Ως βιώσιμο θεωρείται το ελληνικό χρέος, σύμφωνα με νέα έρευνα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ESM, την οποία ανέλαβε ο επικεφαλής οικονομολόγος του οργανισμού Ρολφ Στρος.

Στην έρευνα τονίζεται πως η Ελλάδα θα πρέπει να ανακτήσει τη δημοσιονομική της θέση και να δημιουργήσει εκ νέου δημοσιονομικά αποθέματα, ωστόσο θεωρεί πως κύρια προτεραιότητα της χώρας αποτελεί «η κρατική υποστήριξη για την καταπολέμηση των συνεπειών της πανδημίας».

«Αν και η οικονομική επιβάρυνση της τρέχουσας πανδημίας έχει αυξήσει τα επίπεδα του χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν είμαστε μπροστά σε μία ακόμα κρίση χρέους. Οι προσπάθειες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορούν να διασφαλίσουν την τρέχουσα διατηρησιμότητα του χρέους της Ελλάδας παρά τις υπόλοιπες, μακροπρόθεσμες προκλήσεις», σημειώνει ο οικονομολόγος του ESM.

Ωστόσο ο ίδιος προειδοποιεί ότι «τα μέτρα στήριξης πρέπει να παραμείνουν προσωρινά για να αποφευχθεί η μόνιμη δημοσιονομική πίεση και μπορούν να καταργηθούν ή να προσαρμοστούν καθώς η ανάκαμψη κερδίζει ορμή».

Ο κ. Στρος εστιάζει και στον βασικό φόβο των αγορών, αλλά και των κρατών, που δεν είναι άλλος από την επόμενη ημέρα της απόσυρσης των μέτρων στήριξης της ΕΚΤ που θα σηματοδοτήσει την αύξηση των επιτοκίων.

«Μόλις η ΕΚΤ προσαρμόσει τη νομισματική της πολιτική και η αγορά περιουσιακών στοιχείων είναι λιγότερο διαθέσιμη για την επιβολή μιας καλοήθους ισορροπίας στην αγορά, ο κίνδυνος χώρας θα παίξει ξανά μεγαλύτερο ρόλο στο κόστος χρηματοδότησης. Τα επιτόκια θα αυξηθούν από τα τρέχοντα επίπεδα», προειδοποιεί. Τονίζει ακόμη ότι «μόλις ξεκινήσει η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στον δημοσιονομικό στόχο που συμφωνήθηκε με τους εταίρους της ζώνης του ευρώ, εφόσον οι δημοσιονομικές προσαρμογές δεν μονιμοποιούν τις οικονομικές ουλές της πανδημίας».

«Ο μακροπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος της Ελλάδας για μια ισχυρή δημοσιονομική θέση σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θα δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό απόθεμα που θα αποτρέψει τη χώρα από το να πέσει σε περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια μελλοντικών κρίσεων και συνεπειών της αγοράς. Αυτό το περιθώριο θα κερδίσει την Ελλάδα σημαντική εμπιστοσύνη στις αγορές», αναφέρει ο Ρόλφ Στρος.

Καταγράφει ακόμα ότι «η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες, αντιμετωπίζει μακροχρόνια γήρανση του πληθυσμού που αυξάνει την επείγουσα ανάγκη για αύξηση της παραγωγικότητας και ενθάρρυνση των επενδύσεων, καθώς αυτές οι προκλήσεις θα περιορίσουν τη μελλοντική συμβολή στην ανάπτυξη. Η κλιματική αλλαγή ενέχει άλλους μελλοντικούς κινδύνους», σημειώνει. Επιπλέον αναφέρει ότι «οι επιχορηγήσεις ύψους 18,2 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα λάβει η Ελλάδα ως μέρος της διευκόλυνσης ανάκαμψης και ανθεκτικότητας σε συνδυασμό με την εθνική στρατηγική ανάπτυξης θα βοηθήσουν σημαντικά την ανάκαμψη».

