Οποιαδήποτε συζήτηση για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια στροφή σε εξωστρεφείς παραγωγικές δραστηριότητες.

Οι κλάδοι της οικονομίας που βασίζονται στην καινοτομία δημιουργούν -στις περισσότερες περιπτώσεις- μεγάλη προστιθέμενη αξία, καθώς δημιουργούν προϊόντα και υπηρεσίες που είναι κατά κανόνα εξαγώγιμα, και προσφέρουν πολλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Η χώρα μας, ωστόσο, διαχρονικά δεν τα πηγαίνει καλά σε αυτόν τον τομέα.

Πέντε χρόνια μετά από την πρώτη έρευνα της διαΝΕΟσις για το θέμα, επανερχόμαστε δημοσιεύοντας μια νέα εκτενέστατη, αναλυτική μελέτη για την έρευνα και την καινοτομία στη χώρα μας που εκπόνησε μια ομάδα ερευνητών υπό τον συντονισμό του Καθηγητή του ΕΜΠ Γιάννη Καλόγηρου και του Αναπλ. Καθηγητή του ΕΜΠ Άγγελου Τσακανίκα. Παράλληλα, τέσσερις από τους ερευνητές ετοίμασαν και ένα συντομότερο κείμενο πολιτικής για την προσαρμογή του ελληνικού συστήματος καινοτομίας στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει η πανδημία.

Η μελέτη αναλύει τα σημερινά δεδομένα, με όλες τις αλλαγές που μεσολάβησαν και καταγράφει και μια σειρά από συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για όσα απομένουν, ακόμα, να γίνουν πράξη.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη (PDF)

Διαβάστε μια σύνοψη της μελέτης (HTML)

Διαβάστε μια σύνοψη των βασικών σημείων (PDF)

Παρακάτω θα δούμε συνοπτικά τα βασικά στοιχεία της μελέτης, όπως τα περιγράφουν οι ερευνητές.

Οι ερευνητές στη μελέτη τους περιγράφουν τέσσερις πυλώνες που, όλοι μαζί, συνθέτουν ένα πλέγμα καινοτομίας σε μια οικονομία. Περιλαμβάνουν την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη (το γνωστό R&D) που παράγει καινοτομία, την οικοδόμηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων γι’ αυτό τον σκοπό, τους μηχανισμούς ανάπτυξης, διάχυσης και απορρόφησης των καινοτομιών και, τέλος, την επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης, που μετατρέπει την καινοτομία σε προϊόντα, διαδικασίες και υπηρεσίες. Όλοι αυτοί οι πυλώνες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με διάφορους τρόπους και μέσω διαφόρων “μεσαζόντων”.

Το “σύστημα καινοτομίας” μιας χώρας, παρεμπιπτόντως, περιλαμβάνει όλους τους φορείς (ερευνητικούς οργανισμούς, Πανεπιστήμια, επιχειρήσεις) και το ρυθμιστικό πλαίσιο που ορίζει τους κανόνες της παραγωγής καινοτομίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, το σύστημα καινοτομίας περιλαμβάνει κυρίως τρεις πυλώνες:

  • τις επιχειρήσεις (μεγάλες, ώριμες μικρομεσαίες, και καινοτόμα start-ups),
  • το εκπαιδευτικό σύστημα (ερευνητικοί φορείς, πανεπιστήμια, φορείς κατάρτισης) και
  • το πολιτικό-διοικητικό σύστημα (κυβέρνηση, κρατικοί φορείς κλπ.).

Αυτοί οι τρεις πυλώνες συνεργάζονται και αλληλοεπηρεάζονται με διάφορους τρόπους (και διάφορους μεσάζοντες, από θερμοκοιτίδες μέχρι φορείς χρηματοδότησης) που, όλοι μαζί, παρουσιάζονται στην έρευνα. Συνοπτικά το όλο πλέγμα αλληλεπιδράσεων και συσχετισμών μπορείτε να το δείτε αναλυτικά στο παρακάτω σχήμα. Είναι περίπλοκο.

Αυτό το σύστημα έχει οδηγήσει σε κάποιες μεγάλες επιτυχίες, για τις οποίες συχνά διαβάζετε στις εφημερίδες.

