Δύο είναι οι τρόποι προσέγγισης της. Ο ένας, να ταυτοποιηθούν εκείνοι οι παράγοντες που κατά την γνώμη του επιχειρηματικού κόσμου εμποδίζουν ή προωθούν την δράση του και, ταυτόχρονα, να επισημανθούν οι προτάσεις που κατατίθενται προκειμένου να ξεπεραστούν τα προβλήματα. Ο δεύτερος, είναι να προσδιοριστεί και αναλυθεί η εικόνα που προκύπτει για την επιχειρηματική κοινότητα μέσα από τις επισημάνσεις της, τις αγωνίες της, τον προβληματισμό της.
Εξάλλου, χωρίς να είναι αυτός ο στόχος της έρευνας, ως παρελκόμενο δίνει μία αρκετά σαφή εικόνα για την ταυτότητα της επιχειρηματικότητας και τον βαθμό που αυτή συμβαδίζει με τα γεγονότα και τις εξελίξεις.
Το υλικό που προσφέρει η έρευνα είναι τεράστιο και θα ήταν άδικο να παρασυρθεί κανείς σε μία εύκολη κριτική. Διότι, υπάρχουν μερικές ασάφειες που ίσως να καλύπτονται από το πλήθος των στοιχείων που αναπόφευκτα δεν δημοσιεύονται. Στο κείμενο για γενική χρήση, πάντως, το πρόβλημα είναι υπαρκτό.
Για παράδειγμα, δεν είναι διόλου κατανοητή η σχέση μεταξύ της «ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας» και της «στήριξης της βιωσιμότητας» μίας επιχείρησης, που έχουν ομαδοποιηθεί ως μία απάντηση σε ερώτηση. Ως αποδεκτή ερμηνεία, η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σημαίνει κατ’ ελάχιστον, άρση των εμποδίων στην άσκηση της – οπότε και διευκόλυνση της. Η στήριξη της βιωσιμότητας, ερμηνεύεται τελείως διαφορετικά, πρωταρχικά ως μέτρα για να επιβιώσει επιχείρηση που κλονίζεται.
Πέρα, όμως, από αυτήν την παρατήρηση θέλω να σταθώ σε δύο σημεία της έρευνας που τα θεωρώ κρίσιμα.
Το πρώτο αφορά την γενική κατακραυγή σύσσωμου του επιχειρηματικού κόσμου κατά του εκπαιδευτικού συστήματος. Θα υποστήριζα ότι η κατακραυγή δεν στρέφεται μόνο κατά της πολιτικής ηγεσίας αλλά κατά της ακαδημαϊκής κοινότητας. Διότι, η μεν πρώτη πειραματίζεται διαρκώς «στου κασίδη το κεφάλι», συνήθως χωρίς συναίσθηση για τις επιπτώσεις του πειραματισμού της, η δε δεύτερη δέχεται τον πειραματισμό χωρίς διαμαρτυρία.
Συγκεκριμένα, στο ερώτημα «ποια είναι τα πέντε (5) μεγαλύτερα εμπόδια που σχετίζονται με το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλο»ν η έλλειψη δεξιοτήτων ήρθε δεύτερη. Το εντυπωσιακό αλλά και τραγικό είναι ότι αυτό ισχύει ανεξάρτητα από το μέγεθος της επιχείρησης – τις πολύ μικρές, τις μικρές, τις μεσαίες, τις μεγάλες.
Ο πολιτικός και ακαδημαϊκός κόσμος οφείλει να μεταφράσει αυτό το εύρημα της έρευνας ως κραυγή αγωνίας της επιχειρηματικής κοινότητας, που φωνάζει «δεν έχουμε τα απαραίτητα χέρια για να παράγουμε.» Να καταλάβει ότι η αποσύνδεση της παιδείας και των δεξιοτήτων από την αγορά θέτει σε κίνδυνο, σήμερα περισσότερο από ποτέ, το μέλλον της χώρας.
Διότι, το συμπέρασμα είναι σαφές: όταν ακόμα και η πιο μικρή επιχείρηση, π.χ. μία βιοτεχνία που απασχολεί από 1-5 άτομα, παραπονιέται για έλλειψη δεξιοτήτων δεν μπορούμε να έχουμε εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη.
Το δεύτερο σημείο που θέλω να σταθώ αφορά τις προτάσεις του επιχειρηματικού κόσμου για την αξιοποίηση των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης. Αν θελήσει κανείς να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα με επιείκεια, θα υποστήριζε ότι ο επιχειρηματικός κόσμος διακατέχεται από το άγχος της επιβίωσης στο σήμερα και στο αύριο της πανδημίας και δεν έχει κατανοήσει – με εξαίρεση μία μικρή μειοψηφία—τι σημαίνει το NGEU και σε τι αποσκοπεί.
Στην μεγάλη της πλειοψηφία η επιχειρηματική κοινότητα προτείνει να αξιοποιηθούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης για να ενισχυθεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων –ή με πιο απλά λόγια, η ρευστότητά τους.
Η έκφραση αλλάζει, αλλά ο τελικός στόχος είναι ο ίδιος—είτε αναφέρεται ως ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, ως στήριξη της βιωσιμότητας, ως μείωση της φορολογίας, ως χρηματοδότηση των επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία, ως χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Ίδιος στόχος, ίδιο άγχος. Λίγοι μίλησαν για δημόσιες επενδύσεις και επενδυτικό περιβάλλον, για υποδομές και για ψηφιακό μετασχηματισμό. Τελευταία, ως υποσημείωση, η αναφορά στο εθνικό σύστημα υγείας.
Είναι σαφές ότι, η πανδημία έχει υποχρεώσει τον επιχειρηματικό κόσμο να βλέπει τα πράγματα μέσα από ένα παραμορφωτικό καθρέφτη. Στην καλύτερη περίπτωση, μέρος των συγκεκριμένων ευρωπαϊκών πόρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί – μάλλον—για την επιδότηση ιδιωτικών επενδύσεων. Η παροχή ρευστότητας –με οποιαδήποτε μορφή – μάλλον δεν περιλαμβάνεται στις…επιλέξιμες δράσεις.
Το NGEU έχει ως πρωταρχικό στόχο την έξοδο από την κρίση της πανδημίας μέσω του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης. Ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση των υποδομών και του συστήματος υγείας, η επιτάχυνση και εξάπλωση του ψηφιακού μετασχηματισμού, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αυτές είναι οι προτεραιότητες.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το έλλειμμα ενημέρωσης της ελληνικής κοινωνίας παραμένει υψηλό.
Η κυβέρνηση ας αναλογιστεί ποιες είναι και θα είναι οι συνέπειες.