητημένη προσωπικότητα της κατόχου της, που με την απληστία και τις εγκληματικές της τάσεις κέρδισε στα μέσα του 20ού αιώνα, επάξια τον τίτλο της «διαβολογυναίκας» και της «μαύρης χήρας». Έτσι την αποκαλούσε άλλωστε ο γαλλικός Τύπος και έτσι έχει μείνει στην «ιστορία».
Η συλλογή ξεκίνησε από τον έμπορο τέχνης Πολ Γκιγιόμ (1891-1934), τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για την είσοδο στην αγορά τέχνης του Μποντιλιάνι και του Ρώσου εξπρεσιονιστή Σουτίν. Μέντοράς του ήταν ο Γκιγιόμ Απολινέρ, «πάπας» της μοντέρνας ποίησης και στο επίκεντρο όλων των κινημάτων της αβάν-γκαρντ, ο οποίος τον ανακάλυψε όταν είδε σε κάποιο παράθυρο να έχουν «εκτεθεί» αφρικανικά έργα τέχνης. Ο Πολ Γκιγιόμ εργαζόταν τότε σε ένα γκαράζ αυτοκινήτων και τα είχε βρει σε ένα φορτίο με καουτσούκ. Αποφάσισε λοιπόν να τα βάλει στο παράθυρο κι αυτή ήταν η αρχή για την ενασχόλησή του με την τέχνη. Παρ΄ότι αυτοδίδακτος έγινε γρήγορα ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους στο Παρίσι και πριν από τον πόλεμο στην διεθνή πελατεία του περιλαμβανόταν όλη η ελίτ, κοινωνική και πολιτική, ενώ και η προσωπική του συλλογή θεωρούνταν μεγαλειώδης. Μετά το θάνατό του αυτή η συλλογή πινάκων προοριζόταν να περάσει στο Μουσείο του Λουξεμβούργου, ενώ η αφρικανική τέχνη στο Λούβρο. Η σύζυγός του όμως είχε άλλα σχέδια και η δωρεά αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Από το καμπαρέ στην υψηλή κοινωνία
Η Ζουλιέτ Μαρί Λεονί Λακάζ εργαζόταν στο βεστιάριο ενός παρισινού καμπαρέ, όταν την συνάντησε ο συλλέκτης. Εκείνος της έδωσε το όνομα Ντομένικα, την παντρεύτηκε και προφανώς της μετέδωσε το ενδιαφέρον για την τέχνη, σε συνάρτηση και με την απόδοση σε χρήμα. Ζούσαν μια ωραία και πλούσια ζωή ως τη στιγμή που η Ντομένικα γνώρισε, κατά τη διάρκεια μιας κρουαζιέρας στη Νορμανδία, τον αρχιτέκτονα Ζαν Βαλτέρ έναν άνθρωπο πολύ πιο πλούσιο από τον σύζυγό της. Ο Βαλτέρ να σημειωθεί, είχε πάρει μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιωτικός ακόλουθος του Ζορζ Κλεμανσό, ήταν ο αρχιτέκτονας των μεγαλύτερων δημόσιων κτιρίων του Παρισιού και είχε στην ιδιοκτησία του ορυχεία μετάλλου στο Μαρόκο. Έγιναν εραστές, κάτι που ήταν εν γνώσει και του συζύγου της, μετακόμισαν μάλιστα σε ένα από τα κτίρια του Βαλτέρ στο 16ο διαμέρισμα του Παρισιού, χωρίς πάντως αυτό το «ménage à trois» να σοκάρει ιδιαίτερα τους κοινωνικούς κύκλους της εποχής. Ο Μεσοπόλεμος άλλωστε στο Παρίσι ήταν μια ιδιαίτερη εποχή.
Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, ο Πολ Γκιγιόμ πεθαίνει. Έχει υποστεί κρίση σκωληκοειδίτιδας, η οποία εξελίσσεται σε περιτονίτιδα. Η σύζυγός του όμως, τον πηγαίνει στο νοσοκομείο, όταν η ασθένεια έχει εξελιχθεί πλέον σε γενικευμένη σήψη, έτσι τα σχόλια είναι έντονα, ότι η ίδια δεν ήταν άμοιρη ευθυνών για τον θάνατό του. Εκείνη όμως είχε να αντιμετωπίσει και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα: τη διαθήκη του Γκιγιόμ που δώριζε τη συλλογή σε μουσεία, εφ΄όσον δεν υπήρχε απόγονός του.
Αγορά παιδιού
Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που θα την σταματούσε. Αφού προσποιήθηκε ότι ήταν έγκυος, αγόρασε ένα παιδί από έναν διακινητή παιδιών, γνωστό στην υψηλή κοινωνία της εποχής και το υιοθέτησε. Το παιδί ονομάσθηκε Ζαν-Πιερ Γκιγιόμ και παρουσιάσθηκε επίσημα ως γιος του ζεύγους Γκιγιόμ, γεννημένος, υποτίθεται μετά το θάνατο του πατέρα του. Μόνο που η γέννηση δηλώθηκε στο Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου 1934, ενώ αργότερα υπήρξε μία πράξη υιοθεσίας το 1940. Έτσι κι αλλιώς αφού εξασφάλισε την κατοχή της συλλογής, η Ντομένικα αδιαφόρησε εντελώς για το παιδί αυτό, το οποίο είχε μία φροντίδα μόνον από τον Βαλτέρ.
Στη συνέχεια αναλώθηκε στην «αλλαγή» της συλλογής. Έχοντας πιο «κλασικό» γούστο από τον προηγούμενο σύζυγό της, πούλησε πάνω από 200 έργα, συμπεριλαμβανομένων πολλών πορτρέτων του Μοντιλιάνι, όλων των πινάκων του Ντε Κίρικο και των κυβιστικών έργων του Πικάσο. Το σύνολο των αφρικανικών γλυπτών που είχε συγκεντρώσει ο Γκιγιόμ πουλήθηκε σε δημοπρασία (μερικά από αυτά εκτίθενται σήμερα ως συλλογή Γκιόμ-Βαλτέρ στο Musée de l’Orangerie του Παρισιού), καθώς και τα κυβιστικά του Πικάσο ενώ πίνακες του Λορζού διανεμήθηκαν σε συγγενείς. Στη θέση τους πάντως αγόρασε διάσημους πίνακες, κυρίως των Γκογκέν, Μονέ, Σεζάν και Σισλέ, τροποποιώντας έτσι τη σύνθεση της συλλογής Γκιγιόμ προς τον ιμπρεσιονισμό και τα κλασικά έργα του Ματίς και του Πικάσο.
Ένα ύποπτο δυστύχημα και μία παραγγελία φόνου
Με τον Βαλτέρ παντρεύθηκαν το 1941 στις Κάννες ενώ στη δεκαετία του ’50 η Ντομένικα άρχισε μία σχέση με τον ρευματολόγο Μορίς Λακούρ. Λίγο καιρό μετά, τον Ιούνιο του 1957 ο Βαλτέρ πέθανε, όταν χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο. Οι συνθήκες του δυστυχήματος παρέμειναν συγκεχυμένες, όμως εκείνο που έγινε γνωστό είναι, ότι η ίδια αρνήθηκε να καλέσει ασθενοφόρο αλλά επέμεινε να τον μεταφέρει ο εραστής της με το αυτοκίνητό του, πράγμα που έγινε. Όταν έφθασαν πάντως στο νοσοκομείο ο Βαλτέρ ήταν νεκρός, με το όλο γεγονός να δημιουργεί και πάλι ερωτηματικά και να εγείρει υποψίες, ότι η Ντομένικα βρισκόταν πίσω από τον θάνατο και του δεύτερου συζύγου της.
Γεγονός είναι ότι η γυναίκα αυτή δεν ήθελε εμπόδια στο δρόμο της. Είτε ήταν σύζυγοι, που την εμπόδιζαν να κάνει τη ζωή της , είτε -κυρίως- μπορεί να είχαν λόγο στην περιουσία που κατείχε, μέσω της τεράστιας συλλογής.
Ένα χρόνο μετά άλλωστε, όλα έγιναν πιο ξεκάθαρα, καθώς ο γιος της που είχε επιστρατευθεί ως αλεξιπτωτιστής στην Αλγερία γλίτωσε από μια απόπειρα δολοφονίας που ενορχηστρώθηκε από τον εραστή της, τον Λακούρ. Συγκεκριμένα ο Λακούρ είχε προσλάβει έναν επαγγελματία δολοφόνο για να σκοτώσει τον Ζαν-Πιερ αλλά εκείνος τελικά το μετάνιωσε και δημοσιοποίησε την συνωμοσία. Το σκάνδαλο ήταν αναπόφευκτο αλλά όχι ικανό για να σταματήσει την αδίστακτη γυναίκα, που μόλις πέρασαν λίγα χρόνια οργάνωσε δεύτερη επιχείρηση εξόντωσης του γιου της. Αυτή τη φορά παγιδεύοντάς τον με την βοήθεια του αδερφού της Ζαν Λακάζ και μέσω μιας κοπέλας, που ο Ζαν-Πιερ νόμιζε ότι είναι κομμώτρια αλλά αυτή ήταν κολ γκερλ. Η κοπέλα τον κατήγγειλε στην αστυνομία για προμήθεια, κάτι που αν ευσταθούσε θα μπορούσε να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της πράξης υιοθεσίας ή της πατρικής κληρονομιάς, όμως η όλη σκευωρία αποκαλύφθηκε και ο αδελφός της βρέθηκε ενώπιον του νόμου.
Οι κληρονόμοι
Με το ιστορικό αυτό η Ντομένικα άρχισε τότε τις διαπραγματεύσεις με το γαλλικό δημόσιο για την μεταβίβαση μέρους της συλλογής, και με τη βοήθεια των σχέσεων που είχε με την γκολική εξουσία αυτό επιτεύχθηκε, έναντι του ποσού των 300 εκατομμυρίων φράγκων, πολύ λιγότερα από την αγοραστική αξία των έργων. Επρόκειτο για 146 πίνακες μεταξύ των οποίων 24 Ρενουάρ, 12 Πικάσο, 15 Σεζάν, 10 Ματίς, 29 Ντερέν και 22 Σουτίν. Στην άτυπη συμφωνία με το γαλλικό δημόσιο περιλαμβανόταν όμως και η δικαστική ασυλία για τον αδελφό και τον σύντροφό της.
Φυσικά η ίδια πούλησε και πολλά έργα σε τρίτους: Ρενουάρ, Σεζάν, Σουτίν, δωδεκάδες Ουτριγιό, είκοσι Λορενσέν, είκοσι Φοτριέρ, τριάντα Ντερέν και ένα πορτρέτο του Αλμπερ Σαρό, του οποίου ήταν και η ερωμένη.
Τελικά ο Ζαν-Πιερ επιβίωσε όλων αυτών και μάλιστα κληρονόμησε ένα μικρό μέρος της συλλογής όταν πέθανε η μητέρα του, με την οποία δεν είχε φυσικά καθόλου σχέσεις. Η μερίδα του λέοντος της συλλογής, ωστόσο, πήγε στον τελευταίο εραστή της, τον κριτικό τέχνης Ζαν Μπουρέ, ο οποίος ήταν κοντά στους καλλιτέχνες της École de Paris, έτσι την εμπλούτισε με νέο αίμα. Ο γιος του Αλαίν, εκδότης, συνέχισε να συλλέγει έργα τέχνης, ώσπου τελικά η συλλογή να φθάσει σε δημοπρασία. Η ιστορία μιας συλλογής ενός και πλέον αιώνα έφθασε στο τέλος της.
Διαβάστε επίσης:
Sotheby’s: Για πάνω από 108 εκατ. δολάρια πουλήθηκαν 11 έργα του Πικάσο
Αθλητικά παπούτσια του Μάικλ Τζόρνταν έφτασαν στο 1,5 εκατ. δολάρια