Πιο βελτιωμένη θα μπορούσε να είναι η χρηματοπιστωτική επέκταση όπως εντοπίζει η διοίκηση της ΤτΕ στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021

Το γεγονός αυτό δικαιολογεί από κάθε άποψη και την αυριανή παρέμβαση του Υπουργού Οικονομικών στις τράπεζες για το θέμα αυτό.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση τα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις της Πολιτείας για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ιδιαιτέρως με την παροχή κρατικών εγγυήσεων, συνέβαλαν στην επέκταση της τραπεζικής πίστης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη δεδομένων των συνθηκών ρευστότητας των τραπεζών.

Η πιστωτική επέκταση, οι εθνικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη του εισοδήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και η αποταμίευση των νοικοκυριών εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, αλλά και για λόγους πρόνοιας, οδήγησαν σε αξιοσημείωτη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.

Κατά τα λοιπά και όσον αφορά το Χρηματοπιστωτικό τομέα η έκθεση τονίζει πως οι εξελίξεις στις αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων παραμένουν ευνοϊκές, αντανακλώντας τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους Moody’s και Standard and Poor’s. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά η απόφαση του Ευρωσυστήματος για την εφαρμογή του έκτακτου προγράμματος αγορών τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) και η απόφαση για χορήγηση παρέκκλισης (waiver) από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα τη συμπερίληψή τους στο πρόγραμμα PEPP και την αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων για την παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα στις εμπορικές τράπεζες. Κατά συνέπεια, έως τον Ιούνιο του 2021 οι αποδόσεις έχουν διαμορφωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και έχει διευκολυνθεί η εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου άντληση σημαντικών ποσών από την αγορά μέσω της έκδοσης ομολόγων μεγάλης διάρκειας με ιστορικά χαμηλό κόστος. Επίσης, οι ευνοϊκές διεθνείς νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν διευκολύνει, από το τελευταίο τρίμηνο του 2020 έως σήμερα, μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους, αλλά και τις λήξεις χρέους, μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων.

Επίσης η έκθεση αναφέρει:

Η αύξηση της αποταμίευσης που έλαβε χώρα όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και η πραγματοποίηση αγορών που είχαν αναβληθεί εκτιμάται ότι θα συμβάλουν θετικά στην αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης το τρέχον έτος. Τα επόμενα δύο έτη προβλέπεται ταχύτερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνάρτηση με την αναμενόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος.

Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης. Καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν οι ευρωπαϊκοί πόροι, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις με κύριους στόχους την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, εξαιτίας της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα κινηθούν ανοδικά το τρέχον έτος, καθώς οι τουριστικές εισπράξεις θα ανακάμψουν μερικώς, ενώ και η ζήτηση ναυτιλιακών υπηρεσιών θα σημειώσει αύξηση, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου. Η άνοδος των εξαγωγών υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί έως το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Αύξηση όμως θα σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία της εγχώριας ζήτησης.

Επίσης η έκθεση εντοπίζει εκ νέου θέμα ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών αν και αναφέρει πως γίνονται βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση . Ωστόσο θίγει το θέμα των αδύναμων μεγεθών κάποιων μη συστημικών τραπεζών.

Παραμένει η πρόκληση της υψηλής αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης

Το α΄ τρίμηνο του 2021, οι τράπεζες, συνολικά, κατέγραψαν ζημίες (όπως και το 2020). Παρότι τα καθαρά έσοδα εμφάνισαν αύξηση, ωστόσο, μετά το σχηματισμό προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο (οι οποίες αντανακλούν κυρίως τις ζημίες συνεπεία της προγραμματισμένης πώλησης μεγάλου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων μιας συστημικής τράπεζας), προέκυψαν ζημίες σε επίπεδο συστήματος. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, το α΄ τρίμηνο του 2021 τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση υποχώρησαν ελαφρώς σε σύγκριση με το 2020, αλλά παρέμειναν σε ικανοποιητικό επίπεδο (13,6% και 15,6% αντίστοιχα στο τέλος Μαρτίου του 2021). Ωστόσο, υπολείπονται πλέον του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Κατά τα τελευταία τρίμηνα, αρνητική επίδραση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ασκούν οι τιτλοποιήσεις που γίνονται στο πλαίσιο της μείωσης των ΜΕΔ και η σταδιακή ενσωμάτωση της επίδρασης του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 11,8% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Περίπου το 65% των κεφαλαίων CET1 των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Η παρούσα στρατηγική για τη μείωση των ΜΕΔ εκτιμάται ότι θα αυξήσει αυτό το ποσοστό.
Οι τράπεζες οφείλουν να ενισχύσουν ποιοτικά και ποσοτικά τα κεφάλαιά τους, κατεύθυνση στην οποία καταγράφονται ήδη θετικές εξελίξεις. Προβληματισμό ωστόσο δημιουργούν τα σχετικά αδύναμα μεγέθη κεφαλαιακής επάρκειας ορισμένων μη συστημικών τραπεζών.

Οριακή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το α΄ τρίμηνο του 2021 – Αναμένεται περαιτέρω αύξηση λόγω της πανδημίας σημειώνει η έκθεση ενώ εντάσσει στις θετικές εξελίξεις την ενεργοποίηση του νέου πτωχευτικού κώδικα

Η συνεχιζόμενη πανδημία καθώς και η άρση των μέτρων στήριξης αναμένεται να επιδεινώσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών που έχουν πληγεί από την πανδημία και να οδηγήσει σε νέα ΜΕΔ. Συνεπώς, οι τράπεζες οφείλουν να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους για τον πιστωτικό κίνδυνο και ειδικότερα την ικανότητα αποπληρωμής δανείων από δανειολήπτες που επλήγησαν από την πανδημία, δεδομένου ότι τα κρατικά μέτρα στήριξης αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα.

Παράλληλα όμως οι τράπεζες, κυρίως οι συστημικές, στοχεύουν σε πιο επιθετικές πολιτικές μείωσης των ΜΕΔ. Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι ο δείκτης ΜΕΔ θα μπορούσε να μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος μέχρι το τέλος του 2022, αν και ορισμένες τράπεζες, ιδίως μη συστημικές, δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωσης των ΜΕΔ. Επιπλέον, την 1η Ιουνίου 2021 τέθηκαν σε εφαρμογή οι διατάξεις του νέου πτωχευτικού κώδικα. Η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών

Διαβάστε ακόμη:

ΤτE: Ανθεκτικό το χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε ικανοποιητική επίπεδα η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών

Γιάννης Στουρνάρας: Τι κρύβει η αύξηση αποδοχών κατά 3% ετησίως στους υπαλλήλους της ΤτΕ – Η «θυσία» στο Δίκτυο και οι νέες προσλήψεις

Συνεχίζεται η κόντρα για το ύψος των κόκκινων δανείων λόγω της πανδημίας

Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση