Στην επιβεβαίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης «BB» της Ελλάδας, διατηρώντας σταθερό το outlook, προχώρησε η Fitch Ratings, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις της αγοράς.

Η αξιολόγηση της Fitch είναι η πιο θετική μεταξύ των οίκων αξιολόγησης, μόλις δύο σκαλιά κάτω από την επενδυτική βαθμίδα. Αντίθετα, οι οίκοι Moody’s, S&P και DBRS, τοποθετούν την Ελλάδα τρία σκαλιά πιο χαμηλά από την επενδυτική βαθμίδα.

Η επόμενη αξιολόγηση  που περιμένει φέτος η Ελλάδα ακολουθεί στις 19 Μαρτίου από τη DBRS, ενώ στις 24 Απριλίου ακολουθεί αυτή του οίκου S&P. Η Moody’s δίνει τη δική της έκθεση στις 21 Μαΐου.

Όπως αναφέρει η Fitch, η αξιολόγηση της Ελλάδας αντικατοπτρίζουν τα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, ενώ οι βαθμολογίες διακυβέρνησης υπερβαίνουν τους περισσότερες αντίστοιχες χώρες. Από την άλλη, υπάρχει ένα αδύναμο μεσοπρόθεσμο δυναμικό για την ανάπτυξη,  ένας εξαιρετικά υψηλός αριθμός  μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) στον τραπεζικό τομέα και ένα πολύ υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους και καθαρού εξωτερικού χρέους.

Η σταθερή προοπτική αντικατοπτρίζει ένα βαθμό εμπιστοσύνης στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, ακόμη και μετά το σοβαρό σοκ για την οικονομία και τα δημόσια οικονομικά από την πανδημία Covid-19, και τους κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές.

Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 9,2% σε ετήσια βάση κατά τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2020, με μια ιδιαίτερα έντονη πτώση των εξαγωγών κατά περίπου 25%, κυρίως λόγω των πολύ μειωμένων τουριστικών αφίξεων. Ο Fitch εκτιμά ότι το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,2% καθ ‘όλη τη διάρκεια του έτους. Αναμένει μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη τα επόμενα δύο χρόνια, με βάση την υπόθεση μιας σημαντικής υποχώρησης της παγκόσμιας κρίσης για την υγεία μετά την ανάπτυξη προγραμμάτων εμβολιασμού και την δυναμική που φέρνουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ .

Ωστόσο, υπάρχουν αρνητικοί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές και τις προβλέψεις, όπως η καθυστερημένη εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στους κύριους εμπορικούς της εταίρους, η οποία κινδυνεύει να επιβραδύνει την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα, αλλά και μια πιθανή αργή απορρόφηση των πόρων της ΕΕ, που  θα επιβραδύνει την αύξηση της εγχώριας ζήτησης.

Η Fitch εκτιμά πως το πραγματικό ΑΕΠ θα αρχίσει να ανακάμπτει έντονα από το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, αν και το αδύναμο αποτέλεσμα μεταφοράς από το 2020 και οι συνεχιζόμενοι περιορισμοί κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, περιορίζουν την πρόβλεψή της για την  ανάπτυξη του 2021 στο 3,0%. Αναμένει ότι το 10%  από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα εκταμιευθούν φέτος στην Ελλάδα και το 60% το 2022.

Η αύξηση των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης του 2022  συνεπάγεται μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ το 2022, την οποία η Fitch υπολογίζει στο 7,6%.

Υπάρχουν μάλιστα ανοδικές προοπτικές αλλά και αρνητικοί κίνδυνοι για αυτές τις προβλέψεις, με το δυναμικό για ισχυρότερη ανάπτυξη να αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό αποτελεσματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διατηρούμενης υψηλότερης χρηματοδότησης από την ΕΕ. Αντίθετα, οι αρνητικοί κίνδυνοι περιλαμβάνουν μακροχρόνιες επιπτώσεις από την πανδημία γύρω από το κλείσιμο επιχειρήσεων και την απώλεια θέσεων εργασίας.

Αναφορικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας το 2020, ο οίκος αναφέρει πως ο πολύ μειωμένος αριθμός τουριστικών αφίξεων είχε σημαντικό αντίκτυπο. «Εκτιμούμε ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε από 1,5% το 2019 σε 7,2% πέρυσι (μέση εκτίμηση «BB»: 3,9% του ΑΕΠ). Αναμένουμε σταδιακή μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών τα επόμενα δύο χρόνια, στο 5,7% του ΑΕΠ το 2022. Το καθαρό εξωτερικό χρέος αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 στο 154,3% του ΑΕΠ, παραμένοντας πολύ υψηλότερο από το μέσο όρο της αξιολόγησης «BB» (τέλος του έτους εκτίμηση: 23,2% του ΑΕΠ). Οι κίνδυνοι που απορρέουν από το υψηλό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας μετριάζονται από το μεγάλο μερίδιο των υποχρεώσεων σε ευρώ που οφείλονται σε επίσημους πιστωτές και από το σχετικά χαμηλό επίπεδο ευπάθειας στο κλίμα της εξωτερικής αγοράς».