– Η εταιρεία Think Silicon από το επιστημονικό πάρκο των Πατρών, για παράδειγμα, η οποία σχεδιάζει επεξεργαστές γραφικών χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης για φορητές συσκευές, πουλήθηκε το 2020 στον αμερικανικό κολοσσό Applied Materials.

– H ResQ Biotech, μια άλλη νέα και δραστήρια επιχείρηση, που έγινε spin-off από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και ασχολείται με την ανάπτυξη φαρμάκων κατά ασθενειών που προκαλούνται από προβληματική αναδίπλωση και συσσωμάτωση πρωτεϊνών (νόσος Alzheimer, καρκίνοι κ.ά.) ήταν μία από τις 44 παγκοσμίως που τιμήθηκαν με το Spinoff Prize 2020 του Nature Research (που εκδίδει το γνωστό επιστημονικό περιοδικό) και την Merck.

Ωστόσο, όσο αξιοθαύμαστες κι αν είναι, τέτοιες περιπτώσεις παραμένουν λίγες. Στο ελληνικό σύστημα καινοτομίας, βεβαίως, δεν είναι όλα ζοφερά και δυσκίνητα. Πρώτα απ’ όλα -και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό- φαίνεται πως σε αυτή τη χρονική συγκυρία, όσον αφορά την έρευνα και την καινοτομία, λεφτά υπάρχουν.

Δύο εργαλεία είναι διαθέσιμα για να προωθηθεί η αύξηση των δαπανών σε R&D σε μια χώρα:

– η άμεση χρηματοδότηση ερευνητικών έργων από κρατικούς πόρους, και
– τα κίνητρα για επιχειρήσεις ώστε να επενδύσουν σε R&D.

Στη χώρα μας γίνονται προσπάθειες και προς τις δύο κατευθύνσεις:

– Το 2019 το κράτος δαπάνησε σχεδόν €1 δισ. για δράσεις έρευνας και καινοτομίας στη χώρα.

– Το πρόγραμμα “Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ” του ΕΣΠΑ το 2018 χρηματοδότησε με €388 εκατ. 606 ερευνητικά έργα και συνεργασίες μεταξύ Πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων.

– Το ΕΛΙΔΕΚ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας) χρηματοδοτεί ερευνητές με καθαρά ερευνητικά κριτήρια και διαχειρίζεται περίπου €240 εκατ. (από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και, κυρίως, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) για μια τριετία.

– Το Equifund, ένα μεγάλο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό εργαλείο που στη χώρα μας ξεκίνησε με €260 εκατ. και μπορεί να “σηκώσει” σε συνεργασία με ιδιώτες και τράπεζες έως και €1 δισ., στοχεύει στη χρηματοδότηση ελληνικών επιχειρήσεων μέσω 6 νέων venture funds (που χρηματοδοτούν αποκλειστικά start-ups) και 3 funds που επενδύουν σε πιο ώριμες επιχειρήσεις, τα οποία δημιουργήθηκαν ακριβώς με αυτό τον σκοπό.

– Το ΕΣΠΑ, φυσικά, περιλαμβάνει κι άλλα προγράμματα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για την ψηφιακή αναβάθμιση επιχειρήσεων και τη δημιουργία cluster ενώ,

– Το γιγάντιο πρόγραμμα “Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα, Καινοτομία” (σύντομα: ΕΠΑνΕΚ) ύψους σχεδόν €5 δισ. (τα 3,84 δισ. από αυτά είναι ευρωπαϊκά χρήματα).

– Βεβαίως, υπάρχουν μια πληθώρα άλλα μικρά ή μεγάλα επενδυτικά εργαλεία (απαριθμούνται αναλυτικά στη μελέτη, σ. 190-191) από άλλες ιδιωτικές ή μη πηγές, από προγράμματα τραπεζών, βραβεία και διαγωνισμούς καινοτομίας, μεμονωμένους “angel investors” και πολλά άλλα.

Ταυτόχρονα, Έλληνες επιστήμονες διαχρονικά διεκδικούν και κερδίζουν πολλά και μεγάλα ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα της Ε.Ε.

Τα τελευταία 36 χρόνια η χώρα μας βρίσκεται σταθερά στην πρώτη δεκάδα της Ε.Ε. ως προς τη συμμετοχή της σε τέτοια προγράμματα:

77.000 ερευνητικοί οργανισμοί από όλη την Ευρώπη συμμετείχαν σε προγράμματα του πιο πρόσφατου Horizon 2020, συνολικού προϋπολογισμού 80 δισ. Από όλους αυτούς, επτά ελληνικοί βρίσκονται στο Top-100 των πιο δικτυωμένων και δραστήριων.

Το ΕΜΠ, που έχει συμμετάσχει σε 1.263 τέτοια προγράμματα τα τελευταία 36 χρόνια, είναι στην 7η θέση. Το πανεπιστήμιο Imperial του Λονδίνου είναι στην 9η. Το Πολυτεχνείο του Μιλάνου στην 15η. Το ερευνητικό τμήμα της γερμανικής Siemens στη 19η.

Σήμερα, ελλείψει εναλλακτικών επιλογών χρηματοδότησης, πάνω από το 10% των συνολικών δαπανών για R&D κάθε χρόνο στη χώρα μας προέρχεται από τέτοια ευρωπαϊκά προγράμματα.

Με αυτό τον τρόπο, οι δημόσιες δαπάνες για R&D, που διαχρονικά ήταν πολύ χαμηλές στη χώρα μας, πλέον πλησιάζουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (0,68% του ΑΕΠ το 2019 έναντι 0,70% στην Ε.Ε.).

Ταυτόχρονα, όμως, οι δαπάνες για R&D από τον ιδιωτικό τομέα είναι πολύ χαμηλές (0,59% του ΑΕΠ, έναντι 1,42% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε.). Σε έρευνα των ΣΕΒ/ΙΟΒΕ που έγινε σε 2.000 επιχειρήσεις το 2011-2013, μόλις μία στις επτά δήλωναν ότι έχουν κάποιας μορφής συνεργασία με πανεπιστήμιο ή ερευνητικό κέντρο. Οι συνολικές δαπάνες για R&D στη χώρα μας ήταν 2,34 δισ. ευρώ για το 2019, δηλαδή 1,27% του ΑΕΠ, έναντι 2,14% στην Ε.Ε. Χώρες με παρόμοιο πληθυσμό όπως το Βέλγιο ή η Αυστρία δαπανούν πενταπλάσια ποσά (13,8 και 12,7 δισ. αντίστοιχα για το 2019).

Παράλληλα, οι Έλληνες ερευνητές μπορεί να παράγουν πολλές και πολύ υψηλού επιπέδου επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά η έρευνά τους οδηγεί σε ελάχιστες πατέντες. Στην Ελλάδα κατατίθενται μόνο 8,38 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά εκατ. κατοίκους, την ώρα που μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 106,84.

Το ελληνικό σύστημα παραγωγής έρευνας, εξάλλου, είναι εξαιρετικά κλειστό και εσωστρεφές. Ελάχιστοι ξένοι ερευνητές έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα (μόλις το 1,4% των υποψήφιων διδακτόρων είναι από χώρες του εξωτερικού, έναντι 21,4% στην Ε.Ε.). Η αντίθετη πορεία, δε, είναι πολύ πιο συνηθισμένη. Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι που εργάζονται στο R&D στην Ελλάδα υπολογίζονται μόνο σε περίπου 55.000, την ώρα που στο Βέλγιο και την Αυστρία απασχολούνται σχεδόν διπλάσιοι.

Στο θέμα της οικοδόμησης δεξιοτήτων γενικότερα τα πράγματα δεν είναι θετικά:

– Η Ελλάδα παραδοσιακά δαπανά πολύ λίγα χρήματα για την εκπαίδευση (3,9% του ΑΕΠ, έναντι 4,6% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος). Ως εκ τούτου, και ως προς τον τεχνολογικό αλφαβητισμό η χώρα είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

– Το 22% των Ελλήνων δεν έχουν χρησιμοποιήσει καθόλου το διαδίκτυο τους τελευταίους 3 μήνες -το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.

– Αν και η χώρα έχει πολλούς αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι περισσότεροι είναι εκπαιδευμένοι σε τομείς που δεν χρειάζεται η αγορά εργασίας.

– Το ποσοστό των Ελλήνων αποφοίτων που εργάζονται σε θέσεις εργασίας που δεν χρειάζονται πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε. (43,3% έναντι 26% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Από την άλλη, έρευνα του ΣΕΒ το 2019 έδειξε ότι το 36% των επιχειρήσεων δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας, ενώ ένα 46% δηλώνουν ότι το προσωπικό τους δεν έχει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για τη θέση εργασίας τους.

– Μέρος του προβλήματος είναι το brain drain (σχεδόν μισό εκατομμύριο πολίτες έφυγαν τη δεκαετία 2008-2017)

– ελάχιστες επιχειρήσεις επενδύουν στην επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων τους. Το 2015 μόνο το 21,7% προσέφεραν τέτοια προγράμματα, και μόνο το 18,5% των εργαζόμενων τα αξιοποιούσαν. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. είναι 72,6% και 40,8%.

Και υπάρχουν κι άλλα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που λειτουργούν οι ελληνικές επιχειρήσεις:

– Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας συστήνονται περισσότερες εταιρείες από όσες κλείνουν -και μάλιστα το ισοζύγιο αυξάνεται ολοένα. Μόνο το 2020 συστάθηκαν 23.109 περισσότερες επιχειρήσεις από όσες έκλεισαν.

– Ωστόσο, οι Έλληνες επιχειρηματίες ανοίγουν επιχειρήσεις κυρίως επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή, και όχι επειδή θέλουν να αξιοποιήσουν μια επιχειρηματική ιδέα για να αυξήσουν το εισόδημα τους.

– Οι περισσότερες νέες επιχειρήσεις που ανοίγουν είναι πολύ μικρές. Το 43% αυτών των νέων επιχειρήσεων που άνοιξαν το 2020 ήταν ατομικές.

– Τα προβλήματα της έρευνας και της καινοτομίας στην επιχειρηματικότητα συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα προβλήματα της ελληνικής επιχειρηματικότητας εν γένει. Η ραχοκοκαλιά του επιχειρηματικού ιστού της χώρας είναι οι μικροεπιχειρήσεις, αυτές που απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους. Το 97,4% είναι τέτοιες επιχειρήσεις. Ακόμα και οι start-ups στη χώρα μας σύμφωνα με το EU Startup Monitor του 2018, απασχολούν κατά μέσο όρο 9 άτομα, έναντι 12,6 που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.

Ως εκ τούτου, μολονότι υπάρχει ένας μικρός πυρήνας δυναμικών εξωστρεφών και καινοτόμων επιχειρήσεων, όπως γράφουν οι ερευνητές, οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις “προμηθεύονται και χρησιμοποιούν την τεχνολογία ως ‘έτοιμο εμπόρευμα’ και δεν επενδύουν στην ανάπτυξη και απορρόφηση τεχνογνωσίας μέσω R&D, τεχνολογικών συμμαχιών και αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων”.

Ακολουθούν μερικά ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία:

– Το 62% των δαπανών για “καινοτομικές δραστηριότητες” από τις ελληνικές επιχειρήσεις αφορά την αγορά μηχανημάτων και εξοπλισμού.

– Μόνο μία στις τέσσερις επιχειρήσεις έχουν τμήμα R&D (στις μεγάλες επιχειρήσεις, άνω των 250 υπαλλήλων, το ποσοστό φτάνει το 40%).

– Μόνο το 59% των ελληνικών επιχειρήσεων είχαν website το 2019 (έναντι 78% στην Ε.Ε.) ενώ το ίδιο έτος (προ πανδημίας, δηλαδή) το ηλεκτρονικό εμπόριο αντιπροσώπευε μόλις το 4% του κύκλου εργασιών των ελληνικών επιχειρήσεων (έναντι 18% στην Ε.Ε.).

– Στο Global Innovation Index, στο δείκτη συνεργασίας ανάμεσα σε επιχειρήσεις και πανεπιστήμια, η χώρα μας καταλαμβάνει την 119η θέση ανάμεσα σε 131 χώρες. Στον ίδιο δείκτη, είμαστε στην 118η θέση ως προς την ανάπτυξη clusters επιχειρήσεων.

– Αν και τα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα διατηρούν επαφές με ξένα ερευνητικά δίκτυα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν συμμετέχουν σχεδόν καθόλου σε διεθνείς αλυσίδες αξίας, κυρίως εξαιτίας του μικρού τους μεγέθους.

– Επιπλέον, ελάχιστες επιχειρήσεις δημιουργούνται ως spin-offs από πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, ενώ ακόμα και οι επιχειρήσεις που δημιουργούνται από ανθρώπινο δυναμικό υψηλής κατάρτισης έχουν κατά κανόνα χαμηλό επίπεδο εξωστρέφειας και τεχνολογικής και καινοτομικής έντασης. Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, βεβαίως, και σε γενικότερες σε διαχρονικές στρεβλώσεις της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, από την νομική πολυπλοκότητα του επιχειρείν (είμαστε 5η ανάμεσα σε 77 χώρες στο Global Business Complexity Index του 2020) μέχρι τη γενικότερη κουλτούρα αποφυγής ρίσκου και αντίληψης της αποτυχίας ως στίγμα.

– Ελάχιστες ελληνικές επιχειρήσεις είναι εξωστρεφείς (μόνο 273 κάνουν το 50% όλων των ελληνικών εξαγωγών).

– Στο θέμα των επενδύσεων από κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών όπου, όπως είπαμε παραπάνω, έχει υπάρξει θεαματική βελτίωση τα τελευταία χρόνια, η χώρα μας είναι ακόμα στην έκτη θέση από το τέλος ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε.

Οι λύσεις

Τα παραπάνω προβλήματα, ειδικά στις χρόνιες στρεβλώσεις της επιχειρηματικότητας και στις δυσκολίες διασύνδεσης Πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων, μοιάζουν πολύ μεγάλα και σοβαρά. Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά ακόμα απομένουν πάρα πολλά που πρέπει να γίνουν. Οι ερευνητές περιγράφουν αναλυτικά ένα πλέγμα από δράσεις και μεταρρυθμίσεις στο 10ο κεφάλαιο της μελέτης τους. Συνοπτικά και εντελώς ενδεικτικά, θα αναφέρουμε μερικές από αυτές παρακάτω.

Πώς θα μπορούσε η χώρα μας να οδηγήσει το παραγωγικό της μοντέλο προς αυτή την κατεύθυνση;

–> Καθιέρωση ενός μόνιμου εθνικού προγράμματος έρευνας με χρηματοδότηση συμπληρωματική των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και στρατηγική στόχευση. Απαραίτητη, δε, είναι μια σταδιακή, σταθερή αύξηση της χρηματοδότησης Πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων για την πραγματοποίηση ερευνητικής δραστηριότητας.

–> Ενίσχυση/ανανέωση του ερευνητικού δυναμικού των Πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων και δράσεις για να εξασφαλιστεί περισσότερη ευελιξία για το ερευνητικό προσωπικό τους, ώστε να μπορούν να συνεργαστούν με τον ιδιωτικό τομέα.

–> Κίνητρα (όπως ο συνυπολογισμός της ερευνητικής συνεργασίας με εταιρείες και της κατοχύρωσης και αξιοποίησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και της δημιουργίας spin-offs στην αξιολόγηση της εξέλιξης των μελών ΔΕΠ) και άρση του ασυμβίβαστου που ισχύει σήμερα θεωρούνται μέτρα απαραίτητα.

–> Αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) των Πανεπιστημίων με απλοποιημένες διαδικασίες για τη διευκόλυνση της χρηματοδότησης ερευνητικών προσπαθειών. Σήμερα οι γραφειοκρατικές διαδικασίες σε κάποιες περιπτώσεις καθιστούν αδύνατη την αμοιβή κάποιων κατηγοριών καθηγητών για έρευνα μέσω των ΕΛΚΕ.

–> Υποστήριξη δράσεων όπως το πρόγραμμα “Ερευνώ-Δημιουργώ-Καινοτομώ” που αναφέρθηκε νωρίτερα, καθώς και φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση του R&D στις επιχειρήσεις. Μια αρχή έχει γίνει. Το 2020 το ποσό επενδύσεων σε R&D που απαλλάσσεται από φορολογία αυξήθηκε από 30% σε 100%.

