Εκφέρουν δηλαδή τα επιχειρήματά τους με ιδιαίτερη επίταση, αίσθηση του επείγοντος αλλά και του δικαίου.
Ο τίτλος του βιβλίου μυρίζει άκρα αριστερά αλλά η λογική των δύο σοβαρών και βραβευμένων καθηγητών (Χάρβαρντ και Μπέρκλεϊ στο ενεργητικό τους), δεν διέπεται από τη στρεβλή λογική του ΣΥΡΙΖΑ ότι όσοι πέτυχαν πρέπει να πληρώσουν για την επιτυχία τους.
Γράφουν επί προεδρίας Τραμπ για την ακραία ολίσθηση του αμερικανικού συστήματος σε φορολογικό καθεστώς που πρόδηλα και ανερυθρίαστα στήθηκε για να ευνοήσει περαιτέρω τους δισεκατομμυριούχους. Στην Αμερική φορολογούνται με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές από την εργατική τάξη.
Και έτσι οι δύο οικονομολόγοι αναρωτιούνται: «Αν οι φόροι, που συλλέγονται από τις αιρετές αρχές μας, συνεχίσουν να επαυξάνουν τα εισοδήματα μιας προνομιούχου μειοψηφίας, ποιος θα συνεχίζει να πιστεύει στους δημοκρατικούς θεσμούς;».
Πώς έφτασε η Αμερική από το Νιου Ντιλ του Φράνκλιν Ρουζβελτ μετά το Κραχ του 1929, στην μονοδιάσταση ενίσχυση των υπερπλουσίων; Το βιβλίο λειτουργεί ως προειδοποίηση, ώστε να μην μετακυλίσει το αμερικανικό φαινόμενο στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.
Πολλές αλλαγές πραγματοποιήθηκαν με απόλυτη παθητικότητα και χωρίς τη συμμετοχή των ψηφοφόρων. Η ανάπτυξη μιας ολόκληρης «βιομηχανίας φοροδιαφυγής», που αποκρύπτει εισοδήματα και πλούτο. Επίσης, η κατακλυσμιαία εμφάνιση φορολογικών παραθύρων που εμφανίστηκαν με την παγκοσμιοποίηση. Τέλος, η σπείρα του διεθνούς φορολογικού ανταγωνισμού που οδηγεί τις χώρες να περικόπτουν συντελεστές η μία μετά την άλλη.
«Ο θρίαμβος της φορολογικής αδικίας είναι, πάνω απ’ όλα, άρνηση της δημοκρατίας».
Παρά τον επιθετικό του τίτλο, όμως, οι Σαέζ και Ζουκμάν δεν θέλουν να εντάσσονται στα άκρα του πολιτικού φάσματος. Θεωρούνται δημοκρατικοί ακτιβιστές.
Στο συναρπαστικό βιβλίο τους καταρχήν παρουσιάζουν τα ευρήματα της εις βάθους οικονομικής τους έρευνας με βάση στατιστικές ενός αιώνα. Τι ποσά κατέβαλλε σε φόρους η κάθε κοινωνική ομάδα, από τους φτωχότερους έως τους δισεκατομμυριούχους από το 1913 ως σήμερα. Με στοιχεία από το σύνολο των φόρων που καταβάλλονται σε ομοσπονδιακό, πολιτειακό και τοπικό επίπεδο.
Ένα πρώτο και θεμελιώδες συμπέρασμα: Η διάκριση μεταξύ «φόρων που καταβάλλονται από τα νοικοκυριά» και «φόρων που καταβάλλονται από τις επιχειρήσεις» παραμένει επίπλαστη. «Όλους τους φόρους άνθρωποι τους πληρώνουν, και η μελέτη μας κατανέμει όλους τους φόρους σε υπαρκτά άτομα, για ένα διάστημα μεγαλύτερο του ενός αιώνα».
Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξία έχουν παραιτηθεί από τις προσπάθειες να φορολογήσουν τις πολυεθνικές εταιρείες. Αν μια χώρα επιβάλει φόρους, αυτές θα μεταφερθούν σε άλλη. Αν ισχύουν χαμηλοί συντελεστές σε μία χώρα, θα πρέπει να τους αντιγράψει και η άλλη. Ένας αγώνας δρόμου χωρίς πάτο…
Οι περισσότερες συζητήσεις παραμένουν στην ασάφεια.
Στην Αριστερά θεωρούν ότι το 1% κατέχει τόσο πλούτο που αν φορολογηθεί βαρύτερα θα συγκεντρωθούν σημαντικά ποσά αλλά πόσα ακριβώς μπορούν να συγκεντρωθούν; Και αρκούν για την ανώτατη εκπαίδευση και την καθολική διασφάλιση υγείας; Αν κλείσουν τα παραθυράκια, θα υπάρξει πραγματικά ισομερής κατανομή φορολογικών βαρών;
Στη Δεξιά θεωρούν ότι αν συνδυαστούν όλοι οι φόροι θα διαπιστωθεί ότι οι ανώτατοι οριακοί φορολογικοί συντελεστές παραμένουν υψηλοί. Και αν προστεθούν επιβαρύνσεις, θα επιβληθεί τιμωρητική φορολογία ή θα ανατραπεί η οικονομική ανάπτυξη. Προτείνουν φόρο κατανάλωσης. Όμως, εν τέλει, δεν θα οδηγούσε και αυτό το σύστημα σε αντίστροφη προοδευτικότητα;
Δημοκρατική επανάσταση, τώρα
Οι Σαέζ – Ζουκμάν θεωρούν ότι ο διεθνικός φορολογικός συντονισμός δεν αποτελεί φενάκη. Ο τρόπος με τον έχει εδραιωθεί και λειτουργεί η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μονόδρομο. Χωράει διορθώσεις και παρεμβάσεις.
«Ποια μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν κατά των φορολογικών παραδείσων και πώς ο σημερινός αγώνας δρόμου προς τον πάτο μπορεί να δώσει τη θέση του σε έναν αγώνα δρόμου προς την κορυφή».
Άρα το βιβλίο πάει πέρα από την ιστορική μελέτη, που θα απορροφήσει ούτως ή άλλως κάθε αναγνώστη (δεν χρειάζεται καν να κατέχει οικονομική αντίληψη). Με τη μελέτη τους οι συγγραφείς θέλουν να προκαλέσουν την ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών στις φορολογικές πολιτικές παγκοσμίως. «Η επιλογή βρίσκεται στα χέρια μας», επισημαίνουν.
Ακόμη μία αριστερή ουτοπία, θα σκεφτεί κανείς δικαιολογημένα. Ωστόσο, οι Σαέζ και Ζουκμάν, έχουν καταστρώσει το σχέδιο της συμμετοχικότητας, στο οποίο εγκαλούν την παγκόσμια κοινωνία.
Διότι ποιος αποφασίζει αν οι δισεκατομμυριούχοι πρέπει να καταβάλλουν το 23% του εισοδήματός τους σε φόρους όπως συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ ή κάτι πλησιέστερο στο 50% όπως συνέβαινε το 1950;
Ποιος αποφασίζει αν οι εταιρείες πρέπει να φορολογούνται με 52% όπως το 1960 ή με 21% όπως μετά το 2018;
«Δεν είναι ερωτήματα για οικονομολόγους. Είναι ερωτήματα για όλους τους πολίτες, οι οποίοι και θα πρέπει να δώσουν τις κατάλληλες απαντήσεις, μέσω της δημοκρατικής διαβούλευσης και της ψήφου τους. Οι οικονομολόγοι μπορούν απλώς να βοηθήσουν συγκεντρώνοντας τις πληροφορίες εκείνες που είναι ζωτικής σημασίας για μια διακυβέρνηση “του λαού, από τον λαό και για τον λαό”», όπως είχε διαλαλήσει ο Αβραάμ Λίνκολν στο Γκέτισμπεργκ το 1863.
Οι συγγραφείς ίδρυσαν λοιπόν τον διαδικτυακό οργανισμό taxjusticenow.org (φορολογική δικαιοσύνη τώρα).
Παρέχει πραγματικές απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα. Με έναν προσομοιωτή που συμπεριλαμβάνει τους φόρους σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνσησης.
Με αυτούς τους προσομοιωτές μπορεί κανείς να κατανοήσει πώς τον επηρεάζουν οι διαφορετικές καταονομές των φόρων. Επιτρέπουν σε διαμορφωτές πολιτικής, ακτιβιστές και πολίτες ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις μεταβολών επί του εισοδήματος και επί του πλούτου κάθε κοινωνικής ομάδας καθώς και την εξέλιξη της δυναμικής των ανισοτήτων.
Λειτουργεί ως εργαλείο ώστε ο κάθε πολίτης να κατανοήσει τις μεταρρυθμίσεις και τις επιπτώσεις τους στην ευρύτερη κοινωνία. Θα αρκούσε μια αύξηση του ανώτατου οριακού συντελεστή επί του εισοδήματος στο 70% ώστε οι δισεκατομμυριούχοι να αρχίσουν να συμβάλλουν στο δημόσιο ταμείο; Τι θα συνέβαινε αν αυξάναμε τον φορολογικό συντελεστή των εταιρειών στο 30%;
Πώς θα μπορούσε αυτό να μειώσει τους φόρους της μεσαίας τάξης;
Προσομοιωτές φορολογικής πολιτικής υπάρχουν ήδη στο υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, στο Κονγκρέσο, σε Δεξαμενές Σκέψης, σε οικονομικά ή πολιτικά ινστιτούτα. Στα οποία όμως δεν έχουν πάντα πρόσβαση οι δημοσιογράφοι και το ευρύτερο εκλογικό σώμα.