Το συνολικό μέγεθος των μέτρων στήριξης για την πραγματική οικονομία που πλήττεται από την κρίση της πανδημίας, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών αναβολών και των εγγυήσεων που δεν επηρεάζουν άμεσα τις μετρήσεις των δημόσιων οικονομικών, εκτιμάται σε 24 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2020 και 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2021 (συνολικά το 17% των ΑΕΠ 2019). Ο προϋπολογισμός του 2021 προβλέπει αντιστροφή πολλών μέτρων στήριξης, αλλά και μειώσεις φόρου περίπου 0,8% του ΑΕΠ. Ο συνδυασμός της πολιτικής στήριξης, της χαμηλότερης οικονομικής δραστηριότητας και των αυτοματοποιημένων σταθεροποιητών συνεπάγεται ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης θα μετακινηθεί από πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2019 σε εκτιμώμενο έλλειμμα 9,3% για το 2020. Η οικονομική ανάκαμψη τα επόμενα δύο χρόνια θα οδηγήσει σε μείωση του ελλείμματος στο 7,2% το 2021 και στο 2,6% το 2022.

Οι προβλέψεις και οι υποθέσεις της Fitch υποδηλώνουν ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκε από 180,5% στα τέλη του 2019 σε 210,5% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020 και συγκαταλέγεται μεταξύ των υψηλότερων στη βαθμολογία της Fitch. Προβλέπει ότι ο δείκτης χρέους θα μειωθεί στη συνέχεια στο 206,9% έως το τέλος του 2021 και στο 191,5% έως το τέλος του 2022. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα παραμείνει πολύ υψηλό για μια παρατεταμένη περίοδο, αλλά υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του.

Το απόθεμα ρευστού ενεργητικού της Ελλάδας είναι σημαντικό (περίπου το 20% του προβλεπόμενου ΑΕΠ) και μπορεί να αντιμετωπίσει απροσδόκητες αυξήσεις στις δαπάνες. Η ευνοϊκή φύση του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό. Το χρονοδιάγραμμα απόσβεσης είναι μέτριο και η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους (περίπου 20 χρόνια) είναι από τις μεγαλύτερες σε όλα τα κρατικά ομόλογα, μειώνοντας τον κίνδυνο από την αύξηση των επιτοκίων.

Το σημαντικότερο στοιχείο ωστόσο αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει συμπεριλάβει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς PEPP, σε αντίθεση με τα περισσότερα προηγούμενα χρόνια. Το PEPP έχει συνολικό κονδύλιο 1.850 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτό θα επέτρεπε την αγορά έως και 37 δισεκατομμυρίων ευρώ (περίπου 23% του ΑΕΠ) ομολόγων ελληνικού δημοσίου στη δευτερογενή αγορά από το Ευρωσύστημα, παρέχονταςμια σημαντική πρόσθετη πηγή ευελιξίας χρηματοδότησης που θα συμβάλλει στη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους. Κατά τη διάρκεια του 2020, το ελληνικό κράτος εξέδωσε ή επανεκδόθηκε στα ομόλογα της αγοράς για 12 δισεκατομμύρια ευρώ σε ιστορικά χαμηλά επιτόκια (1,2% σε ένα δεκαετές ομόλογο τον Οκτώβριο).

Ο τραπεζικός τομέας παραμένει πηγή αδυναμίας  για το κρατικό πιστωτικό προφίλ. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, παρά την πρόσφατη πρόοδο  κατά την οποία καταγράφηκε μείωση του δείκτη NPL σε 35,8% από 42,1% και ονομαστική μείωση 12,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο οίκος αναμένει αυξημένες εισροές απομειωμένων δανείων μετά τη λήξη της αναστολής των πληρωμών που εισήγαγαν οι ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο, ο συνολικός δείκτης NPL θα μπορούσε να μειωθεί εάν οι τράπεζες εκτελέσουν προγραμματισμένες τιτλοποιήσεις το 2021. Μια πρόταση της ελληνικής κεντρικής τράπεζας για τη σύσταση bad bank για την αντιμετώπιση των αποθεμάτων απομειωμένων δανείων των τραπεζών και η εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης του πτωχευτικού νόμου  μπορεί να είναι θετική για τις προοπτικές των τραπεζών μεσοπρόθεσμα.

Οι όροι χρηματοδότησης και τα επίπεδα ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιωθεί χάρη στις εισροές καταθέσεων από τον ιδιωτικό τομέα και άλλες πρωτοβουλίες στήριξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.