–> Βελτίωση του τρόπου που λειτουργούν οι δημόσιες προμήθειες -ακόμα και όταν πρόκειται για προμήθειες στις οποίες η καινοτομία δεν αποτελεί το βασικό ζητούμενο. Αν οι προδιαγραφές των έργων που αναθέτει το δημόσιο προάγουν την ανάπτυξη καινοτομίας από τους παρόχους (αντί να ζητούν -ενίοτε φωτογραφικά- έτοιμες λύσεις), τότε θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους προμηθευτές να αναπτύξουν νέες, καινοτόμες λύσεις.

–> Προώθηση της χρήσης ανοιχτών προτύπων και ανοιχτών δεδομένων από τον δημόσιο αλλά και από τον ιδιωτικό τομέα, φορολογικά και άλλα κίνητρα για την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και υποστήριξη της νέας Ακαδημίας του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ).

–> Η ριζική αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε όλες τις βαθμίδες είναι επίσης ένα ζητούμενο, και στη δευτεροβάθμια, και στα πανεπιστήμια, και στην τεχνική εκπαίδευση. Η συνεργασία με επιχειρήσεις/βιομηχανία στο πλαίσιο των προγραμμάτων σπουδών, η θεσμοθέτηση πρακτικής άσκησης σε επιχειρήσεις, επισκέψεις γνωριμίας φοιτητών σε επιχειρήσεις, όλα αυτά είναι απαραίτητα βήματα. Τα Πανεπιστήμια πρέπει να αποκτήσουν Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας (το ΑΠΘ είναι το μόνο που έχει μέχρι τώρα -το ΕΜΠ σχεδιάζει αυτή την εποχή το δικό του) τα οποία διαμεσολαβούν σε συνεργασίες ερευνητών με επιχειρήσεις και βιομηχανίες, προσφέροντας υπηρεσίες εκατέρωθεν.

Κάποιες καλές πρακτικές που λειτουργούν ήδη και θα έπρεπε να λειτουργούν σε μεγαλύτερη κλίμακα περιλαμβάνουν:

Τη δημιουργία πλατφορμών τεχνολογίας που συνδέουν ερευνητικά κέντρα, Πανεπιστήμια και επιχειρήσεις -μια παρόμοια είναι η ευρωπαϊκή τεχνολογική πλατφόρμα “Food for Life” στην οποία συμμετέχουν και ελληνικοί φορείς του κλάδου των τροφίμων.

Περισσότερες θερμοκοιτίδες επιχειρήσεων στα Πανεπιστήμια, όπως η Μονάδα Καινοτομίας και επιχειρηματικότητας στο ΕΜΠ, η θερμοκοιτίδα ΕΠΙ.νοώ στο ΕΠΙΣΕΥ/ΕΜΠ ή η Μονάδα ACEin στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Περισσότερα και καλύτερα οργανωμένα Τεχνολογικά Πάρκα, όπως το ΤΕΠΑ “Λεύκιππος” (του ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος”), και άλλα αντίστοιχα στο Λαύριο, την Πάτρα, την Κρήτη, τη Θεσσαλία και αλλού.
Προγράμματα Βιομηχανικών Διδακτορικών όπως το πρόγραμμα του ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος” σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το UPatras IQ του Πανεπιστημίου Πατρών. Το δεύτερο θα υποστηρίζει τετραετή διδακτορικά βιομηχανικού προσανατολισμού, τα οποία θα χρηματοδοτούνται από το πανεπιστήμιο και μια συνεργαζόμενη επιχείρηση. Η επιχείρηση θα είναι και ο τελικός αποδέκτης της εφαρμοσμένης επιστημονικής λύσης που θα είναι το αντικείμενο του συγκεκριμένου διδακτορικού (τα πνευματικά δικαιώματα θα παραμένουν στον υποψήφιο διδάκτορα).

–> Μια σειρά από παρεμβάσεις που αφορούν γενικότερα την επιχειρηματικότητα, όπως η σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος, η μείωση της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας στη δημόσια διοίκηση, η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης με έμφαση σε παραγωγικούς, εξωστρεφείς και δυναμικούς τομείς και πολλά άλλα είναι επίσης απαραίτητες.

Όλα αυτά, και όσα αναλύονται διεξοδικά στο κεφάλαιο 10 της μελέτης, είναι απαραίτητο να υλοποιηθούν συντονισμένα και γρήγορα.