Διαφάνεια σημαίνει δημοκρατία.
Αυτό σημαίνει ότι είμαι ξύπνιος
Το βιβλίο ανοίγει με το θρίλερ της προεκλογικής τηλεοπτικής αναμέτρησης ανάμεσα στον Τραμπ και στην Κλίντον. Η Χίλαρι έμοιαζε να έχει το προβάδισμα απαντώντας με ψυχραιμία, νηφαλιότητα και μετριοπάθεια εν αντιθέσει με τον Τραμπ που τη διέκοπτε συνέχεια και έμφανιζόταν εκτός ελέγχου.
Μέχρι που η συζήτηση έφτασε στα φορολογικά. Εκείνη διαπίστωσε ότι οι μόνες φορολογικές δηλώσεις του που έχει δει ποτέ κανείς ήταν την εποχή που προσπαθούσε να αποκτήσει άδεια καζίνο και έδειχναν ότι δεν έχει πληρώσει ποτέ ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος.
Εκείνος απάντησε: «αυτό αποδεικνύει ότι είμαι ξύπνιος».
Έτσι κέρδισε τις εκλογές όμως. Επρόκειτο για μία ευφυή πολιτική απάντηση μέσα στον απαράδεκτο παραλογισμό της. Το γεγονός ότι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της χώρας μπορούσε να μην πληρώνει φόρους σήμαινε ότι το κατεστημένο της Ουάσινγκτον είχε διαψεύσει τις προσδοκίες της χώρας. Ο φορολογικός κώδικας ήταν στημένη υπόθεση.
Κατά την άποψη του Τραμπ ο καπιταλισμός τιθασεύει την ανθρώπινη απληστία θέτοντάς τη στην υπηρεσία του κοινού καλού. Οι φόροι αποτελούν εμπόδιο.
Ωστόσο, σύμφωμνα με τους συγγραφείς, «η αδυσώπητη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος αντιβαίνει στους κανόνες της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας οι οποίοι βρίσκονται στον πυρήνα κάθε ευημερούσας κοινωνίας».
Και κάτι παραπάνω: «Ο ίδιος ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα αν δεν υπήρχε η υποδομή που συνδέει τους ουρανοξύστες του με την υπόλοιπη υφήλιο, αν δεν υπήρχαν οι υπόνομοι που απομακρύνουν τα απόβλητά τους, αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι που δίδαξαν τους δικηγόρους του ανάγνωση, οι γιατροί και το προσωπικό δημόσιων ερευνητικών κέντρων που τον βοηθούν να παραμείνει υγιής -για να μην αναφερθούμε στους νόμους και τα δικαστήρια που προστατεύουν την ιδιοκτησία του».
Και καταλήγουν: «Εκείνο που επιτρέπει στις κοινότητες των ανθρώπων να ευημερούν δεν είναι η άνευ ορίων ελευθερία, αλλά η συνεργασία και η συλλογική δράση. Χωρίς φόρους, όμως, δεν υπάρχει συνεργασία, δεν υπάρχει ευημερία, ούτε κοινό πεπρωμένο -δεν υπάρχει καν χώρα που να έχει ανάγκη από Πρόεδρο».
Ο Γκαμπριέλ Ζουκμάν και ο Εμανουέλ Σαέζ υπήρξαν εμπνευστές της πρότασης για τη φορολογία πλούτου (wealth tax), που υιοθέτησαν οι Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν. Θα ανάγκαζε τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη να πληρώνουν φόρους για όλα όσα διαθέτουν ώστε τα λεφτά τους να πηγαίνουν σε δημόσια αγαθά -υγεία και εκπαίδευση.
Σήμερα διδάσκουν οι δύο οικονομολόγοι διδάσκουν κορυφαίο πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια.
Το 2019 ο τότε 33χρονος Ζουκμάν ήταν υποψήφιος για θέση μόνιμου καθηγητή στην περίφημη Σχολή Διακυβέρνησης Κένεντι του Χάρβαρντ (Kennedy School of Government).
O πρόεδρος του Χάρβαρντ όμως δεν ήθελε να επικυρώσει τις πολιτικές του απόψεις και η υποψηφιότητά του δεν προχώρησε. Όπως ούτε οι Σάντερς και Γουόρεν.
Ο αμερικανικός λαός δεν επικύρωσε τόσο αριστερές θέσεις. Όλος ο πλανήτης τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς προς την αντίθετη κατεύθυνση.