Το βιβλίο του αποτελεί αιχμηρή, δοκιμιακή κατάθεση των κινδύνων που ελλοχεύουν σε αδρές γραμμές, σε διαγραμματική και αφηγηματική μορφή. Συνειδητά αποφεύγει την επιχειρηματολογία υπέρ συγκεκριμένου πλάνου και αναλυτικών προτάσεων.
Αυτές μπορεί κανείς να τις υποπτευθεί σε δεύτερο χρόνο μέσα από την αποκρυστάλλωση του ασφαλιστικού προβλήματος στο παρόν, στο παρελθόν, στο μέλλον.
Εξάλλου, ο ιδεαλισμός του τείνει να οξύνει την αντίληψή του (δεν της επιτρέπει να επαναπαύεται εν υπνώσει) για τη ζοφερή πραγματικότητα που θα προκύψει σε περίπτωση που το ασφαλιστικό δεν αντιμετωπισθεί με θαρραλέα βουτιά αλλά αφεθεί στη βαθμιαία φθορά του.
Πέρα από την πάντα ενδιαφέρουσα, διανοούμενη φύση του καθώς και το προοδευτικό του πνεύμα, αναδεικνύεται εν προκειμένω και η (ενδεχομένως) ρομαντική του αντίληψη ότι το ασφαλιστικό μπορεί να αποτελέσει ζήτημα συλλογικό και όχι ατομικό.
Υπενθυμίζει έτσι εμμέσως μία αυτονόητη αλήθεια για την οικονομία, που συχνά ξεχνιέται από τους πραγματιστές ή εκτελεστές της: ότι αυτή παραμένει (όπως υποδηλώνει και η ετυμολογία της, από την πόλη, το άστυ, τους νόμους του οίκου μας) κατά βάση ζήτημα πολιτικό (με την καθολική, αριστοτελική έννοια του όρου), πολιτισμού, συλλογικής ψυχολογίας. Άραγε λοιπόν πιο εύκαπτο ή πιο άκαμπτο μπροστά σε ριζικές, απαραίτητες μεταρρυθμίσεις;
Το βιβλίο του ουσιαστικά συγκροτεί μία φιλοσοφική θέση. Αντλεί έμπνευση και εδράζεται στη ρήση του νομπελίστα πεζογράφου Αλμπέρ Καμύ: «Ίσως να μην έχει σημασία αν όσα κάνει κανείς έχουν νόημα ή όχι. Σημασία έχει να βλέπει κανείς μόνο αν αυτά αποτελούν απάντηση στις ελπίδες των ανθρώπων».
Διακρίνεται λοιπόν για τη βαθύτερη ουμανιστική εμπιστοσύνη του στα αγνότερα ανθρώπινα κίνητρα τα οποία μπορούν να αρδευτούν με τα κατάλληλα πολιτικά εργαλεία. Εν προκειμένω αποδεικνύεται και η απαρασάλευτη σοσιαλσημοκρατική καταγωγή του.
Επικρατεί άρα σε αυτό το απαιτητικό δοκιμίο (με τις λογοτεχνικές αρετές) περισσότερο η θεωρητική του φύση ως καθηγητή; Το αντίθετο: Το πόνημά του ισορροπεί αρμονικά με την ιδιότητα του πραγματιστή πολιτικού που ελπίζει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Ο ιδεολογικός άξονας του βιβλίου του βασίζεται στο αξίωμα ότι το ασφαλιστικό θα λυθεί μόνο εάν εκληφθεί ως μέρος ενός ευρύτερου συμπλέγματος από (γερασμένες) κοινωνικές αντιλήψεις και αντιμετωπιστεί με ολιστικές στρατηγικές σε βάθος χρόνου.
Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του περί των «κρίσιμων διασυνδέσεων», ο Τάσος Γιαννίτσης συνδέει το πυρηνικό, ασφαλιστικό πρόβλημα με την ανάπτυξη και τη μακροοικονομία.
Θίγει τόσο πολυδιάστατες και διαφορετικές μεταξύ τους εκφάνσεις όπως η κλιματική αλλαγή, η γήρανση και η υπογεννητικότητα, οι νέες τεχνολογίες, οι εντονότερες ανισότητες inter alia.
Για να εκφράσει εξ αρχής μία σκληρή αλήθεια: Ότι για να ανατραπούν οι φοβερές «μακρο-απειλές» που ελλοχεύουν, θα χρειαστεί «πολλαπλάσια» δύναμη και διορατικότητα απ’ ό,τι απαιτήθηκε πριν από είκοσι χρόνια (από όπου αρχίζει η ανάλυσή του) όπως εξήγησε πρόσφατα σε συνέντευξή του.
Θεωρεί ότι η οικονομία παραμένει εν πολλοίς ένα αλυσιδωτός οργανισμός, όπως οι σπονδηλωτά βαγόνια ενός τρένου. «Λύση, αν υπάρξει, δεν θα προκύψει μέσα από κάποιες ακόμα αλλαγές, όπως αυτές έχουν θεσπιστεί στα τελευταία είκοσι χρόνια. Μια λύση αποτελεί συνάρτηση μιας αλυσίδας πολιτικών και μιας διαφορετικής κατανόησης της αλληλουχίας των προβλημάτων, που βρίσκονται έξω από το ασφαλιστικό σύστημα το ίδιο», προειδοποιεί.
Φάσεις κρίσης όπως αυτή του 2009, η οποία επικαλύφθηκε από δεύτερη, παράλληλη κρίση, αποδεικνύουν ότι χρειάζεται μακρόπνοο, σφαιρικό, μακροοινομικό όραμα και βάσει αυτού, μικρότερες, μικρο-οικονομικές, πολυπαραγοντικές, πολιτικές λύσεις (για την ίδια την κρατική λειτουργία, ακόμη και για το εκπαιδευτικό σύστημα) προς την ίδια κατεύθυνση.
Μόνο έτσι ίσως υπάρξει ελπίδα να αναβαθμιστούν προβλήματα αντίληψης, κουλτούρας, γνώσης, προνοητικότητας, ενδιαφέροντος για το μέλλον, που αλλιώς βυθίζουν το σύστημα. Οι ρομαντικοί, εξάλλου, πάντα παρέμεναν παράλληλα πεσιμιστές…
Αυτή η «εμβληματική φιγούρα» στη μελέτη του ασφαλιστικού όπως τον αποκαλούν, δεν στέκεται όμως μόνο σε θεωρίες.
Για να στηρίξει τις απόψεις του μοιραία περνάει μέσα από πολλές πρακτικές διαστάσεις του λαβυρινθώδους ζητήματος.
Αποσαφηνίζει, για παράδειγμα, τις μακροοικονομικές επιδράσεις των ελλειμάτων του ασφαλιστικού συστήματος στην Ελλάδα που παραμένει πάντα διανεμητικό, το πώς εξελίχθηκαν οι δαπάνες, τα έσοδα και ελλείμματα του ασφαλιστικού ως ποσοστό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων αλλά και του ΑΕΠ.
Αναπτυξιακά εντοπίζονται θεμελιώδη ζητήματα φορολογίας, εμπιστοσύνης, αλληλεγγύης που σχετίζονται με τα τρία κοινωνικά στρώματα τα οποία αν δεν αντιμετωπιστούν θα αναχαιτίσουν και θα καθηλώσουν ίσως με απόλυτο τρόπο τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.
Συνοψίζει τέσσερις διαστάσεις του ασφαλιστικού που επηρεάζουν την αναπτυξιακή δυναμική: Τις δημοσιονομικές διαστάσεις (φερ΄ειπείν τα ασφαλιστικά ελλείμματα και τη μετατροπή τους σε δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέος, μεταξύ άλλων), την επίδραση στην καταναλωτική δαπάνη (αύξηση συνταξιοδοτικής δαπάνης συνεπάγεται αύξηση κατανάλωσης), στις επενδύσεις (αύξηση κατανάλωσης, μείωση επενδύσεων), στην προσφορά εργασίας (συνάρτηση γήρανσης, φυγής στο εξωτερικό, ανεργίας) και επίδραση στη φτώχια και στην ανισότητα.
Αρκείται να δώσει τις κύριες συνισταμένες του προβλήματος και το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο για ένα ασφαλιστικό με αναπτυξιακή δυναμική που παραμένει ευκταίο. Από αυτό, μπορεί να προκύψει και η ολιστική στρατηγική που σήμερα απουσιάζει.
Αποφεύγει συνειδητά τις εξειδικευμένες λύσεις: Αφενός διότι οι δικές του προτάσεις για μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2001 επιβλήθηκαν τελικά όλες από τους ίδιους οι οποίοι αρχικά αντιδρούσαν.
Αφετέρου επειδή στο πέρας του χρόνου, κάτω από την επίδραση τόσων απρόβλεπτων εξελίξεων και θεσμικών ρυθμίσεων που οδήγησαν σε νέες αλληλεπιδράσεις και συσχετισμούς, «οι απαντήσεις δεν μπορούν να μένουν ίδιες στο χρόνο».
Θυμάται πώς επιστρέφοντας ο ίδιος στην Ελλάδα από τα μεταπτυχιακά του στη Γερμανία το 1974, είχε εντυπωσιαστεί που συχνότατα άκουγε νέους μεσήλικες των τριάντα πέντε ή σαράντα ετών να αφιερώνουν ώρες για μία λύση και να συζητούν με απίστευτες λεπτομέρειες πόση σύνταξη θα πάρουν και πότε.
«Ήταν μια απογοήτευση -θα χρησιμοποιήσω τον όρο φρουστράρισμα- και ένα ακατανόητο τότε σ’ εμένα μήνυμα για το πόσο μεγάλο βάρος είχε η μετά-εργασιακή φάση».
Ανάλογα με τη σκληρή Αμερική όπου οι άνθρωποι εργάζονται ουσιαστικά για να εξασφαλίσουν σύνταξη στα γεράματά τους λόγω της υπερβολικά ρυθμιστικής δομής, οι Έλληνες βιώνουν σχεδόν την ίδια εμπειρία εξαιτίας του άλλου άκρου: Αυτής της γνώριμης, ανοργάνωτης πραγματικότητας.
Ο Τάσος Γιαννίτσης προειδοποιεί λοιπόν ότι η αδράνεια αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή.
Ο στρουθοκαμηλισμός θα βοηθήσει μόνο για λίγο ακόμη. Από εκεί και πέρα πνίγει.
Οι τεκτονικές αλλαγές θα προκύψουν ούτως ή άλλως. Καλύτερα να τις αντιμετωπίσει κανείς εγκαίρως, προληπτικά (κατά την αγαπημένη λέξη των σύγχρονων καιρών) και κατά μέτωπο παρά να περιμένει να βυθιστεί μαζί τους.
Παραφράζοντας τον Τζον Μέιναρντ Κέινς (που σήμερα στις κατακερματισμένες εθνικές οικονομίες, αρχίζει πάλι να κερδίζει έδαφος) ότι «μια τέτοια κοινωνία είναι δουλή των ιδεών κάποιου πεθαμένου οικονομολόγου», εκείνος δηλώνει ότι η ελληνική κοινωνία πρέπει να «ξεπεράσει το σύνδρομο του να παραμένει δουλή νεκρών ιδεών ζωντανών οικονομολόγων, πολιτικών, και πολλών άλλων, που επηρεάζουν την πορεία της προς το μέλλον».
Πληροφορίες
Τάσος Γιαννίτσης
Ασφαλιστικό, ανάπτυξη, μακροοικονομία – Οι κρίσιμες διασυνδέσεις
σελίδες 206
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΗΠΑ: Την πρώην γερουσιαστή Κέλι Λέφλερ θα προτείνει για υπουργό Γεωργίας ο Τραμπ
- Μακρόν: «Είναι εντελώς βλάκες», λέει για τους ηγέτες της Αϊτής – Διπλωματικό επεισόδιο
- Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στη Νέα Φιλαδέλφεια
- Γεωργιάδης: Ρυθμίσεις για να «τρέξουν» οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσης του ΕΣΥ