Ερωτηματικά, απορίες, κενά και στο κέντρο η αποκάλυψη του κλεμμένου Πικάσο…

Ακούγοντας το ιστορικό της κλοπής, διαβάζοντας την ομολογία του δράστη, περισυλλέγοντας πληροφορίες, γνωρίζοντας το κτήριο της Πινακοθήκης και την περίβλεπτη θέση του στο κέντρο της Αθήνας, έχοντας υπ’ όψιν μεγάλες κλοπές έργων τέχνης, κυρίως στο εξωτερικό βέβαια, και μαθαίνοντας για τα κυκλώματα που συνδέονται με αυτές, ακόμη και ο πλέον καλόπιστος «θεατής» των όσων λαμβάνουν χώρα σχετικά με την αποκάλυψη του Πικάσο δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται.

Μα τόσο εύκολα πια ήταν όλα; Τόσο ειδικός σε συναγερμούς ο συγκεκριμένος ελαιοχρωματιστής; Τέτοιο ταλέντο στις κλοπές, παρ’ ότι δεν είχε διαπράξει καμία άξια λόγου ως τότε ή μετά; Τόσο «υψηλών» προθέσεων φιλότεχνος, διακινδυνεύοντας να πάει στη φυλακή, κι αυτό, προκειμένου να έχει τα έργα τέχνης στην κατοχή του; (Παρ’ ότι, σύμφωνα με την ομολογία του, δεν τα έβλεπε, δεδομένου ότι τα είχε κρυμμένα στην τουαλέτα, δώρον άδωρον δηλαδή). Και τόσο ευαίσθητος ώστε να μην κοιμάται (από τύψεις; από φόβο;) και να κλαίει από ανακούφιση που τον ανακάλυψαν;

Ας παρατεθούν όμως ορισμένες σκέψεις και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.

Κατ΄ αρχάς η θέση της Πινακοθήκης, με δρόμους ολόγυρα και μεγάλη κυκλοφορία, το Χίλτον απέναντι και λίγο πιο πάνω άλλα ξενοδοχεία, είναι ένα σημείο εξαιρετικά φυλαγμένο, με ένα περιπολικό της Αστυνομίας σταθμευμένο εκεί γύρω. Ποιος αποτολμά αξιόποινη πράξη, θεωρώντας, ότι δεν θα τον αντιληφθεί κανείς;  Κι όμως. Όπως ισχυρίζεται ο δράστης «Έπαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την Πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο 6μηνο πριν από την κλοπή». Το ερώτημα είναι, πώς δεν κίνησε σε κανέναν την περιέργεια μια τέτοια συμπεριφορά. Αν και εφ’ όσον βέβαια όλα αυτά έγιναν στην πραγματικότητα.

Εξάμηνη παρατήρηση

Έκανε όμως και επισκέψεις εντός: «Για περίπου 6 μήνες πριν από την κλοπή έκανα πολλές επισκέψεις… Λόγω της ενασχόλησης μου με τις οικοδομές γνώριζα τα οικοδομικά υλικά και μπορούσα να καταλάβω πού υπήρχε τσιμεντένιος τοίχος και πού γυψοσανίδα. Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες… Κατάφερα και απέκτησα πάρα πολύ καλή γνώση των συστημάτων ασφαλείας. Ήξερα όλες τις συνήθειες των φυλάκων, πότε άλλαζαν βάρδια, ποιος κάπνιζε, ποιος έβγαινε στον κήπο… Ήξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός».

Ένας καλός κλέφτης όντως αυτά κάνει. Ένας άνθρωπος όμως, που επιτηρεί επί έξι μήνες ένα χώρο, πώς δεν έγινε αντιληπτός; Δεν είχε προκαλέσει κανενός το ενδιαφέρον αυτός ο «φιλότεχνος»; Στο ταμείο όπου βγαίνουν τα εισιτήρια, οι κάμερες που καταγράφουν τις κινήσεις, οι φύλακες που έβλεπαν ξανά και ξανά το ίδιο άτομο… Τέτοιο υλικό δεν υπήρξε καθόλου; Πώς πέρασε απαρατήρητος από όλα αυτά; Και πώς ήξερε ότι είχαν μειωθεί οι φύλακες και μάλιστα λόγω της οικονομικής κρίσης; Γιατί τέτοιες πληροφορίες δεν παρέχονται ποτέ, ακριβώς για να μην τις μαθαίνουν οι κλέφτες και ανοίγει η όρεξή τους… Εκτός πια κι αν έχουν υπάρξει κάποιοι αφελείς, εκεί σε διάφορους εικαστικούς κύκλους, που φέρεται να κινείτο.

Ο πίνακας του Γουλιέλμου Κάτσια (Μονκάλβο), που κατά τη δήλωση του δράστη καταστράφηκε

Συμπτώσεις

Όπως ισχυρίζεται εξάλλου, δεν είχε αποφασίσει για τους πίνακες που θα έπαιρνε, απλώς πήρε ό,τι βρήκε μπροστά του! Και συμπτωματικώς βρέθηκε μπροστά στον ένα και μοναδικό Πικάσο! Και στον Μοντριάν! Γίνονται αυτά τα πράγματα;

Ερωτηματικά όμως και για την παράπλευρη απώλεια του Μονκάλβο, που συνέβη, όπως λέει, κατά την έξοδό του από το κτήριο: «Τη στιγμή εκείνη μου φαίνεται ότι κόπηκα από κάποια γυαλιά, πήρα ένα χαρτί που είχε επάνω του ένα σχέδιο, το οποίο ήταν έκθεμα, σκούπισα το χέρι μου και το έβαλα στην τσέπη μου», αναφέρει σε κάποιο σημείο της ομολογίας του, προσθέτοντας παρακάτω: «Το ματωμένο σχέδιο ήταν μολύβι και το πέταξα στη λεκάνη της τουαλέτας».