«Ενώ η Ελλάδα θα διοχετεύσει τα κονδύλια της ΕΕ στην οικονομία της, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Ανάπτυξης θα ενισχύσουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Όπως εξηγεί, «οι νέες μορφές ευρωπαϊκής αλληλεγγύης ωφελούν επίσης τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους». Και αναλύει: Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο ΕSM ήταν ο κύριος φορέας στήριξης χωρών που έχασαν την πρόσβαση στην αγορά με βιώσιμο κόστος. Τώρα, η ΕΕ έχει προσθέσει ένα άλλο επίπεδο βοήθειας για την καταπολέμηση της τρέχουσας κρίσης με ένα πρώτο πακέτο 540 δισεκατομμυρίων ευρώ για να βοηθήσει τις χώρες, τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους”, υπενθυμίζει.

Υπενθυμίζει ότι «η Ελλάδα εφήρμοσε το σύστημα στήριξης της απασχόλησης και συμμετείχε στο σύστημα εγγυήσεων για τις επιχειρήσεις». Επιπλέον, οι ηγέτες της ΕΕ συμφώνησαν με το πακέτο Next Generation EU των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ για την προώθηση επενδύσεων, βιώσιμης ανάπτυξης και ψηφιοποίησης. Η Ελλάδα θα λάβει μεγάλο μέρος αυτού του πακέτου, που ισοδυναμεί με περίπου 17,8% του ΑΕΠ της.

Η Ελλάδα έχει διανύσει πολύ δρόμο στη δεκαετία που ακολούθησε την κρίση του δημόσιου χρέους, αποκαθιστώντας τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ανακτήνοντας την εμπιστοσύνη της αγοράς, ενισχύοντας τον τραπεζικό τομέα και βελτιώνοντας την οικονομική της ανταγωνιστικότητα. Αν και η οικονομική επιβάρυνση της τρέχουσας πανδημίας έχει αυξήσει τα επίπεδα του χρέους και τους μακροπρόθεσμους κινδύνους, δεν περνάμε άλλη κρίση χρέους. Οι προσπάθειες της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μπορούν να διασφαλίσουν την τρέχουσα διατηρησιμότητα του χρέους της Ελλάδας παρά τις υπόλοιπες, μακροπρόθεσμες προκλήσεις.

«Η δομή του ελληνικού χρέους έχει βελτιωθεί πολύ. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους ESM και στον προκάτοχό του, στους πολύ ευνοϊκούς όρους δανεισμού του EFSF και στις ασκήσεις διαχείρισης ευθύνης στο πλαίσιο του προγράμματος ESM. Ο ΕSM κατέχει περίπου το 55% του δημόσιου χρέους της Ελλάδας και η σταθμισμένη εναπομένουσα διάρκεια των δανείων του ESM/EFSF είναι 31 χρόνια – πολύ μεγαλύτερη από αυτή του υπόλοιπου χρέους. Λόγω του χαμηλού επιτοκίου για αυτά τα δάνεια – χάρη στο χαμηλό, χρηματοδοτούμενο από την αξιολόγηση «AAA» κόστος χρηματοδότησης (του ESM) κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου – το ετήσιο κόστος της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση αυτών των δανείων είναι χαμηλότερο από το αναμενόμενο για το συνολικό επίπεδο του χρέους της», υπενθυμίζει.

«Η γενική μείωση των επιτοκίων και η συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου έχει μειώσει το πραγματικό επιτόκιο του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης από 7,3% το 2000 σε περίπου 1,5% το 2020. Η Ελλάδα κλειδώνει τα τρέχοντα χαμηλά επιτόκια επεκτείνοντας περαιτέρω τη διάρκεια της έκδοσής της και μέσω ανταλλαγής επιτοκίων», σημειώνει ο κ. Στρος στην έρευνα του ESM.

Διαβάστε επίσης:

Λαγκάρντ: Η ευρωπαϊκή οικονομία στηρίζεται σε δύο πατερίτσες

Πλειστηριασμοί και μορατόρια κυρίαρχα στην ατζέντα των servicers με τους θεσμούς

Νέα «βόμβα» ΔΝΤ: «Θα έρθει σίγουρα και νέα κρίση χρέους»