Για δεύτερη συνεχή χρονιά η ελληνική ακτοπλοία πλήττεται από την πανδημία του κορονοϊού, με την κίνηση στο επτάμηνο να είναι συνολικά κατά 12% πάνω σε σχέση με το 2020, αλλά μόλις στο 50% του 2019. Έτος που ήταν το τελευταίο μια τριετούς αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής ακτοπλοΐας.

Είχε προηγηθεί του «τσουνάμι» της οικονομικής κρίσης του 2010, που είχε καταβαραθρώσει την οικονομική θέση των εταιρειών της ακτοπλοΐας.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία το πρώτο εξάμηνο του έτους, έκλεισε με μείωση της ακτοπλοϊκής κίνησης περίπου 5% σε σχέση με το 2020. Η κατάσταση κατά τη διάρκεια του Ιουλίου, αφού στα πλοία ανέβηκαν κατά 45% περισσότεροι επιβάτες σε σχέση με το 2020. Παρέμεινε όμως κάτω από τα επίπεδα του 2019 κατά 20%, όταν και δεν είχε ξεσπάσει φυσικά η πανδημία.

Σε ότι αφορά τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου η κίνηση είναι αυξημένη κατά 25% κατά μέσο όρο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του περσινού Αυγούστου. Παρόλα αυτά η ζήτηση για ακτοπλοϊκές υπηρεσίες δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη στον ελληνικό χάρτη. Οι Κυκλάδες φαίνεται να έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση τη φετινή χρονιά, καθώς και τα Δωδεκάνησα. Έκπληξη, αποτελεί σύμφωνα με πληροφορίες η Κρήτη, αφού η ζήτηση για ακτολοΐκά εισιτήρια είναι σε πιο χαμηλά επίπεδα, όπως και οι προορισμοί στο Βόρειο Αιγαίο.

Οι συνολικές ζημιές της διετίας αναμένεται να φτάσουν για τις ακτοπλοΐκές εταιρείες στα 200 εκατ. ευρώ, αφού εκτός του μικρότερου μεταφορικού έργου οι εταιρείες αντιμετωπίζουν επιπλέον έξοδα ύψους 100 εκατ. ευρώ φέτος από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Μόνο το 2020 η απώλεια τζίρου έφτασε τα 300 εκατ. ευρώ και οι ζημίες τα 110 εκατ. ευρώ.

Με δεδομένο ότι μέχρι και το 2016 η ελληνική ακτοπλοΐα ταλανιζόταν από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, και σε συνδυασμό με την καταστροφή που έχει προκαλέσει την τελευταία διετία η πανδημία, ο στόχος της ριζικής ανανέωσης του στόλου με σύγχρονα πράσινα πλοία έχει μετατραπεί σε αίνιγμα για δυνατούς λύτες.

Σύμφωνα με την περσινή έρευνα της XRTC για την ελληνική ακτοπλοΐα, ο στόλος φαίνεται να είναι ιδιαίτερα «γερασμένος» με το 60% να είναι άνω των 22 ετών και ένα στα τέσσερα να είναι άνω των 30 ετών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 30% των πλοίων είναι μεταξύ 17 και 22 ετών τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μεσήλικα. Παράλληλα και ο στόλος των εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών από το 2011 και μετά συρρικνώνεται συνεχώς. Τα τελευταία επτά χρόνια, με δεδομένα 2020, ο στόλος μειώθηκε περισσότερο από το μισό, από τα 89 πλοία του 2011 φτάσαμε στα 43 το 2019. Ωστόσο η μείωση αυτή έδωσε την ευκαιρία στις μικρότερες εταιρείες να αναπτυχθούν.

Ο μέσος όρος της ηλικίας των πλοίων των εισηγμένων στο ΧΑ εταιρειών ανέφερε η XRTC έχει φτάσει τα 20,3 έτη, γεγονός που προβληματίζει τις εταιρείες «οι οποίες κατανοούν την ανάγκη ανανέωσης του στόλου τους αλλά τόσο τα αρνητικά οικονομικά τους αποτελέσματα των προηγουμένων ετών όσο και η δυστοκία των τραπεζών για τη χρηματοδότηση αυτού του εγχειρήματος δημιουργεί αβεβαιότητα».

Η ελληνική ακτοπλοϊκή αγορά είναι υποχρεωμένη να κινηθεί με αμεσότητα σε δύο επίπεδα, σύμφωνα με την XRTC. Το πρώτο σχετίζεται με την άμεση επιβίωσής της και το δεύτερο με τη μακροπρόθεσμη διατήρηση και βιωσιμότητα του κλάδου στο υπό διαμόρφωση αναπτυξιακό περιβάλλον μέσω των Ευρωπαϊκών κονδυλίων. Και στα δύο αυτά επίπεδα η κρατική αρωγή κρίνεται αναγκαία μέσω θεσμικών και οικονομικών παρεμβάσεων. Για το μεν πρώτο χρειάζονται παρεμβάσεις που θα την κρατήσουν στη ζωή ώστε να μη διαταραχτεί η κοινωνική συνοχή της χώρας ενώ στο δεύτερο απαιτούνται κινήσεις που θα συμβάλουν στην αναδιοργάνωση του κλάδου που θα του δώσει τη δυνατότητα να προσφέρει το νέο καινοτόμο προϊόν για την επόμενη εικοσαετία που αναμφισβήτητα θα απαιτηθεί για τη βιωσιμότητά της.

Όσον αφορά την συνεισφορά της ακτοπλοΐας στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, λόγω των ευρύτερων επιδράσεων από την παραγωγή και τον τουρισμό στα νησιά εκτιμάται σε 10,1 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ το 2019), εκ των οποίων 8,5 δισεκ. ευρώ αφορούν στην τουριστική ζήτηση, τον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση στις νησιωτικές περιοχές και 1,6 δισ. ευρώ στην επίδραση από τη ζήτηση για προϊόντα από τους επισκέπτες κατά την παραμονή τους σε κάποιο νησί της χώρας που προέρχονται από την ηπειρωτική χώρα.

Σε όρους απασχόλησης η επίδραση από τον τουρισμό και την παραγωγή στα νησιά ανέρχεται σε περίπου 257.000 θέσεις εργασίας (217.000 στα νησιά και 40.000 στην ηπειρωτική χώρα), στηρίζοντας σχεδόν το ήμισυ της απασχόλησης στις νησιωτικές περιφέρειες. Η μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ καταγράφεται στις περιφέρειες Κρήτης και Νοτίου Αιγαίου, όπου εντοπίζονται περισσότερο από τα 4/5 της συνολικής επίδρασης στην οικονομία των νησιωτικών περιοχών. Στην Κρήτη η συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας εκτιμάται σε 3,5 δισ. ευρώ το 2019, επίδραση που αντιστοιχεί στο 37% του ακαθάριστου προϊόντος στο σύνολο των 4 νομών του νησιού, ενώ στο Νότιο Αιγαίο η συνεισφορά της επιβατηγού ναυτιλίας εκτιμάται σε 3,1 δισ. ευρώ το 2019 και περισσότερες από 63.000 θέσεις απασχόλησης.