Πώς ένας «δηλωμένος» φιλότεχνος όμως πετάει ένα μουσειακό έργο είναι το ερώτημα. Πρόκειται δηλαδή επιπλέον για την καταστροφή έργου τέχνης. Ήδη άλλωστε έχει δημιουργηθεί θέμα με το συγκεκριμένο θρησκευτικού περιεχομένου έργο (πέννα σε αραιωμένη σέπια), που ήταν δωρεά του Γρηγορίου Μαρασλή προς την Εθνική Πινακοθήκη το 1907. Κι αυτό, γιατί ένα πανομοιότυπό του είχε βγει το 2019 σε δημοπρασία του οίκου Pandolfini της Φλωρεντίας για να αποσυρθεί αμέσως, θεωρούμενο ως πλαστό, αλλά χωρίς περισσότερες πληροφορίες.

Πρόθεση πώλησης των έργων δεν είχε, όπως λέει πάντως ο ίδιος. Πρόκειται για έργα όμως που βρίσκονταν στις λίστες της Ιντερπόλ και του FBI και θα αναγνωρίζονταν αμέσως αν εμφανίζονταν. Δεν μπορούσαν να πουληθούν επομένως, δια της νομίμου οδού… Αν και σε κάποιες περιπτώσεις -χωρίς να αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη οπωσδήποτε- υπάρχει και η πιθανότητα των λύτρων.

Η επιχείρηση

Η όλη «επιχείρηση» τα κλοπής άρχισε στις 9 το βράδυ, όπως λέει. Πήδηξε μάντρες, ταράτσες, τοιχία -πάντα κατά δήλωσή του- μπήκε και βγήκε στην Πινακοθήκη δύο φορές, κρύφτηκε ανάμεσα στις γυψοσανίδες, παραπλάνησε τον φύλακα με την πρόκληση ψεύτικων συναγερμών, ώσπου εκείνος να απενεργοποιήσει το σύστημα θεωρώντας ότι υπήρχε βλάβη, αλλά να μην τον πάρει κανείς είδηση! Τέτοια τύχη! Τέλος κατά τις 4 το πρωί έγινε η καθ’ αυτό κλοπή, που διήρκεσε 5 ως 7 λεπτά. Τόσα ώστε να κατεβάσει τους τρεις πίνακες, να βγάλει τις κορνίζες τους και να τους βάλει στο σάκο του.

Στη συνέχεια: «Βγήκα στη λεωφόρο Β. Κωνσταντίνου τρέχοντας. Άκουγα τον συναγερμό της Πινακοθήκης να χτυπάει και σειρήνες περιπολικών. Μπήκα στην αποθηκούλα απέναντι από το πάρκο… Οι αστυνομικοί έψαξαν το πάρκο αλλά δεν άνοιξαν την αποθήκη γιατί η πόρτα ήταν κλειστή. Βγήκα μετά από πολύ ώρα». Εδώ τα ερωτηματικά είναι προς πάσα κατεύθυνση…

«Η κλοπή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αποκλειστικά από εμένα. Δεν υπήρχε συνεργός», δηλώνει εξάλλου. Και ο φύλακας που είχε καταθέσει ότι ήταν δύο τα άτομα; Λάθος είχε κάνει; Και πώς είναι δυνατόν να οργανωθεί τόσο αποτελεσματικά μια τέτοια κλοπή από έναν και μόνο άνθρωπο; Εξ αιτίας αυτού άλλωστε ευθύς εξ αρχής γίνονταν συζητήσεις ότι είχε υπάρξει ειδική πληροφόρηση, ακόμη και εκ των έσω, χωρίς ωστόσο να μπορεί κανείς να αποδείξει τίποτε.

Εν τέλει το βέβαιο είναι ότι ο ελαιοχρωματιστής μεν, λάτρης της τέχνης δε, άνεργος τελευταία, αλλά με εμφάνιση κομψευόμενου κυρίου και συχνά ταξίδια στο εξωτερικό υπήρξε ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος κλέφτης. Όχι μόνον δεν άφησε κανένα περιθώριο στην Αστυνομία επί εννιάμιση χρόνια να τον εντοπίσει αλλά ακόμη κι ο ίδιος «έχασε» τα έργα που είχε κρύψει στην ρεματιά της Κερατέας, και δεν θυμόταν πού ακριβώς ήταν. Ευτυχώς για όλους, τα βρήκε στη συνέχεια…

Το ευτυχές είναι ότι, τελικά, το «Κεφάλι γυναίκας» του Πικάσο και ο «Ανεμόμυλος» του Μοντριάν επιστρέφουν στη βάση τους. Τα κενά στην ιστορία όμως είναι πολλά. Και ένα ακόμη ερώτημα είναι αν θα μαθευτούν ποτέ…

Διαβάστε ακόμη:

Πάθος για την… τέχνη δηλώνει ο ελαιοχρωματιστής κλέφτης του Πικάσο

Βρέθηκαν οι κλεμμένοι Πικάσο και Μοντριάν της Εθνικής Πινακοθήκης

Ακριβή μου Τέχνη: Εννιαψήφιες πωλήσεις, δημοπρασίες, φουάρ, εμπόριο

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση