Τις τελευταίες ημέρες, λάβροι κατά της ανάμιξης της πολιτικής στην επιστήμη είναι πολλοί σχολιαστές.
Λάβροι και κατά της διαφαινόμενης τάσης να προκύπτουν κατά περίπτωση εθνικοί φραγμοί στην διασυνοριακή μεταφορά της γνώσης.
Εκτιμώ πως φαντάζονται μία κοινωνία όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με αναφορά στην επιστήμη και μόνο.
Η ανάδειξη της επιστήμης ως το απόλυτο θέσφατο έχει τις ρίζες της στον Πλάτωνα. Η επιστημολογία της δημοκρατίας του Πλάτωνα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απολυταρχίας. Διότι, αν η επιστήμη έχει πάντα και σε όλα τον τελευταίο λόγο, τότε δεν έχουμε δημοκρατία. Έχουμε την δικτατορία των ειδημόνων.
Η επιστήμη, εξάλλου, δεν έχει φτάσει –τουλάχιστον ακόμη— στο σημείο όπου μπορεί να δίνει απαντήσεις και λύσεις σε όλα τα θέματα – πολιτικά και κοινωνικά. Κι ας ισχυρίζονται οι οικονομολόγοι και οι κοινωνιολόγοι ότι είναι επιστήμονες.
Η δημοκρατία είναι λοιπόν μία πολύπλοκη ιστορία. Ίσως, να μην ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από μία καταπληκτική ιδέα. Αλλά, είναι η μόνη καλή ιδέα που έχουμε.
Η εμπλοκή της πολιτικής στην επιστήμη δεν είναι παρά μία μορφή διαμαρτυρίας. Από την στιγμή που δεν εξελίσσεται σε βία, είναι αποδεκτή.
Στον αντίλογο ότι η διαμαρτυρία αποτελεί σημάδι αδυναμίας της δημοκρατίας, η απάντηση είναι ότι αναδεικνύει αδυναμία των θεσμών της δημοκρατίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, απόλυτα επίκαιρο και επικίνδυνο είναι τα fake news.
Στην Αμερική εκλέγεται στην Βουλή των Αντιπροσώπων, άτομο που αρνείται το συμβάν των Δύο Πύργων –δηλαδή το 9/11–, ισχυρίζεται ότι οι φωτιές στην Καλιφόρνια οφείλονται σε λέιζερ από το διάστημα που κατασκεύασαν οι Εβραίοι και προτρέπει την δολοφονία της προέδρου της Βουλής.
Τώρα, αν στην Ελλάδα, η πολιτική πατά στα δάχτυλα ποδιού της επιστήμης, σίγουρα μπορούμε να το θεωρήσουμε ως πταίσμα.
Ή, ως απόδειξη πολιτικής υγείας.
Φοβάμαι, ότι αυτή η συζήτηση συσκοτίζει το βασικό πρόβλημα: την εγγενή αδυναμία των δημοκρατικών θεσμών.
Συγκεκριμένα, έχει αναρωτηθεί κανείς γιατί τα fake news διαδίδονται τόσο γρήγορα και τόσο εκτεταμένα; Και, πιο σοβαρό, γιατί γίνονται πιστευτά; Γιατί υιοθετούνται;
Δεν θα παραθέσω το σύνολο των αιτίων—που είναι πολλά. Θα σταθώ σε δύο που τα θεωρώ πρωτεύοντα, για την δημοκρατία.
Η τεχνολογική πρόοδος έχει αναστατώσει δύο κοινωνικές δομές που πάνε πίσω τουλάχιστον 150-200 χρόνια: την μορφή και σημασία της οικογένειας, την μορφή και το ήθος της εργασίας. Είναι αλλαγές που δύσκολα διαχέονται και απορροφούνται από το κοινωνικό σύνολο – έμφυτα συντηρητικό και καχύποπτο. Ακέφαλο και ζαλισμένο ψάχνει για εύκολες και απλές απαντήσεις σε δυσνόητες εξελίξεις. Θέλγεται από το παράδοξο, προσελκύεται από το εξωφρενικό, αρπάζεται από το αληθοφανές. Είναι το τέλειο έδαφος για να ευδοκιμήσουν τα fake news.
Πίσω από αυτήν την συμπεριφορά βρίσκεται το δεύτερο αίτιο: η έλλειψη παιδείας ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η ημιμάθεια. Ανάμεσα στον αμόρφωτο και τον ημιμαθή, ο δεύτερος είναι ο πραγματικά επικίνδυνος.
Τα fake news τρέφουν τους ημιμαθείς και τρέφονται από αυτούς. Αυτό ισχύει στην Ελλάδα όσο και στην Αμερική. Μην πάτε πιο μακριά από την Καλαμάτα.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να συζητήσουμε για την εμπλοκή της πολιτικής στην επιστήμη, ας μιλήσουμε πρώτα για την λειτουργία της δημοκρατίας και των θεσμών της. Κι αν μιλήσουμε γι’ αυτά, ας μιλήσουμε πρώτα για την ποιότητα της παιδείας. Για τα εργαλεία που θεωρητικά οφείλει να δίνει ώστε να μπορούν οι πολίτες να αντιμετωπίζουν τις κρίσεις – είτε αυτές λέγονται μετανάστευση, είτε πρόκειται για πανδημία covid 19, είτε αφορά την κλιματική αλλαγή.
Εκείνο το μέρος του πολιτικού κόσμου, εκείνο το μέρος της ακαδημαϊκής κοινότητας, εκείνο το μέρος της κοινωνίας που στρέφεται κατά των αλλαγών στο εκπαιδευτικό σύστημα – στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, παγκόσμια, αυτό το μέρος είναι υπέρ των fake news και κατά της δημοκρατίας.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Οι εναερίτες της Αράχοβας και των Δελφών
- Κυρανάκης σε YouTube: Να μπει τέλος στις αμοιβές για περιεχόμενο βίας
- Ρωσία: Στρατηγικά βομβαρδιστικά πραγματοποίησαν πτήσεις περιπολίας στην Αρκτική
- Κωτσόβολος: Στηρίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συμμετέχοντας στο πρόγραμμα «Ψηφιακά Εργαλεία για ΜΜΕ Β’»